19.5.2013 | 21:14
Απόψε, απόψε αποφάσισα να σε θυμηθώ...
Τα ρολόγια δείχνουν ακόμη τις δικές σου ώρες. Και να που ξημερώνει πάλι. Ένα ξεφτισμένο, μελαγχολικό γαλάζιο καθαρίζει τον ουρανό από το σκοτάδι. Είναι σαν το πρώτο εκείνο πρωινό που με βρήκε μακριά από εσένα. Κι αν δεν θυμάσαι, δεν πειράζει. Κάποτε ήμασταν μαζί. Ήσουν φίλη, έρωτας, αγάπη και τώρα έγινες μουσική, ανάμνηση. Ένα αλλιώτικο μεθύσι της καρδιάς. Κάποιες φορές, εύχομαι να ήμουν αεράκι. Θα τρύπωνα από τις χαραμάδες του παραθύρου σου και δειλά δειλά θ’ άγγιζα την καρδιά σου. Θα έκλεβα μερικά από τα πιο όμορφα χρώματά της,λίγο υλικό από τα όνειρά σου και θα έπλαθα ένα τριαντάφυλλο. Θα το ακουμπούσα στο μαξιλάρι σου να είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντικρίσουν τα μάτια σου όταν ξυπνήσεις: Την ομορφιά σου όπως τη βλέπω εγώ. Μέσα Νοέμβρη, φύλλα κιτρινισμένα, ξερά, δέντρα γυμνά. Μοναξιά. Μου λείπεις. Πόσο ξένη είναι η καθημερινότητα μακριά σου. Απόψε, απόψε αποφάσισα να σε θυμηθώ. Και να σε νιώσω. Να φέρω στο μυαλό μου τη μορφή σου έτσι όπως δεν τη θυμάται καμιά φωτογραφία. Να φανταστώ πως ξαπλώνεις δίπλα μου και σου χαϊδεύω τα μαλλιά. Όταν θα έκλεινες τα μάτια, το χέρι μου θα γλιστρούσε στο μάγουλό σου. Μόλις που θα ένιωθες το άγγιγμακι η στιγμή αυτή θα είναι το σημάδι πως η μέρα και οι ρυθμοί της τελείωσαν. Τραβήχτηκαν όλα στις κρυψώνες τους, να βγάλουν τον άλλον τους εαυτό. Κι έπειτα θα με κυρίευε εκείνη η γαλήνηκαθώς σε παρατηρώ που αποκοιμιέσαι κι ανασαίνεις ήρεμη. Το αίσθημα της ασφάλειας, πως όλα είναι καλά. Απόψε, όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου. Μα είναι κρύο το δωμάτιο. Κι εγώ, μια σπίθα μονάχη που δεν μπόρεσε τ’ όνειρο να ζεστάνει. Κι ότι με κρατάει εδώ, είναι μια ψεύτρα ελπίδα. Αλλάζω, λέει, σελίδα…