Κυριακή 10 Ιουλίου
την εβδομάδα που μας πέρασε…
…στις 5 Αυγούστου του 1397 (περίπου) γεννιέται ο
Guillaume Dufay [Γκιγιόμ Ντυφέ]
Beersel (το πιθανότερο), Βέλγιο 5 Αυγούστου 1397(περίπου) – Cambrai, Β.Γαλλία 27 Νοεμβρίου 1474
Γαλλοφλαμανδός συνθέτης της Αναγέννησης, υπήρξε η ηγετική μουσική φυσιογνωμία του 15ου αιώνα. Τέκνο εκτός γάμου ενός αγνώστου ιερέα και της Marie Dufay, καταστάθηκε από πολύ νωρίς με τη μητέρα του στο Cambrai της Β.Γαλλίας. Εντάχθηκε στο σχολείο του Καθεδρικού Ναού του Cambrai, όπου έλαβε και τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Σύντομα έγιναν εμφανή τα μουσικά του χαρίσματα τραβώντας την προσοχή των δασκάλων του, οι οποίοι φρόντισαν να του παρέχουν μια πιο ολοκληρωμένη μουσική κατάρτιση. Έτσι το 1409 (σε ηλικία περίπου 12 ετών) εντάσσεται στη χορωδία του Ναού, όπου και παραμένει ως χορωδός και μαθητής μέχρι το 1420. Από εκεί κι έπειτα η ζωή του εκτυλίσσεται ακολουθώντας τη χαρακτηριστική κινητικότητα των γαλλοφλαμανδών μουσικών.
Ο Dufay ήταν ίσως ο πιο πολυταξιδεμένος συνθέτης της εποχής του. Μέσα σε διάστημα 54 ετών έκανε πολυάριθμα μακρινά ή κοντινά ταξίδια, διαμένοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε διάφορες πόλεις και θέσεις. Αρχικά για 6 χρόνια (1420-26) εργάστηκε στην υπηρεσία του Carlo Malatesta, άρχοντα του Ρίμινι. Το 1427 χειροτονείται ιερέας στη Μπολόνια. Μεταξύ άλλων υπηρετεί δύο φορές στο παπικό παρεκκλήσι, πρώτα στη Ρώμη (1428-33) και αργότερα στη Φλωρεντία και τη Μπολόνια (1435-37) κατά τη διάρκεια της εξορίας του πάπα Ευγένιου του Δ΄. Η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη και πλέον δέχεται πλείστες παραγγελίες για έργα από οικογένειες ευγενών όπως για παράδειγμα από τον οίκο των Έστε της Φεράρας.
Μετά από μια πολύ μακριά διαδρομή γεμάτη μουσική, ταξίδια, τιμητικές διακρίσεις και καθολική αναγνώριση τόσο από τους συναδέλφους του μουσικούς όσο κι από κοσμικούς άρχοντες και ανώτερους κληρικούς, ο Dufay από το 1446 περίπου μέχρι το τέλος του πολύπραγου βίου του εγκαθίσταται οριστικά στο Cambrai κάνοντας πλέον μόνο μικρά και κοντινά ταξίδια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του λαμβάνει τη θέση του εφημέριου του Καθεδρικού Ναού του Cambrai. Για το θάνατό του συνέθεσαν πένθιμα έργα οι επίσης διακεκριμένοι συνθέτες της εποχής Johannes Ockeghem και Antoine Busnois.
Σχεδόν 200 έργα του σώζονται σε εκατοντάδες χειρόγραφα που χρονολογούνται από το 1420 έως τις αρχές του 16ου αιώνα και βρίσκονται διασπαρμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη –από την Ισπανία μέχρι την Πολωνία και από την Ιταλία μέχρι τη Σκωτία– επιβεβαιώνοντας τη φήμη και τη δημοτικότητά του ως συνθέτη. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται 84 τραγούδια, 8 πλήρεις Λειτουργίες, 13 ισορρυθμικά μοτέτα, και πολυάριθμες μελοποιήσεις ύμνων, μεμονωμένα αποσπάσματα Λειτουργιών, και έργα προς τιμήν της Παναγίας, διαφόρων αγίων και θρησκευτικών εορτών.
