ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
10.4.2012 | 16:59

πάνω σε ψηλή ραχούλα

Βγήκα χθες με ένα σωρό καλούς φίλους, μια συνάντηση μάλλον τυχαία, οκτώ άνθρωποι κι εγώ, σωστό πάρτυ δηλαδή. Πάντα ένιωθα μόνος στις μεγάλες συναθροίσεις, αλλά χθες ένιωσα λίγο πιο μόνος από τις άλλες φορές και δεν ξέρω αν ήταν η θέση μου στο μέσον του ζυγού αριθμού (ένας φίλος μου έλεγε πως υπάρχουν μονάχα ζυγοί αριθμοί: ακόμα κι όταν είναι μονοί, είναι ζυγοί, είναι απλώς αυτό το ρημαδιακό το ένα που περισσεύει, έτσι την είχε δει, του την έσπαγαν οι μονοί αριθμοί, τι να πεις) ή ότι έπρεπε να κάνω και το διαιτητή σε μια διχασμένη συζήτηση, στην οποία μου την πέσαν όλοι μαζί ή ότι έπρεπε συνεχώς να χαμογελάω και να είμαι σε εγρήγορση γιατί όταν δεν ήμουν, βροχή τα γιατί είσαι έτσι, θαρρείς και είμαστε στο λύκειο ή ότι ήμουν κουρασμένος και με ζάλιζε η βαβούρα ή ότι είμαι ένας εγωιστικός μαλάκας και όταν δεν έχω την αποκλειστικότητα και την αποδοχή που θέλω συσπειρώνομαι και βγάζω δόντια και στρέφομαι εναντίον μου και εναντίον όλων. Πάντως, δεν επικοινωνούσα με κανέναν και στην πραγματικότητα, κανένας δεν επικοινωνούσε με κανέναν κι ένιωθα να σπρώχνομαι κατευθείαν στο στομάχι από μια μυστήρια φυσική δύναμη σε κάποια μαύρη τρύπα στο υπερπέραν, από όπου το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μάτια παρακαλεστικά κι απορημένα και στόματα που ανοιγοκλείνουν βουβά σαν του ιχθύος: να τους στείλω όλους σπίτια τους, να κάτσω να πιω ένα σκασμό ουίσκυ μόνος μου, να μη μιλάω σε κανένα και να μη μιλάει κανένας γύρω μου κι ας μη μου ξαναμιλήσει ποτέ κανείς, στον πούτσο μου λουλούδια. Αυτό θέλω. Την έχω ψωνίσει που όλοι μου βάζουν δύσκολα, έτσι, σαν από χόμπι. Θαρρείς και από τότε που άρχισα να δουλεύω άρθηκαν μεμιάς όλα όσα μας ενώνουν και βρεθήκαμε απέναντι: οι άλλοι έχουν κάθε δικαίωμα να μου τη λένε κανονικά κι εγώ είμαι υποχρεωμένος να απολογούμαι. Ναι, είναι το ετήσιο στάδιο που θέλω να με προσέχουν και να με αγαπάνε και να μου ανάβουν το θερμοσίφωνο και να βρίσκω τη ζεστή κοτόσουπα με το πιπέρι να αχνίζει στο τραπέζι και ο ήλιος να μου χαϊδεύει το κεφάλι και τα ρούχα να μυρίζουν μανούλα και όλα να είναι φρέσκα και ανέγγιχτα και δικά μου, είναι κακό αυτό; Βαρέθηκα να μαζεύω τα σωθικά μου απ'τα πατώματα και γλιστράνε τα ρημάδια, έχω αυτή τη μπετονόπλακα καθισμένη στο στέρνο, κολλημένος στον τοίχο με το μπλάστη στο καρύδι, να βαράω προσοχές στους κωλόμπατσους της ζωής μου και της ζωής γενικά κι άμα πεις στο φίλο ότι είσαι κουρέλι που έχεις ενός μήνα σαββατοκύριακα γραμμένα στην καρέκλα του γραφείου και παίρνεις δουλειά για το σπίτι, που μετά τη βλέπεις στον ύπνο σου, γιατί στο γραφείο αλλάζουν τους υπαλλήλους σαν τα πουκάμισα, να μη μιλάς σου λέει, γιατί τουλάχιστον πληρώνεσαι.