3.2.2013 | 04:31
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μη βιαστείς να με ερωτευτείς γιατί δεν έχω να σου δώσω πολλά.Όχι άκουσε με δε σου λέω ψέματα.Έιναι η αλήθεια που πονάει,που πληγώνει αλλά δεν μπορώ να της αντισταθώ.Όχι άκουσε με δεν μπορείς να με βοηθήσεις.Το μόνο που σου ζητάω είναι να με αφήσεις να γευτώ λίγη από τη μαγεία σου και ως αντάλαγμα θα σου αφηγηθώ την ιστορία μου αν και πιστεύω πως την έχεις ακούσει αμέτρητες φορές.Πριν από πολύ καιρό ξεκίΝησα μόνη μου το δικό μου ταξίδι με μια πολύχρωμη βαλίτσα γεμάτη ζωγραφισμένα όνειρα.Πετούσα πάνω από τη θάλασσα μα φοβόμουν να πάω πιο ψηλά.Δε με ένοιαζε όμως καθώς απολάμβανα την αίσθηση της ελευθερίας.Ναι τότε ήμουν χαρούμενη με λόγια που δεν μπορώ να σου περιγράψω.Ο χρόνος κυλούσε αδιάκοπα και διψούσα να ζήσω μια καινούρια εμπειρία.Έτσι βλέπεις είναι η φύση του ανθρώπου,να μην αρκείται στα λίγα.Προσευχόμουν μέσα μου για μία συντροφΙά που θα ήταν ικανή να διώξει τη πλήξη που ένιωθα.Μια μέρα ενώ τριγύριζα άσκοπα,αντίκρυσα τη μορφή ενός αγοριού που έμοιαζε με άγγελο.Η ομορφιά του με μάγεψε και του εκμυστηρεύθηκα όλους μου τους φοβους,τις ελπίδες και τα όνειρα μου.Εκείνος χαμογέλασε και με παρακάλεσε να πετάξουμε μαζί πιο ψηλά στον ουρανό.Στην αρχή αντιστάθηκα αλλά τα λόγια του έκρυβαν τόση δύναμη μέσα τους που με παρέσυραν σε έναν αγνωστο μέχρι τότε κόσμο.Έτσι αποβάλλοντας όλους του ενδοιασμούς μου,πέταξα ψηλα.Για ένα λεπτό πίστεψα πως η ευτυχιά που ένιωθα θα ήταν παντοτινή.Είχα αφεθεί ολοκληρωτικά πάνω του,όταν άρχισα να νιώθω το χέρι του να γλιστράει μέσα από το δικό μου.Ενστικτωδώς το έσφιξα ανοίγοντας παραλληλα τα μάτια μου θέλοντας να του δείξω πόσο ανάγκη τον είχα.Το βλέμμα όμως που αντίκρισα δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο το αθώο αγόρι που είχα γνωρίσει.Έκρυβε μέσα του δειλία και φόβο.Του φώναξα πως και εγώ το ίδιο ένιωθα και ότι είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλον για να διαβούμε το μονοπάτι που ονομάζεται ζωή.Αδιαφόρησε για τα λόγια μου και καθώς απομακρυνόταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν ένα δειλό συγνώμη.Τα μάτια μου έτσουζαν και τα ένιωθα υγρά.Σταγόνες σκούρες κύλησαν στο άσπρο φορεμά μου και το έβαψαν κόκκινο.Το χρώμα του πόνου.Εκείνος έφυγε και εγώ έμεινα να στέκω μόνη μου στον απέραντο γαλάζιο αναπολώντας τις στιγμές που μου χάρισε.Πετουσα χαμένη στις σκέψεις μου και δίχως να το συνειδητοποιήσω βρέθηκα μπλεγμένη στα δίχτυα του ήλιου,Τα φτερά μου άρχισαν να καίγονται.Θυμωμένη φώναξα πως ήταν άδικο να μου κλέψει τη μοναδική πηγή ευτυχίας που μου απέμεινε.Το βλέμμα του ήταν θλιμμένο και τα λόγια του ακόμη πιο θλιβερά.-Δεν ανήκεις πια στο κόσμο των ονείρων.Σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η αθωότητα και η αδωλότητα.Η καρδιά σου ράγισε και ποτέ δεν θα είναι όπως πριν.Όλα θα αλλάξουν γιατί εσύ άλλαξες.Θα είσαι καχύποπτη και επιφυλακτική..Δεν άντεχα όσα μου έλεγε και άρχισα να διαμαρτύρομαι πως και εκείνο το αγόρι ήταν ίδιο με μένα αλλά δεν του έκλεψε τα φτερά του.Το γέλιο του ήταν ανατριχιαστικό.-Μα ακόμα δεν κατάλαβες.Δεν είχε ποτέ του φτερά.Εσύ θέλησες να τα δεις και τα είδες.Σε εκμεταλλεύτηκε για να ζήσει μόνο μια στιγμή στο κόσμο που του πρόσφερε χαρά και ξεγνοιασιά αλλά όσο ανέβαινε στον ουρανό δεν μπορούσε να αντέξει την ομορφιά και το φως ενός παραμυθένιου κόσμου γιατί μέσα του επικρατεί σκοτάδι.Έκρυψα το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου και έκλαιγα απελπισμένα.Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε μέχρι να συνέλθω,Το μόνο που ήξερα ήταν πως βρισκόμουν γονατισμένη στο έδαφος και άφηνα το σκοτάδι να με κυριεύει.Δεν ήθελα και ούτε είχα τη δύναμη να αντισταθώ.Όσο η ψυχή μου σκοτείνιαζε τόσο ο πόνος απομακρυνόταν.Ένιωθα μουδιασμένη και παραδομένη στην ελευθερία που μου προσέφερε το σκοτάδι.Η φωνή του ήλιου αντήχησε μέσα μου για μια τελευταία φορά.Προσπάθησε να το πολεμήσεις όσο έχεις χρόνο.Αν δεν το κάνεις θα γίνεις ίδια με εκείνο το αγόρι.Αν όμως τα καταφέρεις μπορεί κάποτε να αποκτήσεις ξανά τα φτερά σου.Έτσι και εγώ αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του.Όχι ακουσέ με.Δεν θέλω να σου κλεψω τα φτερά σου μόνο να μου χαρίσεις λιγη από τη μαγεία σου και ίσως κάπου κάποτε ξανα πιστέψω στην ομορφία του κόσμου και πετάξω και εγώ ψηλά.