"Ave Maris Stella" - Guillaume Dufay
Guillaume Dufay - Flos florum
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο έργο του Guillaume Dufay υπάρχουν τρείς σαφείς ελληνικές αναφορές. Τρία σημαντικά γεγονότα της χριστιανικής ανατολής υπήρξαν η αφορμή για τη σύνθεση ισάριθμων μοτέτων:
- το 1421 συνθέτει το μοτέτο Vasilissa ergo gaude (Therefore rejoice, princess) επί τη ευκαιρία των γάμων του Θεοδώρου Β΄ Παλαιολόγου, γιού του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, με την Κλεόφη Μαλατέστα, γόνου του ισχυρού ιταλικού οίκου των Μαλατέστα.
Guillame Dufay: Vasilissa ergo gaude
- το 1426 για το μοτέτο Apostolo glorioso αφορμή είναι τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα.
Dufay: Apostolo Glorioso
- τέλος το 1453 (ή 1454) ο Dufay συνθέτει το μοτέτο Lamentatio sanctae matris ecclesiae Constantinopolitanae (Lament of the Holy Mother Church of Constantinople). Πρόκειται για έναν θρήνο για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το 1453, ο οποίος εκτός της καλλιτεχνικής του αξίας, είναι και ένας ικανός δείκτης του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η πτώση της Κωνσταντινούπολής από τη χριστιανική Δύση.
Guillaume Dufay - Lamentatio sanctae matris ecclesiae Constantinopolitanae
Εξαιτίας της βυζαντινής προέλευσης της θεματολογίας τους, τα τρία αυτά έργα συχνά αποκαλούνται τα «βυζαντινά μοτέτα» του Dufay.
====
…στις 7 Αυγούστου 1912
γίνεται στη Μόσχα η πρεμιέρα του Κοντσέρτο για Πιάνο αρ.1 σε Ρε ύφεση μείζονα op.10 του Sergey Prokofiev, [Σεργκέι Προκόφιεφ] με σολίστ τον ίδιο τον συνθέτη και υπό τη διεύθυνση του Konstantin Saradzhev. Ο Prokofiev αφιέρωσε το έργο αυτό στον δάσκαλο του Nikolai Tcherepnin.
Το Κοντσέρτο για Πιάνο αρ.1 φαινομενικά παραβιάζει την παραδοσιακή τριμερή μορφή του Κοντσέρτο καθώς αποτελείται από ένα μόνο μέρος, του οποίου ωστόσο η εσωτερική δομή χωρίζεται ευδιάκριτα σε τρία μέρη [γρήγορο-αργό-γρήγορο]. Είναι το συντομότερο από τα 5 ολοκληρωμένα Κοντσέρτι για Πιάνο του Prokofiev. Ως συνθέτης, ο Prokofiev συνήθιζε να αιφνιδιάζει το ακροατήριο με τα έργα του, και το Κοντσέρτο για Πιάνο αρ.1 δεν αποκλίνει από αυτή την τάση του: η ανορθόδοξη μεταχείριση του μελωδικού και αρμονικού υλικού, καθώς και η επιθετική –σχεδόν κρουστή– προσέγγιση του ρυθμού, ήταν αρκετά για να ταρακουνήσουν τον κοινό των αρχών του 20ου αιώνα.
Δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα, το 1914 ο Prokofiev συμμετείχε με το έργο αυτό στο διαγωνισμό εκτέλεσης του πιάνο, του Ωδείου της Αγίας Πετρούπολης, όπου η επιτροπή με επικεφαλής τον Alexander Glazunov, του απένειμε το βραβείο «Anton Rubinstein» για τις πιανιστικές του δεξιότητες.
Prokofiev, Piano Concerto no.1 / Martha Argerich & Alexandre Rabinovitch
O Sergey Prokofiev (Sontsovka, Ουκρανία, 1891 – Μόσχα, 1953) ήταν ρώσος συνθέτης και πιανίστας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως συνθέτης ενώ ήταν ακόμη σπουδαστής στο ωδείο, επενδύοντας έτσι συχνά στη βαθειά του γνώση επί της ρωσικής ρομαντικής παράδοσης –παρόλο που συχνά την εξωθούσε στην υπερβολή αν όχι στην καρικατούρα– πριν εξοικειωθεί και αρχίσει να συνεισφέρει στον μοντερνισμό της 2ης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
Όπως πολλοί συμπατριώτες του καλλιτέχνες, έτσι και ο Prokofiev έφυγε από τη χώρα του αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ήταν ωστόσο ο μοναδικός που επέστρεψε, σχεδόν 20 χρόνια αργότερα. Οι στέρεες βάσεις του στη ρωσική παράδοση και ο νεοκλασικισμός, του έδωσαν τη δυνατότητα να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο Σοβιετικό πολιτισμό, στου οποίου τις απαιτήσεις για πολιτικοποίηση, χρηστικότητα και απλότητα ανταποκρίθηκε με εκπληκτική δημιουργικότητα.
