18.3.2013 | 01:16
Ακάτεχη ψυχή
Ξύπνησε αλλά δεν θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το κενό που νιώθει εδώ και πολύ καιρό αρχίζει να τον κυριεύει πάλι, όπως κάθε πρωινό. Το χέρι του φτάνει στο ύψος της καρδιάς του και ναι συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ακόμα το τρίτο μάτι. Αμέσως με ένα τίναγμα το αφήνει και το κρύβει ασυναίσθητα και γρήγορα κάτω από τη φανέλα του. Σηκώνεται με αφορμή της φευγαλέας σκέψης ότι αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να του συμβαίνει. Ακολουθεί πια τα βήματα ενός προκαθορισμένου καθημερινού προγράμματος. Τίποτα ουσιώδες, τίποτα ουσιαστικό. Κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη βλέπει έναν άνθρωπο χαμένο και άσχημο, έναν άνθρωπο χωρίς ουσία, χωρίς ενδιαφέροντα, έναν άνθρωπο άδειο, που όμως μέσα του βαθιά θέλει να γεμίσει με περιεχόμενο, με ουσία, με εμπειρίες. Η μέρα κυλά συμβατικά, ο αλγόριθμος της καθημερινότητας δεν αλλάζει, όλα γίνονται μηχανικά, όλα τα διακατέχει ο ορθολογισμός που πάντα του άρεσε να υπηρετεί. Το πρωί θα κάνει ότι ψάχνει για εργασία,το μεσημέρι θα κάτσει στο τραπέζι μαζί με τους ανθρώπους που τον έφεραν σε αυτόν τον κόσμο και έπειτα για το υπόλοιπο της ημέρας θα κάτσει μπροστά από μια οθόνη για να νιώσει με κάποιον περίεργο και μυστήριο τρόπο άνθρωπος. Έτσι ακολουθώντας πιστά το ημερήσιο πρόγραμμα φτάνει η ώρα του ύπνου που γι' αυτόν ισοδυναμεί με την ώρα των σκέψεων. Είναι η χειρότερη ώρα του προγράμματος, αλλά δεν μπορεί να το αποφύγει. Κανονικά θα έπρεπε να κάνει ανασκόπηση της ημέρας που πέρασε, αλλά κάθε νύχτα είναι σκέψεις των χρόνων που πέρασαν γρήγορα, χρόνια που δεν έζησε. Σκέφτεται πως οι μοναδικοί φίλοι που έχει είναι δύο, μα που βρίσκονται μακριά και του λείπουν τόσο πολύ. Όποιος άνθρωπος πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια από τη ζωή του δεν έφτανε στο επίπεδο εκείνων των μοναδικών φίλων και κάθε βράδυ παίρνει απόφαση να μην αφήσει άλλους ανθρώπους να μπουν στη ζωή του παρά μόνον όταν το αξίζουν. Έτσι απλά με αυτή τη γενική απόφαση αποδέχεται τη μοναξιά του. Μετά σκέφτεται πως ότι έκανε στη ζωή του το έκανε γιατί έπρεπε να το κάνει. Δεν κοίταξε ποτέ μέσα του να δει τι του αρέσει πραγματικά. Έκανε ότι του έλεγαν, ότι του πρόσταζε η λογική, ότι ήταν σωστό για να μπορεί να σταθεί ως "άνθρωπος". Κυριευμένος από τις σκέψεις του, προσπαθεί να κοιτάξει μέσα του να δει τι πραγματικά του αρέσει να κάνει αλλά πλέον δεν βρίσκει τίποτα, παρά μόνο ένα κενό, μια απέραντη έρημο χωρίς ζωή. Για να φύγει η σκέψη αυτή αποφασίζει, όπως και πριν, ότι πλέον είναι αργά και θα κάνει αυτό που του λέει η λογική, και ας είναι ανούσια γι'αυτόν. Όχι δεν έχει τελειώσει η νύχτα ακόμα, οι σκέψεις του έχουν ακόμα μια διαδρομή να κάνουν, μια διαδρομή που περνάει από το ύψος της καρδιάς από το τρίτο μάτι. Η μέρα που το ανακάλυψε ήταν καταστροφική. Όχι είπε θα το πολεμήσω γίνεται, έχω ακούσει ότι φεύγει και είναι απλώς παροδικό. Για χρόνια κράτησε ο πόλεμος της λογικής και του συναισθήματος, ο πόλεμος του τρίτου ματιού με τον αδύναμο εαυτό του. Άργησε να καταλάβει ότι ο πόλεμος αυτός ήταν ανούσιος γιατί δεν υπάρχουν πραγματικοί αντίπαλοι σε αυτόν τον πόλεμο. Μετανιώνει γι' αυτό που έκανε, αλλά πλέον είναι αργά. Όσο πολεμούσε δεν έζησε απολύτως τίποτα, δεν γνώρισε πραγματικά τον εαυτό του, δεν μίλησε σε κανέναν, δεν άγγιξε ποτέ άλλον άνθρωπο. Σκέφτεται ότι είναι η ώρα της απόφασης για να μπορέσει να κοιμηθεί επιτέλους. Δεν του αρέσει καμία από τις αποφάσεις που παίρνει αλλά αυτή πονάει περισσότερο. Είναι αργά, ποιος μπορεί να τον κοιτάξει μέσα στο τελείως άγνωρο τρίτο μάτι του, σκέφτεται. Και δίνοντας μια σφιχτή αγκαλιά στον εαυτό του αποφασίζει, έτσι απλά, ότι δε θα κάνει τίποτα γι' αυτό και θα το αφήσει στην τύχη, μια τύχη που ποτέ δεν ήταν με το μέρος του. Κουλουριασμένος μέσα στην αγκαλιά του εαυτού του και του Μορφέα το τρίτο μάτι δακρύζει, ένα δάκρυ μικρό αλλά που γεμίζει για λίγο τη ψυχή του.Bellend