Μια βραδιά και ένα βραβείο στη μνήμη της Μάγιας Λυμπεροπούλου
Φίλοι και μαθητές της σπουδαίας διανοούμενης του θεάτρου αφηγήθηκαν συναρπαστικές στιγμές από τη ζωή της και την πορεία της στην τέχνη.
Το θέατρο Σταθμός ήταν γεμάτο κόσμο. Καλλιτέχνες και μαθητές δραματικών σχολών συγκεντρώθηκαν για να θυμηθούν και να τιμήσουν, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, τη Μάγια Λυμπεροπούλου, μια σπουδαία προσωπικότητα, μια μεγάλη δασκάλα, σκηνοθέτιδα και ηθοποιό, που άφησε το ανεξίτηλο στίγμα της σε όσους συναντήθηκαν μαζί της στη ζωή και στη σκηνή και έδωσε γενναιόδωρα τα φώτα της στην πολιτεία, που δεν αξιοποίησε ποτέ τη βαθιά γνώση της.
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Μάνος Καρατζογιάννης και το θέατρο Σταθμός οργάνωσαν μια συγκινητική βραδιά απ' την οποία δεν έλειψαν τα γέλια και τα δάκρυα μέσα από τις αναμνήσεις που μοιράστηκαν οι παρευρισκόμενοι, για μια δασκάλα που, όπως ειπώθηκε πολλές φορές, έδινε μαθήματα ήθους, στάσης ζωής και συνέπειας μέχρι το τέλος, όταν η καρδιά της σταμάτησε στις 22 Ιουλίου 2021.
Αρχίζοντας από το τέλος της βραδιάς, η Μαριάννα Κάλμπαρη, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, ανακοίνωσε ότι το Θέατρο Τέχνης, στο οποίο σπούδασε και έκανε τα πρώτα της σημαντικά βήματα η Μάγια Λυμπεροπούλου, και το Ίδρυμα Λασκαρίδη, στο οποίο υπάρχει σήμερα η βιβλιοθήκη της, την τιμούν με τη θέσπιση του «Βραβείου Μάγια Λυμπεροπούλου» που θα απονέμεται κάθε Μάρτιο σε μια γυναίκα ηθοποιό.
Στην πλατεία του θεάτρου η Ρένη Πιττακή, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Τάκης Τζαμαργιάς, η Δηώ Καγκελάρη, η Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, η Χριστίνα Αλεξανιάν, ο Γιώργος Ψυχογιός, ο Θέμης Μουμουλίδης, η Νίκη Παλληκαράκη, στη σκηνή ένα πακέτο από τα τσιγάρα που κάπνιζε ασταμάτητα και μια φωτογραφία της με το λευκό της πουκάμισο.
Όταν ακούγαμε τη Μάγια να διαβάζει από την «Ιλιάδα», το θέατρο βυθίστηκε σε απόλυτη σιωπή σαν σε μυστική προσευχή. Η Μάγια ήταν εκεί, μαζί μας, ακούγαμε με τα κεφάλια σκυμμένα αυτήν τη βελούδινη και ατσάλινη μαζί φωνή που σκέπαζε για λίγο τα πάντα, να επικρατεί και να πλημμυρίζει τις καρδιές, τις λέξεις να ρέουν, πλήρεις νοημάτων.
Στη σκηνή ανέβηκαν με αλφαβητική σειρά οι φίλοι και συνάδελφοί της στην «τσαγκαρική», όπως αποκαλούσε την τέχνη της, για τη λεπτοδουλειά, την επιμονή στη λεπτομέρεια και τον μόχθο που χρειάζεται να καταβάλει κανείς για να κατακτήσει ένα κείμενο λέξη-λέξη, σε αυτό που όσοι την προλάβαμε αποκαλούμε «αληθινό θέατρο».
Πρώτη στη σκηνή ανέβηκε η φίλη και μαθήτριά της Βίκυ Βολιώτη, που μας θύμισε ξανά το πάθος της να βλέπει ποδόσφαιρο, που το συνέδεε με το θέατρο, λέγοντας «το θέατρο είναι γένους πληθυντικού», για την ομαδική προσπάθεια, τη συνοχή που χρειάζεται η προετοιμασία μιας παράστασης. «Μάγια και θέατρο ήταν ένα πράγμα, ήταν ένας πολύπλοκος, μυστηριώδης και τόσο ενδιαφέρων άνθρωπος» είπε ανάμεσα σε άλλα, τονίζοντας ότι η γνωριμία μαζί της την οδήγησε σε άγνωστα και νέα μονοπάτια στη ζωή και θυμήθηκε τις ώρες που πέρασαν μαζί τακτοποιώντας το αρχείο της.
