9.7.2013 | 13:19
Εποχή, με τσάκισες...
Μου λείπει το λάστιχο που έπαιζα και ποτέ δεν τα κατάφερνα όταν γινόταν πολύ λεπτό.Το κεραμίδι που έψαχνα στον κήπο για να χαράξω στο πλακάκι τους αριθμούς 1-10 για να παίξω κουτσό.Η φιλενάδα μου που με φώναζε από τις 5, μόλις είχα φάει.Τα παιδικά μου μπάνια.Η παιδική φροντίδα που είσεπραττα.Τα ξενύχτια για σοβαρές υποθέσεις, όπως το ποιο ρούχο θα βάλω στο μοναδικό πάρτυ του καλοκαιριού.Το απογευματινό παγωτό.Η ανεμελιά του αθώου μου μυαλού – ήταν πανίσχυρη, μόνο αυτή νικούσε την ασχήμια του κόσμου.Τα βρώμικά μου πόδια από το παιχνίδι.Οι κρυφές βόλτες στα διπλανά στενά.Τα κρυσφύγετα που χα με τα κορίτσια- με κανένα απ' αυτά δε μιλώ πια.Τα καθαρά ρούχα που έβαζα για να βρωμίσω.Η Μάνα που που τα πλενε συνεχώς.Η αθωότητά μου.Ο παππούς και η γιαγιά.Ο Θείος Τάκης νέος.Η κούνια μέχρι τελικής πτώσεως.Η Μάνα που ήταν νέα.Η ψυχική μου υγεία.Τα όνειρα που έκανα, νομίζοντας ότι είμαι κάποια ξεχωριστή που θα γίνω τρανή όταν μεγαλώσω.Τα μπόλικα ρούχα, ακαλαίσθητα, μα τόσο άνετα για παιχνίδι- δε μ' ένοιαζε κιόλας.Η φέτα καρπουζιού που έτρωγα με κουτάλι και ένιωθα να πίνω τους χυμούς της ζωής.Η θάλασσα που έπαιζα μαζί της- δε με βάραινε, δε με μελαγχολούσε.Τα ατελείωτα παιχνίδια.Η θέληση για ζωή, χωρίς λόγο, έτσι, γιατί ήθελα.Η παρέα, οι φίλοι. Τα αγόρια ανταγωνιστές, πάντα είχαμε μπουγελοπόλεμο.Χτύπαγα τα γόνατά μου τρέχοντας να μη με φτάσουν.Εκείνο το παχουλό, άκομψο, κλειστό κοριτσάκι που όμως είχε χαρά μέσα του, είχε ζωή.Τα κοκκαλάκια μήλα στα μαλλιά που μου πιαναν την κοτσίδα.Δεν αντέχω άλλο την κατάθλιψη - παλεύω διαρκώς και όλο βουλιάζω.