Όμως στα τελευταία χρόνια της ζωής του η κρατική ενθάρρυνση μετατρέπεται σε δίωξη και κατά συνέπεια η μουσική του υπόσταση κλονίζεται σημαντικά. Θλιβερή ειρωνεία ήταν το γεγονός ότι ο Prokofiev δεν μπόρεσε να γευτεί το καλλιτεχνικό κλίμα στη Ρωσία μετά τον θάνατο του Στάλιν, καθώς και οι δύο πέθαναν την ίδια μέρα [με την είδηση του θανάτου του Στάλιν να επισκιάζει –σχεδόν να «εξαφανίζει»– εκείνη του Prokofiev!]. Παρόλ’ αυτά ανεξάρτητα από τις πολιτικές συνθήκες ο Prokofiev στέκεται στην πρώτη γραμμή της ρωσικής μουσικής δημιουργίας του 20ου αιώνα.
Στα πρώτα δημιουργικά του χρόνια επιχείρησε σκόπιμα να σοκάρει το ακροατήριο με τη λαμπερή και σχεδόν ανατριχιαστική μουσική του δεξιοτεχνία. Όμως μετά τα 30 το μουσικό του στυλ ωρίμασε και άφησε τη μελωδικότητα, το ρυθμικό σφρίγος, τη γοητεία και το έξυπνο χιούμορ της μουσικής του γλώσσας να αναλάβουν την εδραίωση της φήμης του και να καταστήσουν τη μουσική του δημοφιλή και ανθεκτική στο χρόνο.
===
…και τέλος σαν σήμερα, στις 10 Αυγούστου του 1865 γεννιέται ο
Aleksandr Glazunov [Αλεξάντρ Γκλαζούνοφ]
Αγία Πετρούπολη, 10 Αυγούστου 1865 – Παρίσι, 21 Μαρτίου 1936
Ρώσος συνθέτης. Ο πατέρας του ήταν εκδότης βιβλίων και η μητέρα του πιανίστα. Προικισμένος με εξαιρετικό μουσικό αυτί και μνήμη, άρχισε να μελετά πιάνο στην ηλικία των 9 και να συνθέτει στην ηλικία των 11. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν Nikolai Elenkovsky. Σε ηλικία 14 ετών συναντά τον Mily Balakirev, ο οποίος του συστήνει τον Nikolai Rimsky-Korsakov ως καθηγητή σύνθεσης. Τα μαθήματα με τον καινούριο του δάσκαλο διήρκεσαν λιγότερο από δύο χρόνια καθώς ο ίδιος ο Rimsky-Korsakov περιέγραφε ότι ο μαθητής του προχωρούσε «όχι από μέρα σε μέρα αλλά από ώρα σε ώρα». Ωστόσο παρόλη τη διαφορά ηλικίας (ο Rimsky-Korsakov ήταν τότε 37 ετών), μια δυνατή φιλιά αναπτύχθηκε ανάμεσα στον μαθητή και το δάσκαλο.
Στα 16 του χρόνια ο Glazunov ολοκληρώνει την πρώτη του Συμφωνία, της οποίας η επιτυχημένη πρεμιέρα γίνεται στις 29 Μαρτίου 1882 υπό τη διεύθυνση του Balakirev. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους εκτελείται και το πρώτο του Κουαρτέτο εγχόρδων.
Glazunov - Symphony No. 1
Το 1884 ταξιδεύει στη δυτική Ευρώπη. Στη Βαϊμάρη συναντά τον Franz Liszt, ενώ πραγματοποιείται και μια συναυλία στην οποία εκτελείται η πρώτη του Συμφωνία. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Alexander Borodin το 1887, ο Glazunov αναλαμβάνει μαζί με τον Rimsky-Korsakov τη συμπλήρωση και επιμέλεια των ημιτελών του έργων. Το 1888 –23 ετών– κάνει το ντεμπούτο του στη διεύθυνση ορχήστρας, μια τέχνη που αγαπούσε πολύ, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να κατακτήσει πλήρως.
Ενώ έχαιρε ήδη διεθνούς αναγνώρισης, την περίοδο 1890-1891 βιώνει μια δημιουργική κρίση από την οποία ωστόσο σύντομα αναδεικνύεται μια νέα ωριμότητα: κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890 ολοκληρώνει τρεις Συμφωνίες, δύο κουαρτέτα εγχόρδων, και το επιτυχημένο μπαλέτο του, Raymonda (1896-7).