«Η Μάγια ήταν άνθρωπος της εποχής της», κατέληξε, δίνοντας τη σκυτάλη στην Κάτια Γέρου, που θυμήθηκε τη μεγάλη ομορφιά της Μάγιας Λυμπεροπούλου και το ταλέντο ενός ανθρώπου που «το πάθος σαν αόρατη γραμμή τής χάραξε μια πορεία». «Μιλούσε με τη στόφα και το λεξιλόγιο των μεγάλων ανθρώπων του θεάτρου, είχε τέτοια ορολογία, άρα τέτοια ψυχή και αυτό πληρώνεται ακριβά» είπε, μιλώντας ακόμα για το χιούμορ της και την περίφημη λέξη της «τσαγκαρική», αυτή την ταπεινή και μαγική λέξη για το σινάφι του θέατρου και όσους τη γνώρισαν.
«Είπα "δεν θα κλάψεις", συγχωρήστε τη συγκίνησή μου» ήταν οι πρώτες λέξεις της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη, που με τις σημειώσεις της μας ταξίδεψε σε ένα βιογραφικό παραστάσεων της Μάγιας στις οποίες συναντήθηκαν, στους μεγάλους της σταθμούς.
«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που περάσαν από τη ζωή μας και άφησαν ανεξίτηλα σημάδια και η μνήμη τους είναι τόσο ζωντανή ακόμα και όταν δεν υπάρχουν γύρω μας. Η Μάγια θα είναι ζωντανή όσο θα είμαστε και εμείς ζωντανοί που είχαμε την τύχη να τη θαυμάσουμε, να τη γνωρίσουμε και να την αγαπήσουμε», είπε μιλώντας για μια «διανοούμενη του θεάτρου».
«Έχουν περάσει 45 χρόνια από τότε που γνώρισα τη Μάγια, την είχα θαυμάσει στις παραστάσεις του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου, είχα συγκλονιστεί από την απίστευτη ομορφιά της και τη θεϊκή της ενέργεια και λάμψη. Η Μάγια, όταν ήμουν στο τρίτο έτος της δραματικής, είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη να ερμηνεύσει την Κατερίνα στη "Στρίγγλα που έγινε αρνάκι" στην ιστορική παράσταση του Σεβαστίκογλου. Ήρθε στο έτος μας και νιώσαμε μια εμπειρία αποκαλυπτική, γιατί το μάθημα με τη Μάγια δεν είχε σχέση με ό,τι ξέραμε μέχρι τότε. Συνδύαζε τα πάντα, παιδεία, γνώσεις, την κληρονομιά του Κουν, γνώσεις από βιβλία και παραστάσεις, ταινίες που είχε μελετήσει και τις σπουδές της και όρους, τη σημειολογία του Μπαρτ που ανακάτευε με τις οδηγίες της "τσαγκαρικής". Όλα αυτά ήταν ανάκατα με συμβουλές ζωής. Έκανε ακούραστες προσπάθειες για να μας δώσει μαθήματα ήθους, καλλιτεχνικών επιλογών και συνέπειας. Αυτό την ένοιαζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αυτές οι πρωτόγνωρες οδηγίες τεχνικής ήταν ασύλληπτης ακρίβειας και μεταδοτικότητας και μας καθόρισαν σε όλη τη μετέπειτα πορεία μας», είπε.
«Η Μάγια μιλούσε για τις μεγάλες παραστάσεις, του Μπρουκ, της Σαουμπίνε, της Αριάν Μνουσκίν, που δεν έκανε κανένας άλλος», συμπλήρωσε, ενώ θυμήθηκε την πίστη της «για τη θεατρική αποκέντρωση και την ίδρυση του θεάτρου Αεικίνητο και το όραμά της για ένα θέατρο ουσίας, κάτι που υλοποίησε αργότερα ως καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας».
«Αχ, Μάγια μας μοναδική και λατρεμένη, ήμουν το πιο τυχερό κορίτσι όταν σε συνάντησα, που στάθηκες φάρος και πυξίδα μου σε αυτό το ταξίδι, τα δώρα σου θα μας οδηγούν για πάντα. Μακάρι η πολιτεία να λάβει κάποτε υπόψη της όλες τις σοβαρές προτάσεις που έκανες κατά καιρούς», κατέληξε.
