24.11.2014 | 19:39
μόνιμο κενό
Ανέκαθεν υπήρξα «στρατιώτης». «Στρατιώτης» στις υποχρεώσεις μου, «στρατιώτης» στις επιθυμίες των άλλων, «στρατιώτης» στο σχολείο και γενικότερα σε οτιδήποτε έχω ασχοληθεί στη ζωή μου κι απαίτησε την πλήρη και ουσιαστική αφοσίωσή μου. Έχω υπάρξει ο ιδανικός «εργάτης», αν θέλεις. Ωστόσο, από μικρή ηλικία με θυμάμαι εξαιρετικά μελαγχολική και σκεπτική, σχεδόν αγέλαστη. Ξεφυλλίζοντας φωτογραφικά album, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει κανείς ότι οι φωτογραφίες στις οποίες χαμογελάω με την ψυχή μου μετριούνται στα δάχτυλα ενός χεριού. Στην περίοδο των παιδικών μου χρόνων δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει ποτέ «όχι». Μονίμως «ναι». Ακολουθούσα με ευλάβεια το πρόγραμμα της καθημερινότητάς μου, που είχαν σχεδιάσει οι γονείς μου για εμένα και δεν παραπονιόμουν ποτέ. Δεν ξέρω εάν μου άρεσε το πρόγραμμα ή όχι, πάντως το ακολουθούσα. Ξύπνημα, πρωινό, ντύσιμο, σχολείο, σπίτι, μεσημεριανό, διάβασμα μέχρι αργά το απόγευμα κι ύστερα κρεβάτι κι ύπνος. Κι αυτή ήταν η ζωή μου, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι παιδικές παρέες κι αφέλειες. Με αγαπούσαν όλοι, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, οι δάσκαλοί μου, όμως όχι εγώ. Μεγαλώνοντας, αντί να αρχίζω να κόβω δεσμούς και να προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου, γινόμουν όλο και περισσότερο πειθήνια κι άβουλη. Δεν είχα προσωπική γνώμη. Έκανα ό,τι μου έλεγαν οι άλλοι, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίρρηση, χωρίς να δείχνω την αγανάκτησή μου. Σαν να μη με ένοιαζε το αύριο. Σαν να είχα ήδη παραιτηθεί από τη ζωή. Γυμνάσιο. Ο τόπος κι ο χρόνος που άλλαξε τη ζωή μου. Χλευασμοί, βρισιές, καζούρα, δούλεμα, κακολογίες. Μπήκα απότομα σε ένα κλίμα που δε μου άρεσε καθόλου. Γνώρισα άσχημα την αλλαγή από το δημοτικό στο πολυαναμενόμενο γυμνάσιο. Ωστόσο, δεν ξέρω πως τα κατάφερα και μέσα στην τόση κακία κατάφερα κι έκανα φιλίες, όσες το δυνατόν περισσότερες μπόρεσα. Όχι ουσιαστικές, αλλά κι αυτές μου έκαναν. Και μέσα από τη γνωριμία μου με νέα πρόσωπα, μέσα από τις νέες γνώσεις μου ,δεν ξέρω πώς, αλλά κάτι άλλαξε μέσα μου. Ξαφνικά αποζητούσα την προσωπική μου ελευθερία. Μα όσο κι αν την κυνηγούσα τόσο αυτή απομακρυνόταν από εμένα. Και πλέον το πρόβλημα δεν ήταν η καταπίεση του σχεδιασμένου από άλλους καθημερινού προγράμματός μου. Όχι. Πλέον ήταν το δικό μου το μυαλό. Ήμουν δέσμια της σκέψης μου πλέον. Κάτι είχε αλλάξει μέσα μου ,όπως είπα, αλλά όχι προς το καλύτερο. Και κάπου εκεί είναι που αντιμετωπίζω το πρόβλημα της ανορεξίας. 2 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μου ,που όσο κι αν προσπαθήσω δεν θα τα πάρω ποτέ πίσω. 2 χρόνια βυθισμένη στην θλίψη και το άγχος του να μην παχύνω. Ανασφάλεια, έλλειψη αυτοπεποίθησης, μοναξιά κι ένα ψεύτικο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό μου, σχεδόν αποπνικτικό. Τέλος πάντων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το ξεπέρασα. Υγιής πλέον. Σωματικά. Λύκειο πια. «Ευκαιρία για μια καινούρια αρχή» σκεφτόμουν κι ήθελα να’ξερα τι ακριβώς είχα στο κεφάλι μου για να πιστέψω κάτι τέτοιο. Νέες φιλίες, ουσιαστικές αυτή τη φορά. Ή έτσι τουλάχιστον πίστευα. Οι φίλοι μου, που έπιναν νερό στο όνομά μου, γιατί ,όπως οι ίδιοι έλεγαν, λάτρευαν τον αυθορμητισμό μου, το χιούμορ και την αυθεντικότητά μου με προδίδουν. Κι όχι μόνο με προδίδουν, αλλά φροντίζουν να με κάνουν ρεζίλι οπουδήποτε μπορούν. Για μια ακόμη φορά, βρίσκομαι μόνη μου και χαμένη στις σκέψεις μου. Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου, κι όσο κι αν προσπάθησα να βρω το λόγο που θα με πρόδιδαν άνθρωποι στους οποίους υπήρξα ντόμπρα, δεν τα κατάφερα. Αυτή τη φορά μου είναι δύσκολο να ξεπεράσω το γεγονός. Στεναχώρια και πάλι στεναχώρια. Και ξαφνικά, ακμή. Δεν ξέρω καν πώς να εκφράσω αυτό το πράγμα που ένιωθα μέσα μου εκείνη την περίοδο, πάντως σίγουρα οι λέξεις που θα μπορούσαν να το περιγράψουν ,στο περίπου, είναι ο πόνος ,η απελπισία κι η ανασφάλεια. Ξεκινάω φαρμακευτική αγωγή και μετά από καιρό η ακμή βελτιώνεται. Ωστόσο το κενό που μου δημιούργησαν οι τέως φίλοι μου, δεν καλύπτεται ούτε με αγωγές, ούτε με βόλτες, ούτε με ποτό, ούτε με τίποτα. Πλέον τα διαλείμματά μου στο λύκειο τα περνάω με την κατά ένα χρόνο μικρότερη αδερφή μου και την παρέα της. Εκεί γνωρίζω την Αθανασία. Η Αθανασία φάνηκε από την αρχή να θέλει να κάνει παρέα μαζί μου, ωστόσο ,προσφάτως πληγωμένη εγώ από φίλους, κρατούσα τις αποστάσεις μου. Ήμουν απόμακρη και παρόλο τα πασιφανή προβλήματα εμπιστοσύνης που είχα, η Αθανασία επέμεινε για την παρέα μου και δεν κώλωνε πουθενά. Μετά από καιρό ,χωρίς καν να το καταλάβω, έχω μία νέα κολλητή. Κι εγώ, μαζί με την αδερφή μου και την Αθανασία, αρχίζω να ανθίζω. Κάνω την επανάστασή μου. Επανακτώ τη δύναμή μου, οπλίζομαι ξανά με το χιούμορ μου και ξαναβρίσκω τον τσαμπουκά μου. Τρίτη λυκείου. Έχει ξεκινήσει αυτή η τραγική χρονιά και με πιάνω να μην έχω κανένα απολύτως στόχο για καμία σχολή. Η χρονιά περνάει κι εγώ μαζί με τις φίλες μου το μόνο που κάνουμε είναι βόλτες, βόλτες, βόλτες. Σαν να προσπαθώ να αναπληρώσω το χαμένο χρόνο από τη ζωή μου. Πειραματίζομαι, κάνω καινούρια πράγματα, αποκτώ εμπειρίες. Ωστόσο, παρακολουθώ τη χρονιά να περνά κι εγώ να μένω πίσω στην ύλη. Ένας μήνας πριν τις εξετάσεις :λιώνω στο διάβασμα και καλύπτω την ύλη της χρονιάς. Κουτσά – στραβά περνάω στο τμήμα Φιλολογίας σε ένα Πανεπιστήμιο στην επαρχία. Φιλολογία, χμ. Μία σχολή που δε με πληροί. Τέλος πάντων. Θα δω με τον καιρό τι θα γίνει και μ’ αυτό. Κάθομαι ,λοιπόν, τώρα και σκέφτομαι και καταλήγω στο ότι οτιδήποτε κι αν κάνω στη ζωή μου ,δεν μου είναι ποτέ αρκετό. Έχω ένα μόνιμο κενό μέσα μου και δεν μπορώ να βρω τρόπο να το καλύψω. Έχω μια ενδόμυχη θλίψη κι όσο κι αν προσπαθώ να την αποβάλλω ή ,τουλάχιστον, να την ερμηνεύσω κάπως, δεν μπορώ. Κι έρχομαι στην πικρή συνειδητοποίηση ότι το χαμόγελό μου δεν είναι τόσο αληθινό όσο θα ήθελα να είναι. Ίσως τελικά εκείνη η συναισθηματική καταπίεση που ένιωσα στα παιδικά μου χρόνια να είναι προτιμότερη από την θλίψη της ενήλικης ζωής. Γιατί τουλάχιστον τότε ήξερα τι μου έφταιγε, τώρα όμως ένας θεός ξέρει τι μου φταίει.