15.7.2014 | 10:40
Βροχή.
κατά τις 7 το πρωί ξύπνησα από τους κεραυνούς, ενώ απολάμβανα τον ήχο της δυνατής βροχής στην διπλανή λαμαρινένια στέγη. Δεν ήθελα να σηκωθώ. Δεν ήθελα να πάω στην δουλειά. Αισθανόμουν μια παράξενη γαλήνη, του ότι δεν έγινε και τίποτα. Και τίποτα να μη γίνει. Νόμιζα ότι η βροχή μου έλεγε , σήμερα δεν χρειάζεσαι. Κοιμήσου ξεκουράσου, γαλήνεψε. Η φύση σου δίνει ρεπό. Άσε το σημερινό φορτίο στους ώμους κάποιου άλλου. Τελικά μετά από μια ώρα ξύπνησα από τον επιτακτικό ήχο του κινητού, που πάνω από την βροχή και τους κεραυνούς, μου θύμησε ότι είμαι δέσμιος της καθημερινότητας. Δούλος σε πολλά αφεντικά. Ότι πρέπει να συνεχίσω να ρίχνω νερό σε ξένους μύλους. Και το κάνα. Ξύπνησα. Και μαζί με το άγχος της ρουτίνας της μέρας που το θερινό μπουρίνι δεν κατάφερε να σπάσει ήρθε και η σκέψη της συνημμένη, σαν αναγκαίο κακό. Καθημερινότητα, δουλειά και απώλεια, οι δεσμοφύλακες μου. Η βροχή και το όνειρο, το μικρό παράθυρο στο κελί μου.Θέλω να αποδράσω. Μάλλον όχι. Δεν θέλω. Ίσως η καθημερινή φυλακή της ρουτίνας να ναι η ασφάλεια μου. Τα δεσμά μου ίσως είναι αυτοδημιούργητα.