Το να μην πληρώνεσαι είναι μεγάλη μαλακία και μπορεί πραγματικά να σου γαμήσει τη ζωή -η έλλειψη κινήτρου, η αδυναμία αυτοπροσδιορισμού, η αφασία, όλα αυτά, το ξέρω, χθες εκεί ήμουν, αλλά, πως έγινε και από τότε που βρήκα δουλειά έχασα το δικαίωμά μου στο ζόρι δεν το κατάλαβα. Τι πρέπει δηλαδή να μου συμβαίνει για να διεκδικώ το τέλος του παραλογισμού, την ανατροπή του δυσανάλογου, την ηρεμία μου στο φινάλε, που έβγαλα δυο δερματικά και καινούριες ρυτίδες μέσα σε λιγότερο από δίμηνο και γιατί όταν βρήκα την καινούρια δουλειά δε χάρηκε κανείς; Ντρεπόμουν να λέω το μισθό μου ολόκληρο (750€) και τον έριχνα λίγο, όταν πήρα στο χέρι τον πρώτο μου, γαμήθηκα να δίνω δανεικά και να τσοντάρω στους λογαριασμούς από τα σπίτια επειδή ‘έλα ρε μαλάκα, πιο συχνά κάνω μπάνιο σπίτι σου παρά στο δικό μου’, που είναι ψέμα και το ξέραμε όλοι, αλλά κανείς δεν αναρωτήθηκε πως γίνεται, ούτε όταν έκανα μετά δυο βδομάδες να βγω από το σπίτι γιατί τελειώσαν τα λεφτά. Το πιάνω. Θα ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι, αν ακόμα ήμουν άνεργος και μπορούσαμε να γκρινιάζουμε παρέα, όπως εγώ, που μετά τη σχολή έπρεπε να πιάσω κατευθείαν δουλειά και χαιρόμουν κρυφά, όταν οι φίλοι που είχαν φύγει για γκλαμ μεταπτυχιακά σε γκλαμ ευρωπαϊκές πόλεις μου έλεγαν πόσο απαίσια περνούσαν και πόσο τους έλειπε η πόλη και οι υπόλοιποι τους έκραζαν πίσω από την πλάτη τους ότι είναι αχάριστοι, απροσάρμοστοι και το μεταπτυχιακό τους μια πίπα και μισή. Και έτσι, δεν είναι ότι δεν το καταλαβαίνω το θέμα, αντιθέτως. Αλλά να πα να γαμηθεί. Δεν προκαλώ κανέναν. Χρειάζομαι όπως όλοι μια στο τόσο λίγη προδέρμ και κάποιον που να δώσει βάση στο γεγονός ότι προσπαθώ πολύ ή έστω, ένα διφορούμενο χαμόγελο. Και αυτός ο κάποιος περιμένεις, λογικά, να είναι ο φίλος. Ιδίως όταν γνωρίζει καλά ότι σιχαίνεσαι τη δουλειά που κάνεις, αλλά έχεις ανάγκη τα φράγκα και δε μπορείς να το κουνήσεις ρούπι, ενώ το μόνο που θέλεις είναι να τα γράψεις όλα στ’ αρχίδια σου και να παίζεις φλογέρα στα πρόβατα και στα 60 που θα αρχίσεις να ανησυχείς για ασφάλειες και σπίτια με τοίχους και τα αγαπημένα χέρια που θα σε σηκώσουν, δεν θα χαθεί ο κόσμος, κάτι θα βρεθεί ή κι άμα δε βρεθεί, μπορεί να την κάνεις από καμιά ανθισμένη ραχούλα κι όλα να τελειώσουν ήσυχα κι ωραία, θα δείξει.
 
 
 
 

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Scroll to top icon