όπως βρίκες τον διακοπτη για να ανάψη την πρώτη φορά, τώρα έχεις μάθει να το κάνεις απλά πιστεψε το και μην βοφάσαι γτ ο τολμηρός νικά αλλιώς ή μένεις στο σκοτάδι ή προχωράς μπροστά για να γίνεις καλύτερος.
6.6.2016 | 00:25
σας γράφω από το μπουντρουμάκι μου..
πριν λίγο έσβησε το τελευταίο φως.Τη γνώρισα μέσα από τα λόγια της την Α. δεν την είδα ποτέ μου. τη γνώρισα γιατί το αποφάσισαν οι χημείες μας. οι γραφικές μας χημείες. της άρεσε μια τρέλα μου, κάτι που είχα γράψει κάπου ανώνυμα, μία πράγματι ειλικρινής τρέλα. όσο τη γνώρισα λοιπόν, ήταν μέσα από τα μηνύματά της. σιγά το πράγμα θα μου πείτε, και τι έγινε; τόσος κόσμος στέλνει μηνύματα. πολλά περνάνε αδιάβαστα, άλλα διαγράφονται, τα περισσότερα δεν λένε και πολλά. ούτε και τα δικά μας λέγανε πολλά. έλεγαν όσα χρειαζόντουσαν. έλεγαν την ιστορία δυο ψυχών που γυροφέρνουν στο σκοτάδι, με τα φαναράκια τους, και προσπαθούν να μείνουν μακριά από τις παγίδες. είναι προσεκτικές μέσα στο σκοτάδι που τους περιβάλει γιατί έχουν χτυπήσει και οι δύο στο παρελθόν κι έχουν πληγωθεί, και γνωρίζουν πως είναι δύσκολο να ξανασηκωθούν μέσα στη νύχτα. ελπίζουν σε έναν κοινό προορισμό αλλά δεν ξέρουν πώς να φτάσουν εκεί, που να πατήσουν.Η Α. είχε λίγο απ όλα. είχε λίγο μυστήριο, λίγη τρέλα που πάσχιζα να καταλάβω μέσα στις γραμμές της αλλά δεν τα κατάφερνα πάντα. αλλά μου άρεσε αυτό. ήταν τόσο όσο έπρεπε. ήταν σωστή, κυρία. φαινόταν να είχε όλες τις οδηγίες για το πώς να συνδυάσει την κομψότητα της ημέρας με την παρόρμηση της νύχτας. είχε μέσα της μια καλά κρυμμένη αφέλεια κι ελπίδα, και μια λιγότερο κρυμμένη καλοσύνη και ευγένεια. και όποτε ανακάλυπτα μια κρυμμένη πτυχή της, ένιωθα λίγο σα να έβρισκα έναν μικρό θησαυρό. εθιζόμουν στα μηνύματά της με παράλογο ρυθμό. τα περίμενα και τα διάβαζα με χαμόγελο και προσμονή. ήταν λες και ξυπνούσα σε κάποια παλιά Χριστούγεννα κι άνοιγα το δώρο μου κάτω από το τζάκι. σα να ζούσα δυο ζωές για λίγο. εκείνες τις στιγμές που τη διάβαζα, η μουντή, δυσκίνητη πραγματικότητα παρέδιδε τα ηνία σε μια ανέμελη, χαζή ελπίδα. δεν ήταν μόνο αυτά που είχαμε πει. ήταν αυτά που μπορούσαμε να φανταστούμε. γιατί αυτά τα λίγα που είχαμε χτίσει -με τα μηνύματά μας-, έμοιαζαν τόσο γερά και ειλικρινή σαν θεμέλια, που φανταζόμασταν ουρανοξύστες ολόκληρους μέσα στην αφέλεια και την ελπίδα μας. και το μυαλό μας έκανε άλματα για να φτάσει να δει το φως της ευτυχίας.Αλλά υπήρχαν εμπόδια στο μονοπάτι μας. μα ήθελα τόσο πολύ να τα γκρεμίσω. να τρέξω με τα αδύναμα πόδια μου, να τα περάσω, να βοηθήσω κι εκείνη, να ανέβουμε μαζί. μα ήταν πληγωμένη βαθιά, και η δυσκολία του μονοπατιού ήταν ασήκωτη στους ώμους της, με το χτυπημένο πόδι της. κι εγώ ήμουν μακριά. προσπαθούσα να τρέξω και να φωνάξω μες στο σκοτάδι αλλά οι φωνές μου δεν την έφταναν, και το φαναράκι μου δεν φώτιζε αρκετά δυνατά για να με δει. και ένιωθα πως έχει πέσει σε κάποιο εμπόδιο, κι όλες μου οι προσπάθειες πήγαιναν στράφι. Και μια νύχτα που φύσαγε και το φαναράκι μου τρεμόσβηνε, φοβόμουν πως δεν θα τη βρω ποτέ. μα σαν άρχισε να σκοτεινιάζει γύρω μου, τα μάτια μου συνήθισαν, και άρχισαν να βλέπουν στο σκοτάδι. και στο βάθος φάνηκε ένα φως, ασάλευτο, χαμηλό. ήταν εκείνη. είχε κουραστεί, είχε πέσει στο έδαφος. δάκρυζα από χαρά και λύπη, άρχισα να τρέχω στα τυφλά. φώναζα το όνομά της, της έλεγα να περιμένει, της έλεγα πως την βλέπω. πως είμαι κοντά, πως πλησιάζω. μα εκείνη δεν γνώριζε τη φωνή μου, και δεν έβλεπε την όψη μου. ήταν μόνη της στο σκοτάδι, πεσμένη στο έδαφος, χτυπημένη κι απροστάτευτη. και φοβόταν, τα φαντάσματα του παρελθόντος. κι όσο έτρεχα και γκρεμοτσακιζόμουνα, τόσο την έσκιαζαν οι θόρυβοι και οι κραυγές μου. κι έβλεπα τα μάτια της να φοβούνται κι ένιωθα την ψυχή της να σφίγγεται. και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να την πείσω να περιμένει, να την πείσω πως είμαι εγώ, και πως θέλω να φτιάξουμε μαζί ουρανοξύστες και να πετάξουμε στους ουρανούς.πριν λίγο έσβησε το τελευταίο φως, το έσβησε εκείνη..
2