14.11.2015 | 14:33
Παρίσι, ώρα μηδέν.
Μια παρέα νεαρών αποφασίζει να βγει για φαγητό, να γιορτάσουν τα νέα τους πτυχία.Οι ώρες περνούν, οι φίλοι είναι σύσσωμοι μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι και γελούν. Η ευτυχία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους γιατί τώρα ξεκινάει η ζωή τους. Τώρα θα βγουν στον κόσμο, ολοκληρωμένοι, γεμάτοι και θα αφήσουν το σημάδι τους.Ένας εκκωφαντικός κρότος τους ταράζει, τα χαμόγελα τους σβήνουν και ένας μετά τον άλλο πέφτουν στο πάτωμα, όποιο ίχνος της ευτυχίας τους είχε παραμείνει, τώρα σβήνει καθώς το φως φεύγει από τα λαμπρά μάτια τους.Πίσω από το όπλο, βρίσκεται ο Φανατισμός. Λυσσασμένος και εξαγριωμένος συνεχίζει να πατάει την σκανδάλη μέχρι που το εστιατόριο σιωπά. Το πάτωμα βάφεται με το αίμα της Ελπίδας.Παράλληλα, οι άνθρωποι του Παρισιού τρέπονται σε φυγή, ψάχνουν καταφύγιο σε σπίτια φίλων ή απλών αγνώστων γιατί ο Φανατισμός δεν έχει ένα πρόσωπο. Δεν έχει ένα σώμα. Είναι σκορπισμένος, η λύσσα του αρκετή για να θρέψει πολλά σώματα.Και η Ελπίδα σκίζεται, καίγεται και κατακρεουργείται.Αλλά καθώς η σιωπή καλύπτει το Παρίσι, ένα σιγανό μουρμουρητό φαίνεται να σηκώνεται. Και σαν κύμα, ο άνεμος το πάει και το φέρνει, το σκορπίζει σε κάθε γειτονιά, κάθε σκοτεινή γωνιά της πόλης.Είναι η Ελπίδα. Η Ελπίδα που όλοι μαζί, φίλοι, κολλητοί, γνωστοί και άγνωστοι, περιθάλπουν. Την πήραν μαζί τους καθώς έτρεχαν να κρυφτούν και τώρα, μέσα σε κάθε διαμέρισμα και σπίτι, το μουρμουρητό φαίνεται εκκωφαντικό. Σιγά σιγά, καταφέρνει να σιγάσει τους πυροβολισμούς, τις σειρήνες και τις φωνές.Ο Φανατισμός έχασε. Πάντα θα χάνει. Γιατί για κάθε σώμα που εκείνος κατακτά, θα υπάρχουν πάντα εκατοντάδες άλλα, από όλες τις μεριές του πλανήτη που η Ελπίδα θα έχει πάρει με το μέρος της.