«Τον νέο τον πείθεις χάρη στον τρόπο με τον οποίο υπάρχεις» έλεγε η Μάγια Λυμπεροπούλου, μία από τις πιο σπουδαίες ηθοποιούς που γνώρισε το μεταπολεμικό θέατρο στην Ελλάδα, από τις λίγες γυναίκες που διέπρεψαν στη σκηνοθεσία, σε ένα επάγγελμα σχεδόν αποκλειστικά αρσενικού γένους στην εποχή της, μια εξαιρετική μεταφράστρια, μια συναρπαστική δασκάλα – όσοι μαθήτευσαν δίπλα της, από το 1976, όταν άρχισε να διδάσκει στη Δραματική Σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά, αλλά και αυτοί που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τα σημαντικά, κορυφαία, θεατρικά σεμινάρια που έδινε μιλούν για τη μοναδική παρακαταθήκη που άφησε στο θέατρο.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου υπήρξε η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια και έγραψε ιστορία στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, όπου θήτευσε από το 1988 μέχρι το 1993, μετατρέποντας ένα περιφερειακό θέατρο της επαρχίας σε θέατρο ρεπερτορίου, στο πιο οργανωμένο και δραστήριο ΔΗΠΕΘΕ, δημιουργώντας ensemble, συμπράττοντας με τις πιο σημαντικές δυνάμεις του θεάτρου και φέρνοντάς το στην πρώτη γραμμή της θεατρικής επικαιρότητας.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου πέθανε στα ογδόντα ένα της χρόνια από έμφραγμα, «με έναν τρόπο που θα ήθελε, ανεξάρτητη, δυνατή, χωρίς να γίνει βάρος» λέει η Βίκυ Βολιώτη, ο πιο κοντινός της άνθρωπος, μαθήτρια, φίλη και συνομιλήτριά της μέχρι το τέλος.
Η Μάγια υπήρξε μια πολύ συνειδητοποιημένη προσωπικότητα μέσα στο θέατρο, με σταθερότητα στα «όχι» και στα «θέλω» της, πιστή στην έννοια του ρίσκου, που το θεωρούσε ποσοστό της τέχνης του θεάτρου, όπως και την αποτυχία, αλλά πάντα ανοιχτή σε όσα ανακάλυπτε καθημερινά στη διαδικασία της ώσμωσης με το σύνολο των ηθοποιών και των συντελεστών μιας παράστασης.
Η Μάγια μέχρι το τέλος διάβαζε, έγραφε – άφησε πλήθος σημειώσεων για ένα βιβλίο που δεν τελείωσε, υπάρχει μόνο ως πρωτόλειο, με μνήμες, το τι σήμαινε το Θέατρο Τέχνης από την αρχή μέχρι το τέλος του, με τις διαφορετικές περιόδους του, τον τρόπο με τον οποίο δούλευαν, τον Κουν και τη μέθοδό του, που ήταν αυτή που καθόρισε και την ίδια ως ηθοποιό
Μέχρι το τέλος ήταν φανατική καπνίστρια, φανατική του τένις –έβλεπε όλα τα παιχνίδια του Τσιτσιπά και ξετρελαινόταν– και φανατική ποδοσφαιρόφιλη. Παρομοίαζε το ποδόσφαιρο με το θέατρο, που δεν μπορούσε να το διανοηθεί αλλιώς παρά ως άθλημα ομαδικό, λέγοντας ότι, όπως μια ποδοσφαιρική ομάδα έχει ανάγκη όλους τους παίκτες, όχι μόνο εκείνον που θα βάλει το γκολ, έτσι ακριβώς είναι και το θέατρο. Αυτό οφείλεται κυρίως στις θεατρικές της καταβολές, στη θητεία της στο Θέατρο Τέχνης, στο οποίο έμεινε περισσότερο από μία δεκαετία μετά της αποφοίτησή της το 1959 –την ίδια χρονιά με τον Γιάννη Φέρτη, τη Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Μίμη Κουγιουμτζή– μέχρι το 1970, όταν αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι και να γίνει, όπως έλεγε, «επαγγελματίας θεατής». Αυτή η απόφαση της άνοιξε τους ορίζοντες, την έφερε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα και τη νέα γλώσσα του θεάτρου, ήταν αυτή που μεταμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε την τέχνη της, κάτι που μετέφερε στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στη δουλειά της, έναν τρόπο που αντανακλούσε έναν άνθρωπο πνευματικό, ανοιχτό στην πρόκληση, με γνώση, οξυδέρκεια και αντίληψη για τη γοητεία του αλλιώτικου που οφείλει να εκπέμπει το θέατρο.