Δεν ήταν λίγοι οι επαγγελματίες ηθοποιοί που παρακολούθησαν σεμινάριά της, ο αφρός του ελληνικού θεάτρου, οι οποίοι σήμερα, ευτυχείς, ανακαλούν αυτές τις στιγμές που τους εντυπωσίαζε και τους αιφνιδίαζε. Με το ίδιο πάθος όλοι τη θυμόμαστε να αναλύει και να μιλά τα τελευταία χρόνια στο Φεστιβάλ Αθηνών για τις παραστάσεις που έβλεπε και έφερνε ο Γιώργος Λούκος από το εξωτερικό.
Η Όλια Λαζαρίδου είπε ότι η Μάγια μπορούσε να «διευθετεί τον αέρα», «το εφήμερο και το φευγαλέο, δίνοντάς του φωνή». «Ό,τι και να πούμε, τα πιο σημαντικά τα φυλάει η σιωπή. Η παρουσία μου εδώ είναι μια στάση και μια διαμαρτυρία απέναντι στα πράγματα, να μην ξεχαστούν, γιατί όλα τα σβήνει ο χρόνος σήμερα, η αντιμετώπιση της πολιτείας είναι μηδαμινή, πρέπει να τη θυμόμαστε γιατί άλλαξε τη ζωή μας και για να μεταφέρουμε αυτά που μας έμαθε και σε επόμενους».
«Ήταν ένα πρόσωπο ταμένο στο θέατρο και πήγε και έζησε στη Γαλλία, μακριά από αυτό που αγαπούσε, κάνοντας μια άλλη δουλειά, δουλεύοντας στα γραφεία της Ολυμπιακής, κάνοντας ένα cut, παίρνοντας μια μεγάλη απόσταση και αυτό με έκανε να την εμπιστεύομαι περισσότερο» είπε. «Η επιρροή της ήταν μαγική».
«Τη Μάγια τη γνώρισα στο Θέατρο Τέχνης όταν πηγαίνοντας στο θέατρο ήταν σαν να μπαίνουμε στον παράδεισο. Καμία τέχνη δεν είναι σπαρακτικότερη από την τέχνη του ηθοποιού, διότι με τους ρόλους του δημιουργεί μια περιουσία που μοιράζεται με χιλιάδες ανθρώπους και έρχεται κάποια στιγμή που αυτή την περιουσία την αντιμετωπίζει σαν προσωπικό λογαριασμό, η διαχείριση των φαντασμάτων του. Από αυτή την πλευρά η Μάγια έλαμψε ως παρουσία, έλαμψε και σαν απουσία, τα τελευταία χρόνια κλείστηκε στον εαυτό της, μιλούσε με ελάχιστους ανθρώπους, η μπαλκονόπορτά της ήταν κλειστή. Ο τρόπος με τον οποίο προετοίμασε την αναχώρησή της είχε μια εσωτερικότητα, όπως το θέατρο δημιουργεί και όπως είναι η ζωή ενός μοναχού, και ακόμα και αυτό τον δρόμο που μάθαμε τον οφείλουμε στη Μάγια» είπε ο Θανάσης Νιάρχος.
«Ο λόγος που έγινα ηθοποιός ήταν η Μάγια» είπε η Αλεξάνδρα Παντελάκη. «Κάθε φορά με ενέπνεε αυτός ο κύκνος, δεν περνούσαν τα χρόνια από πάνω της, ήταν όλο και πιο όμορφη, πιο εκθαμβωτική. Η Μάγια μιλούσε όχι μόνο για το θέατρο, αλλά για βιβλία, για κινηματογράφο, νομίζω το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο απόλυτος ενθουσιασμός, όλα όσα ανακάλυπτε ήθελε να τα μεταδώσει. Στην Πάτρα, στο ΔΗΠΕΘΕ, ζήσαμε κάτι άλλο, η Μάγια έλεγε "μην πιστεύετε ότι είμαστε στην Πάτρα, κάντε αυτοσχεδιασμό, είμαστε στην Γκρενόμπλ". Εξακολουθούσε να κάνει σχέδια και τα τελευταία χρόνια νομίζω μαράζωσε γιατί δεν μπορούσε να τα κάνει, δεν επέτρεπαν οι συνθήκες, ήταν σαν να της είχες στερήσει το οξυγόνο. Μας λείπει η πνευματικότητα που είχε, ο τρόπος που σκηνοθετούσε, αισθανόσουν ασφαλής μαζί της. Με τον χαμό της χαμηλώνει λίγο ο πήχης».
