Mια μαύρη παραδαρμένη κάλτσα στο ένα ποδαράκι και στο άλλο, ένα ξεχαρβαλωμένο αθλητικό, χωρίς κορδόνια... Είναι νωρίς το πρωί στο λιμάνι Μαλαγαρίου Σάμου και το 7χρονο αγοράκι, μόλις έχει ξυπνήσει. Σκληρό το «στρώμα» από χαρτόκουτο, τριγύρω του σκουπίδια, νάιλον σακούλες με ρούχα και κάποια έγγραφα. Πίσω του, στα κιγκλιδώματα, απλωμένα τα βρεγμένα από το νυχτερινό θαλασσινό «ταξίδι», ρούχα όλης της οικογένειας. Καθισμένος στη γη δίπλα του, ο πατέρας. Κοιτάζει με ανήσυχο μάτι την εθελοντική ομάδα των «Friendly Humans» που πλησιάζουν με τεράστιες τσάντες γεμάτες τρόφιμα και σακίδια με γάλα, στους ώμους. Σαντουιτσάκι, ένα ποτήρι γάλα, φρούτα, μια μπάρα δημητριακών, προσφέρονται.
Το προσφυγόπουλο ανοίγει διάπλατα τα μάτια, μα δεν απλώνει το χέρι. Φοβάται μήπως όλο αυτό το ονειρεύεται; Δεν έχει καταλάβει πως μπορεί να τα πάρει; Άγνωστο. «Halib?» το ρωτά με γλυκό χαμόγελο η Σαμιώτισσα εθελόντρια. Ο μικρός, συγκατανεύει με το κεφάλι. Απλώνει ντροπαλά το χέρι... κι ύστερα κοιτάζει πίσω, εκεί που οι μαντηλοδεμένες γυναίκες κάθονται σε κάτι λερά ξύλινα σανίδια, σε υποτυπώδη σκιά, με ένα σωρό μωρά στην αγκαλιά. «Ηalib? Ηalib bebe?...» ζητάει γάλα και για το αδερφάκι του. Μόνο όταν παρακολουθώντας με το βλέμμα την ομάδα να κατευθύνεται και προς τα εκεί, για να προσφέρει σε βρέφη και παιδιά το πρώτο γεύμα της μέρας, αποφασίζει να αγγίξει το πρωινό του. Η πρώιμη υπευθυνότητα των αποδιωγμένων; Η ανάγκη επιβίωσης και προστασίας των ασθενέστερων σε συνθήκες πολέμου; Κανείς δε θα μάθει ποτέ, γιατί αυτό το εμφανώς καταπονημένο αγοράκι από τη Συρία, ήθελε προτού φάει το ίδιο, να εξασφαλίσει γάλα για το μωρό της οικογένειας.
Δεν ξέρει κανείς, πόσο ασφυκτική ήταν η κατάσταση στο λιμάνι της Μυτιλήνης την προηγούμενη εβδομάδα, με χιλιάδες ξεσπιτωμένους από την πατρίδα τους ανθρώπους, να περιμένουν τα πλοία. Τις εντάσεις, το φόβο της εγκατάλειψης, τη ψυχολογία του πλήθους.
Δεν φτάνουν οι κάμερες και τα ρεπορτάζ για να καταγράψουν την ένδεια, την πείνα, την απόγνωση.
Δεν μπορεί κανείς να συλλάβει το μέγεθος της ανθρώπινης εξαθλίωσης, αν δε το ζήσει στα ακριτικά μας νησιά. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει για τους 130 περίπου Αγαθονησιώτες, να φτάνουν καθημερινά στο νησί τους, υπερτριπλάσιοι πρόσφυγες πολέμου. Να μη φτάνει το νερό της γεώτρησης μήτε για τις ανάγκες των ίδιων και να έχουν να φροντίσουν και τόσους διψασμένους ανθρώπους. Να μην υπάρχει ένα σκιασμένο μέρος για τα γυναικόπαιδα...
Δεν ξέρει κανείς, πόσο ασφυκτική ήταν η κατάσταση στο λιμάνι της Μυτιλήνης την προηγούμενη εβδομάδα, με χιλιάδες ξεσπιτωμένους από την πατρίδα τους ανθρώπους, να περιμένουν τα πλοία. Τις εντάσεις, το φόβο της εγκατάλειψης, τη ψυχολογία του πλήθους.