«Η Μάγια δεν πίστευε ότι μπορεί να υπάρχει αλλιώς θέατρο, δεν πίστευε ποτέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, εξού και έπαιξε και δεύτερους και τρίτους ρόλους. Την ένοιαζαν οι συνεργασίες, η παράσταση και εμάς, ως ηθοποιούς, έτσι μας εκπαίδευσε να βλέπουμε το θέατρο, ομαδικά, γιατί έτσι μόνο μπορούμε να υπάρχουμε. Η Μάγια σού δημιουργούσε έναν κόσμο από τον οποίον μπορούσες να αντλήσεις, είχε αποκωδικοποιήσει κάποια πράγματα και σου τα έδινε πάρα πολύ ανάγλυφα, μπορούσε να σου λύσει ένα πρόβλημα με ένα τρικ, γιατί πίστευε πολύ στο θέμα της τεχνικής και της τσαγκαρικής, όπως την έλεγε, γιατί η δουλειά μας πίστευε ότι είναι και πολύ πρακτική, δεν είναι μόνο ένστικτο ή συναίσθημα αλλά έχει να κάνει και με τα τεχνικά σου εφόδια» λέει η Βίκυ Βολιώτη.
Η λεπτομέρεια, η αγάπη, το πάθος για τη λεπτομέρεια, ακόμα και η αυστηρότητα, στα οποία πίστευε, την έκαναν να πλάσει ρόλους συναρπαστικούς. Από την Κάθριν στο «Ξαφνικά πέρσι του καλοκαίρι» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, έναν ρόλο που έχρισε τη δευτεροετή σπουδάστρια της σχολής νέα πρωταγωνίστρια του Θεάτρου Τέχνης στα δεκαεννιά της χρόνια, με τη θεατρική Αθήνα να συζητά όχι μόνο για ένα μεγάλο ταλέντο αλλά και για μια καλλονή, την Αηδόνα των «Ορνίθων» (1962), την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου (1965), τη Λόττε Κόττε στο «Μεγάλο και Μικρό», σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης το 1980, την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» του Κουν το 1982 στην Επίδαυρο, τη Μαρί Γκάιλα στα «Θεϊκά Λόγια» του Ινκλάν το 1985 στο Θέατρο Τέχνης και την αλησμόνητη κυρία Περνέλ στον «Ταρτούφο» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη στο θέατρο Αμόρε το 1995, μέχρι τις «Δούλες» του Ζενέ σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή το 2005, όπου έδωσε ρεσιτάλ θεατρικής μεταμόρφωσης ως Κυρία, τη μαγνητική παρουσία της στις παραστάσεις του Νίκου Μαστοράκη «Άγγελοι στην Αμερική» (2010) και «Τριλογία του παραθερισμού» (2011) και του Γιάννη Χουβαρδά, τον «Θείο Βάνια» (2009) και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», τον τελευταίο θεατρικό της ρόλο, ακόμα και ως αφηγήτρια στον «Προμηθέα» του Μπομπ Γουίλσον, στο Μέγαρο Μουσικής, το 2008, όπου διάβαζε και τα ποιήματα του Καβάφη που ακούγονταν εμβόλιμα.
ΟΡΕΣΤΕΙΑ (1982) Θέατρο Τέχνης
Αν τη ρωτούσε κάποιος, δεν δίσταζε να απαντήσει ότι ο ρόλος που αγαπούσε περισσότερο από τους δεκάδες που έπαιξε ήταν στο «Μεγάλο και Μικρό», έναν ρόλο που έχει σφραγίσει με μια αξεπέραστη μέχρι σήμερα ερμηνεία. Η φωνή της, καθαρή, χαρακτηριστική, καλλιεργημένη, ακούγεται στη ραψωδία Ν της «Ιλιάδας» του Ομήρου, σε σκηνοθετική επιμέλεια Νίκου Χατζόπουλου, σε ζωντανή ηχογράφηση από το Εθνικό Θέατρο. Η Μάγια έπαιξε στον κινηματογράφο, δυστυχώς, πολύ λίγο, υποδύθηκε τη μητέρα του Καβάφη στην ομώνυμη ταινία του Σμαραγδή, γι' αυτό αξίζει να την ακούσετε στην «Ιλιάδα» ή να ψάξετε σε μερικές παλιές εκπομπές κάποια θραύσματα από τους ρόλους της.
