25.10.2014 | 20:43
Άτιτλο
Έχω πολύ καιρό να γράψω... Δεν έχω πια χρόνο. Αυτή η πόλη με κάποιον τρόπο ρουφάει και εξαφανίζει καθετί ανθρώπινο που έχει παραμείνει ξεχασμένο μέσα σου. Βρώμικα και άψυχα καφέ κτίρια. Άνθρωποι να τρέχουν πάνω-κάτω. Να προλάβουν να γεμίσουν την καθημερινότητά τους με αμέτρητες ώρες εργασίας σε κάποιο άψυχο γραφείο, με άσκοπες συνουσίες σε σώματα που δεν προλαβαίνεις να τα γευτείς, με βρώμικα μεθύσια και κενές συζητήσεις. Τρέχουμε. Και μαζί τρέχει και η ζωή. Και δεν προλαβαίνουμε γιατί έχουμε γεμάτες μέρες. Και ας παραμένουμε άδειοι. Και ας λείπει πάντα κάτι.Όχι, δεν παραπονιέμαι. Πάντα ήθελα να φύγω. Πάντα θέλω να φεύγω. Με εκνευρίζει η μονιμότητα, η δύναμη της συνήθειας που πάντα είναι ικανή να σε παρασύρει. Εκείνο το παράξενο αίσθημα του να ανήκεις κάπου... Εγώ δεν ανήκω πουθενά. Ποτέ δεν άνηκα χωρίς να το επιδιώκω. Απλά συνέβαινε. Σε άλλη χώρα γεννήθηκα. Σε άλλη μεγάλωσα. Σε άλλη ζω. Πάντα στο αλλού. Και βρέθηκα να μαθαίνω κάθε φορά να περπατώ από την αρχή. Μόνη. Να σέρνω μια βαριά βαλίτσα γεμάτη όνειρα. Να χτίζω, και να γκρεμίζω. Να χαλάω και να ξαναφτιάχνω. Βρέθηκα να πηγαίνω όπου με φυσάει ο άνεμος. Βρέθηκα να διαβάζω τις αλλαγές του καιρού. Και να συλλέγω αλήτικα χαμόγελα, νύχτες γιασεμί, στιγμές πολύχρωμες και αγγίγματα που γίνονται αιώνιες χαραγματιές. Που να τα στριμώξω μέσα μου όλα αυτά; Πού να τα χώσω ώστε να μην χαθούν στο χάος αυτής της πόλης; Έμαθα πολλά. Μα ακόμα δεν έχω μάθει τους ανθρώπους. Χαμένα βλέμματα. Αβέβαιο περπάτημα. Μην τους κοιτάξεις στα μάτια. Θα παραξενευτούν. Θα φοβηθούν. Θα στρέψουν το κεφάλι να αγναντέψουν το μαύρο των παπουτσιών τους ή τις οθόνες των έξυπνων συσκευών τους. Ίσως κάποιοι μπουν στον πειρασμό να σε κοιτάξουν φευγαλέα με την άκρη των ματιών τους. Και ίσως κάποιοι λίγοι, οι πιο τρελοί και οι πιο θαρραλέοι θα θελήσουν να αγγίξουν την ψυχή σου. Και φοβάμαι. Φοβάμαι ότι κάθε μέρα που περνάει γίνομαι σαν και αυτούς. Χάνω όσα έχω και ξεχνάω όσα ξέρω.Φοράω την μάσκα μου. Χαμογελάω. Χορεύω στα πάρτι. Χάνομαι ανάμεσά τους. Προσπερνώ πρόσωπα. Προσπερνώ ζωές. Και δεν θέλω. Δεν θέλω να γίνω ότι φοβάμαι. Έτσι, απλά για μια γαμημένη επιβίωση. Άλλο ένα Σαββατόβραδο. Σε μια πόλη με 8 εκατομμύρια κατοίκους. Μόνη. Και τι ζήτησα; Μόνο μια αγκαλιά που θα γίνει ο κόσμος μου όλος.