Δεν φτάνουν οι κάμερες και τα ρεπορτάζ για να καταγράψουν την ένδεια, την πείνα, την απόγνωση. Μήτε τον αριθμό εκείνων που χάνονται, επιβιβαζόμενοι σε βάρκες-πλωτά φέρετρα. Ούτε πόσο σκληρό είναι αυτό για κακοπληρωμένους και ολιγάριθμους λιμενικούς, αστυνομικούς και πυροσβέστες που εκτός από το έργο της πρωινής καταγραφής και ταυτοποίησης, έχουν και το νυχτερινό: του εντοπισμού, της διάσωσης, των απεγκλωβισμών. Πόσες φορές βάζουν χρήματα «ρεφενέ» για λίγα μπουκάλια νερό στους διψασμένους. Πότε δακρύζουν, όταν αντί για διασωζόμενους, βρίσκουν σορούς. Κι αν στο κάθε παιδάκι από τη Συρία που κλαίει και φοβάται, βλέπουν το πρόσωπο του παιδιού τους...
Στη Σάμο, ένα μήνα τώρα οι εθελοντές «friendly humans» κάθε πρωί μοιράζουν 300 περίπου τοστάκια, γάλα, φρούτα, δημητριακά αλλά και είδη πρώτης ανάγκης στα μικρά παιδιά, χάρη στην αρωγή επαγγελματιών αλλά και απλών πολιτών που είτε τα φτιάχνουν με δικά τους έξοδα, είτε τα προσφέρουν... Σαμιώτισσες μανάδες μαζεύουν -μαζί με τα παιδιά τους- ό,τι μικρό παιχνίδι υπάρχει και δεν υπάρχει στο σπίτι. Όχι τα "άχρηστα" αλλά τα χρηστικά και πολυαγαπημένα. Ρούχα φρεσκοπλυμένα, παπούτσια, κουβερτούλες παιδικές.
Ένας μικρός χνουδωτός αρκούδος έγινε ο καλύτερος φίλος ενός μαυρομάτικου θλιμμένου 3χρονου αγοριού. Ο κατακίτρινος Τουίτι, είναι πια μαξιλαράκι για τη μικρή Ράϊσα και μια γοργόνα, κολυμπάει στην αγκαλιά της ντροπαλής Αμέλ. Δεν έχει σημασία ποιά Σαμιώτισσα μαμά "διδάσκει" με αυτή την ανιδιοτελή προσφορά, την αλληλεγγύη. Έχει όμως σημασία να μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα την έμπρακτη άρνηση στο ρατσισμό και τη ξενοφοβία.
Ο γιατρός των προσφύγων, ξεγελά το κλάμα των μικρών παιδιών με μια καραμέλα και των μανάδων την ανησυχία, με ένα χαμόγελο. Η Ελληνική Ομάδα Διάσωσης Σάμου είναι κάθε νύχτα στις βραχώδεις ακτές και κάθε μέρα, στα φαράγγια. Οι εθελοντές αυτοδύτες βάζουν καύσιμα στο σκάφος από τη τσέπη τους και προστρέχουν σε βοήθεια. Η αγανάκτηση και η οργή που αναβλύζουν μέσα μας, φαντάζει στα μάτια των ισχυρών της γης ως παρωχημένα τσιτάτα κατά του πολέμου.
Πίσω, στα κιγκλιδώματα του λιμανιού στο Μαλαγάρι, μια σφιχτομαντηλοδεμένη μάνα που θα ναι δε θα ναι 16 χρονών, κρατά στην αγκαλιά της ένα εξαμηνίτικο βρέφος με το προσωπάκι του κατακόκκινο από ηλιακό έγκαυμα. Η ανάγκη σε καπελάκια παιδικά, βρεφικά γάλατα, πάνες και παπούτσια, διαρκής. Halib, εθελοντισμός και ανθρωπιά, δε φτάνουν να καλύψουν την έλλειψη ευρωπαϊκής αλλά και διεθνούς στρατηγικής για τη μετανάστευση και την προσφυγιά. Τα «φτηνά εργατικά χέρια» εκ Συρίας, ακολουθούν τα «φτηνά Ελληνικά μυαλά» που αναζήτησαν επιβίωση κι ελπίδα, στον πλούσιο βορρά. Για να γίνουν ίσως... βορά.
σχόλια