Ομήρου «Ιλιάδα»: Ραψωδία Ν - Μάγια Λυμπεροπούλου, Εθνικό Θέατρο
Για τη Μάγια Λυμπεροπούλου θέατρο χωρίς περιέργεια και συλλογικότητα ήταν ένα θέατρο άσχημο και βαρετό. Η ίδια, με όχημα την ακόρεστη δίψα της για μάθηση και την αγάπη της για το θέατρο, με το οποίο είχε έρθει σε επαφή με τους καλύτερους όρους στο Pierce όπου φοίτησε, αποφάσισε να το σπουδάσει κρυφά, παράλληλα με τη νομική, με τον ίδιο τον Κουν να επεμβαίνει για να πείσει τους γονείς της να συνεχίσει. Και τα δυο κορίτσια της οικογένειας ακολούθησαν καλλιτεχνικούς δρόμους – η αδελφή της Νερίνα έγινε ζωγράφος, έφυγε από τη ζωή στα εξήντα ένα της χρόνια. Την περίοδο που ήταν στο Θέατρο Τέχνης παντρεύτηκε τον Γιώργο Λαζάνη, με τον οποίο χώρισαν λίγα χρόνια αργότερα. Γλωσσομαθής, πολύ πριν φτάσει στο Παρίσι ήταν ενημερωμένη γύρω από το θέατρο, χάρη στα αγγλικά περιοδικά θεάτρου που της έδινε ο Κάρολος Κουν.
«Θαύμαζε τη Μνουσκίν και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, με τη Μεταπολίτευση, ήθελε να της μοιάσει. Ήταν γεμάτη όνειρα: να κάνει ομάδα, έρευνα, να σκηνοθετήσει, να διδάξει, να πειραματιστεί, να παίξει, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι κυρίως ηθοποιός. Ίσως ήθελε να σκηνοθετήσει και στον κινηματογράφο, αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία. Τόλμησε, όμως, πολλά και μερικές φορές παράτολμα (ας θυμηθούμε την περιπέτεια του "Αεικίνητου"), ακόμα και λιγότερο φιλόδοξα σχέδιά της ήταν πιο μπροστά από την εποχή τους. Πολλά δεν ευδοκίμησαν. Είχε όμως και τεράστιες καλλιτεχνικές επιτυχίες και ως ηθοποιός, και ως σκηνοθέτης, και ως μεταφράστρια. Και, φυσικά, ως δασκάλα. Νομίζω ότι τον ρόλο της δασκάλας τον απολάμβανε. Και διεκδικούσε με τον τρόπο της από τους μαθητές της αγάπη και αφοσίωση. Όχι ως μητέρα, ως γυναίκα και ηθοποιός πιο έμπειρη. Ως αρχηγός μιας φυλής που ενωμένη βαδίζει στα τυφλά στα παρασκήνια, ψάχνοντας τη σκηνή. Και σταματάει πού και πού την έρευνα για να μιλήσει – η Μάγια, κυρίως αυτή, γιατί κανείς άλλος δεν μπορεί να τα πει καλύτερα» γράφει η Μαριτίνα Πάσσαρη.
Η Μάγια υπήρξε μια πολύ συνειδητοποιημένη προσωπικότητα μέσα στο θέατρο, με σταθερότητα στα «όχι» και τα «θέλω» της, πιστή στην έννοια του ρίσκου που το θεωρούσε ποσοστό της τέχνης του θεάτρου, όπως και την αποτυχία, αλλά πάντα ανοιχτή σε όσα ανακάλυπτε καθημερινά στη διαδικασία της ώσμωσης με το σύνολο των ηθοποιών και των συντελεστών μιας παράστασης. Με τη λαμπρή της προσωπικότητα επέβαλε σε όλους να σέβονται τη γυναικεία δημιουργία χωρίς σχόλια και αμφισβητήσεις, ήταν ισότιμη συνομιλήτρια των ανδρών ομοτέχνων της όσο λίγες άλλες πρωταγωνίστριες και σκηνοθέτριες.
«Η Μάγια ήξερε πολύ καλά τι θέλει και επέμενε σε αυτό. Υπήρξαν παραστάσεις στις οποίες ήταν απόλυτη και κάθετη και ανυποχώρητη σε αυτό που ήθελε και φανταζόταν και άλλες, στις οποίες ήταν πολύ πιο ανοιχτή. Είχε να κάνει πάντα με αυτό που ήθελε από το έργο, δεν ήταν ένας άνθρωπος η Μάγια, ούτε ήταν το ίδιο σε κάθε δουλειά. Είχε ισχυρή άποψη και στη δουλειά και στην προσωπική της ζωή, της έβγαζα το καπέλο για τον τρόπο με τον οποίο υπήρχε και στη δουλειά και στη ζωή» λέει η Βίκυ Βολιώτη.
«Υπέροχη ηθοποιός, μοναδική δασκάλα και τεράστιο μυαλό, με ευαίσθητες κεραίες για τη σφυγμομέτρηση κάθε εποχής στο θέατρο. Ανθρώπους με τη δική της συγκρότηση σπάνια βρίσκεις στη δουλειά μας.