Η Μάνια Παπαδημητρίου τόνισε ανάμεσα σε άλλα ότι ο κόσμος καταλαβαίνει και πληροφορείται και μιλάει για τη Μάγια ακόμα και σε αυτούς τους καιρούς που όλα μοιάζουν σχετικά, ωστόσο μερικά πράγματα είναι απόλυτα. «Ξέρω ότι ήταν ολόκληρη το θέατρο, όλα όσα κυκλοφορούσαν στο μυαλό και στην καρδιά της ήταν εικόνες θεάτρου και προβών και εικόνες ζωής μετασχηματισμένες σε θεατρικές μορφές. Τη δέσμευε ένα χρέος να συνεχίσει το έργο που θαύμασε και υπηρέτησε ως μαθήτρια του Κουν και του Λαζάνη, που μιλούσε πολύ συχνά για αυτόν. Η Μάγια μιλούσε για τον χώρο, τη γεωμετρία της σκηνής που μπορεί να εμπνεύσει και να βοηθήσει τον ηθοποιό να σταθεί από μόνος του σωστά ώστε να του γεννήσει το συναίσθημα και να μεταδώσει το πάθος και την ομορφιά που χρειάζεται κάθε φορά. Η Μάγια είχε απίστευτο χιούμορ και απίστευτη χάρη και αυτοσαρκασμό και αυτό το μείγμα ήταν εκρηκτικό στη σκηνή και στη ζωή. Γενναιόδωρη, υποστηρικτική και καθόλου ανταγωνιστική. Η σκηνή μαζί της ήταν ένα παλλόμενο, ατόφιο κομμάτι ζωής, μια χορογραφία συναισθήματος».
Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου μίλησε για τη σχέση και τα μαθήματα ζωής της Μάγιας, ενώ ο τελευταίος ομιλητής, Νίκος Χατζόπουλος, ξεκίνησε βάζοντας να ακούσουμε τη Μάγια να διαβάζει τη ραψωδία Ν από την «Ιλιάδα», όταν την είχε σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο.
«Πάντα αυτό που θαύμαζα απεριόριστα στη Μάγια ήταν ο τρόπος που διάβαζε δημόσια. Ήταν ένα μείγμα από ετερόκλητα πράγματα που δεν χόρταινες να βλέπεις και να ακούς. Ταυτόχρονα σού περνούσε την ιστορία ξεκάθαρα. Ο τρόπος που διάβαζε τις προτάσεις είχε μια ροή απίστευτη. Ταυτόχρονα καταλάβαινες τις προθέσεις του συγγραφέα. Καταλάβαινες επίσης τη δική της άποψη για αυτό που διάβαζε. Ταυτόχρονα σου άφηνε χώρο για να μπορέσεις να χτίσεις τη δική σου σχέση με αυτό που ακούς, να το εισπράττεις χωρίς διαμεσολάβηση, αυτό μόνο εκείνη μπορούσε να το καταφέρει. Δεν ήταν μόνο ο ήχος, ήταν και η εικόνα της, ο τρόπος που κυλούσε το βλέμμα της από το χαρτί στα μάτια του θεατή. Ήταν μια υποδειγματική παράσταση το πώς μπορεί να διαβάζει ένα κείμενο δημόσια. Όταν διάβαζε ποίηση ήταν το ηχείο του χαρτιού που διάβαζε και το σεβόταν τόσο ώστε να ακούσεις τη φωνή του ποιητή», είπε.
«Η Μάγια ήταν σαν ένας μετεωρολογικός σταθμός άρτια εξοπλισμένος, πάντα έτοιμος να σου δώσει τι καιρό θα κάνει τις επόμενες μέρες, τις τάσεις του θεάτρου, των επόμενων ημερών, τις τάσεις του εμπορικού θεάτρου, είχε σφυγμομετρήσει με τελειότητα τα πάντα».
Όταν ακούγαμε τη Μάγια να διαβάζει την «Ιλιάδα», το θέατρο βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή σαν σε μυστική προσευχή. Η Μάγια ήταν εκεί, μαζί μας, ακούγαμε με τα κεφάλια σκυμμένα αυτήν τη βελούδινη και ατσάλινη μαζί φωνή που σκέπαζε για λίγο τα πάντα, να επικρατεί και να πλημμυρίζει τις καρδιές, τις λέξεις να ρέουν, πλήρεις νοημάτων. Θα θέλαμε να είναι ανάμεσά μας, παρούσα, έστω για λίγο και όχι μόνο μέσα μας. Αυτή είναι η σημασία του να είσαι η Μάγια Λυμπεροπούλου, το ανεξίτηλο πνευματικό χάδι και σημάδι που άφησε σε όλους όσοι τη γνώρισαν, σε όλους όσοι τη συνάντησαν έστω και μια φορά στη ζωή τους.
Ομήρου Ιλιάδα: Ραψωδία Ν - Μάγια Λυμπεροπούλου, Εθνικό Θέατρο
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0