12.8.2014 | 11:03
Και ύστερα
Πήρε την απόφαση και πήγε να τον βρει.Τον ήξερε μόνο τρεις μέρες. Τρεις μέρες που της έδωσαν ξανά ανάσα. Το σεντόνι μέσα στο οποίο βρισκόταν, το είχε αρπάξει με τα χέρια του και το σήκωνε ψηλά για να ξαναδεί τον ήλιο. Είχε ανοίξει τα παράθυρα και της έδειχνε να κοιτάξει έξω. Τα μάτια της πονούσαν και δεν ήθελε να ξανακάνει το ίδιο λάθος. Να κοιτάξει κατευθείαν τον ήλιο, πονούσε και στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα. Το είχε κάνει πολλές φορές. Την προκάλεσε να το κάνει. Δυο, τρεις φορές. Γύρισε και ακολούθησε τον ήχο της φωνής του. Είχε σταθεί ακριβώς μπροστά στο παράθυρο. Δεν μπορούσε να τον δει όμως επέμενε να κρατά ανοιχτά τα μάτια της μέχρι να συνηθίσουν στο φως του ήλιου. Πονούσε. Αλλά ήθελε να ξανά δει. Σιγά σιγά τον είδε να της χαμογελάει. Είχε όμορφο χαμόγελο και μάτια που εξέπεμπαν αγάπη για ζωή. Προσπάθησε να σηκωθεί να πάει κοντά του. Δεν τα κατάφερε. Δεν πήγε να την βοηθήσει. Της χαμογέλασε, άφησε το παράθυρο ανοιχτό, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.Έμεινε στο κρεβάτι της αρκετή ώρα. Κοιτάζοντας το παράθυρο και όχι την πόρτα. Είχαν περάσει 5 χρόνια. 5 χρόνια που το σώμα της το μυαλό της και η ψυχή της αγαπούσαν έναν άνθρωπο. Ή πίστευε ότι αγαπούσε. Δεν πίστευε ότι θα ξανά ένιωθε έτσι για κανέναν. Δεν ήθελε να ξανά νιώσει έτσι για κανένα. Σηκώθηκε αργά και πήγε προς το παράθυρο. Κοίταξε έξω και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο φρέσκος αέρας που μπήκε στο σώμα της, της φάνηκε βαρύς στην αρχή και δυσβάσταχτος Ξανά προσπάθησε. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που άνοιξε το παράθυρο. Αρνιόταν. Δεν ήθελε να έχει επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.Τον έχασε.