Πάντα πρόθυμη να προσφέρει τη σκέψη και τον προβληματισμό της με στόχο την εξυγίανση και τον εξορθολογισμό του χαώδους θεατρικού τοπίου στην Ελλάδα. Η πολιτεία τη θυμόταν κάθε φορά που έφτιαχνε επιτροπές επί επιτροπών για τη θεατρική εκπαίδευση, για τον θεσμό των επιχορηγήσεων, για την περίφημη Ακαδημία Θεάτρου κ.λπ. Και η Μάγια ανταποκρινόταν. Κι αφού δούλευε συστηματικά και αφιλοκερδώς επί χρόνια στις επιτροπές για να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα, ερχόταν ο επόμενος υπουργός ή η επόμενη κυβέρνηση και πετούσε τα πορίσματα της όποιας επιτροπής στον κάλαθο αχρήστων.
Η πολιτεία τής χρωστάει, λοιπόν. Τα μαλλιοκέφαλά της. Κι εμείς της χρωστάμε. Όλοι», γράφει ο Νίκος Χατζόπουλος.
Το 2003, όταν έπαιξε στο «Βυσσινόκηπο» στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, είχε πει ότι με τον ρόλο της Λιουμπόβ αποχαιρετά τις ντάμες, λίγο αργότερα το ίδιο καλοκαίρι αποχαιρέτησε την Επίδαυρο, παίζοντας την Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Θέμη Μουμουλίδη με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Η πολυαναμενόμενη επιστροφή της στο Θέατρο Τέχνης δεν πραγματοποιήθηκε. «Αισθάνομαι ότι πρέπει να αρχίσω να αποχαιρετώ πράγματα και ήδη το κάνω με πλήρη συναίσθηση και δίχως ίχνος μελοδραματισμού. Το "δεν θα ξανακάνεις" το λέω και το εννοώ με όρους απόλαυσης, μιας απόλαυσης μεθυστικής για τους ηθοποιούς», έλεγε.
«Η Μάγια ήταν άνθρωπος ανυποχώρητος ως προς το αποτέλεσμα και αυτό της δημιουργούσε τρομερό στρες, δεν ήταν ποτέ χαλαρή και όταν ένιωσε ότι κουράζεται, προτίμησε να μείνει στο σπίτι της και να διαβάζει τα βιβλία της και τα νουάρ μυθιστορήματα που λάτρευε. Ήταν πολύ απαιτητική και από τον εαυτό της και από τους άλλους. Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένη που έκανε συνεργασίες με διαφορετικούς σκηνοθέτες, αλλά περισσότερο την ενθουσίαζε όταν έβλεπε στο Φεστιβάλ ξένες παραστάσεις, ήταν κάτι που την παραμύθιαζε, επέστρεφε με φοβερό ενθουσιασμό και κρατούσε σημειώσεις, έψαχνε για τους σκηνοθέτες, γι’ αυτές μίλαγε πολύ», λέει η Βίκυ Βολιώτη.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η Μάγια Λυμπεροπούλου έζησε όπως ήθελε, έκανε τη ζωή που ήθελε, ήταν ένας χορτάτος, ακέραιος άνθρωπος, μια διανοούμενη του ελληνικού θεάτρου που αγαπήθηκε πολύ, απόλαυσε τον σεβασμό και τον θαυμασμό όλων των ηθοποιών που τη γνώρισαν, την πίστη και την εμπιστοσύνη των μαθητών της, το θερμό και ειλικρινές χειροκρότημα του κοινού που την αποθέωσε και την ακολούθησε πιστά σε όλη τη διαδρομή της. Είναι κρίμα που σε μια χώρα διαρκώς φτωχή και στερημένη δεν υπάρχουν αρχεία για να τη γνωρίσουν οι νεότεροι και να μπορέσουν να ανατρέξουν σε ερμηνείες και διδασκαλίες, να γνωρίσουν τις θέσεις, τους προβληματισμούς και τις απόψεις για την τέχνη τους. Για όσους την έχουμε δει στο θέατρο ισχύει ότι οι ηθοποιοί δεν πεθαίνουν ποτέ. Θα έρχεται πάντα με αυτό το βελούδινο και πυρετικό βλέμμα, ακαταμάχητη, δυναμική, με ένα λευκό πουκάμισο, αεικίνητη και ενθουσιώδης, με ένα τσιγάρο στο χέρι, στο κέντρο μια σκηνής που τα φώτα της δεν θα σβήσουν ποτέ. Αντίο Μάγια, η συνάντησή μας μαζί σου άνοιξε μια πόρτα, διάπλατα, σε έναν κόσμο αφάνταστο.
Δείτε 15 σπάνιες φωτογραφίες από παραστάσεις της Μάγιας Λυμπεροπούλου στο Θέατρο Τέχνης
Η Μάγια Λυμπεροπούλου στην εκπομπή «Έστιν Ουν»