Glazunov, Raymonda
[μια αναβίωση της πρωτότυπης χορογραφίας του Marius Petipa από τον Sergei Vikharev για το θέατρο La Scala του Milano]
[μέρος 1ο]
[μέρος 2ο]
[μέρος 3ο]
Το 1899 ο Glazunov διορίζεται καθηγητής και το 1905 διευθυντής στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, με το οποίο θα παραμείνει συνδεδεμένος για περίπου 30 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας του εργάστηκε ασταμάτητα για τη βελτίωση του προγράμματος σπουδών, για την αναβάθμιση του επιπέδου τόσο του διδακτικού προσωπικού όσο και των σπουδαστών, ενώ υπερασπίστηκε σθεναρά την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του Ωδείου. Ανάμεσα στις καινοτομίες του συγκαταλέγονται η δημιουργία μιας αίθουσας όπερας και η οργάνωση της σπουδαστικής φιλαρμονικής ορχήστρας. Έδειξε δε μεγάλη ευαισθησία για τους άπορους σπουδαστές, τους οποίους περιέβαλε με σχεδόν πατρικό ενδιαφέρον (όπως για παράδειγμα τον Dmitri Shostakovich). Στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους εξέταζε προσωπικά εκατοντάδες σπουδαστές και σημείωνε σύντομα σχόλια για το καθένα.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 εγκαθιστά μια καλή σχέση συνεργασίας με το νέο καθεστώς, που του επιτρέπει να συνεχίσει το τεράστιο έργο του. Παρόλ’ αυτά δεν άργησαν οι τριβές εντός του Ωδείου και οι προσωπικές επιθέσεις, γεγονός που του δημιούργησε μεγάλη πικρία και σχεδόν απροθυμία για συνέχιση του έργου του εκεί. Έτσι κουρασμένος από τις αντιπαραθέσεις, χαιρετίζει με ανακούφιση την ευκαιρία να φύγει στο εξωτερικό το 1928.
Τα πρώτα χρόνια της θητείας του ως διευθυντής στο Ωδείο συμπίπτουν και με το αποκορύφωμα της δημιουργικότητας του. Μερικά από τα αριστουργήματα αυτής της περιόδου είναι το Κοντσέρτο για Βιολί και η Συμφωνία αρ.8.
Glazunov - Violin Concerto / Hilary Hahn, Semyon Bychkov, WDR Symphony
Aleksandr Glazunov: Symphony no.8 op.83
Όπως όλοι οι Ρώσοι έτσι και ο Glazunov υπέστη αρκετές στερήσεις κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και στα κατοπινά χρόνια του εμφυλίου. Όμως παρ’ όλες τις δυσκολίες παρέμεινε ενεργός: διηύθυνε συναυλίες σε εργοστάσια, λέσχες και στρατόπεδα του Κόκκινου Στρατού. Το 1922 ανακηρύχτηκε «Καλλιτέχνης της Δημοκρατίας του Λαού» (προς τιμήν της 40ης επετείου του ως συνθέτη). Σημαντικό ρόλο έπαιξε δε το 1927 στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Beethoven τόσο ως ομιλητής όσο και ως αρχιμουσικός.
Από το 1928 έως το 1931 διεύθυνε συναυλίες σε ολόκληρη την Ευρώπη: ξεκινώντας από τη Βιέννη όπου εκπροσώπησε τη Σοβιετική Ένωση στην επέτειο των 100 χρόνων από το θάνατο του Franz Schubert, επέκτεινε την απουσία του από τη Ρωσία επισκεπτόμενος την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ.
Το 1932 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται σοβαρά [εξαιτίας κυρίως του αλκοολισμού από τον οποίο υπέφερε για περισσότερα από 15 χρόνια] και εγκαθίσταται στο Παρίσι με τη σύζυγό του Ol'ga Gavrilova και υιοθετημένη κόρη τους και πιανίστα Yelena Gavrilova (η οποία με το όνομα Yelena Glazunov, εμφανιζόταν συχνά ως σολίστ σε κοντσέρτα για πιάνο του θετού της πατέρα). Και παρόλο που πλέον συνθέτει σπάνια, τα τελευταία του έργα είναι δείγματα υψηλού επαγγελματισμού. Το τελευταίο από αυτά που έγινε γνωστό ήταν το Κοντσέρτο για Σαξόφωνο. Ο jazz χαρακτήρας του έργου αυτού είναι η απόδειξη ότι ο Glazunov ουδόλως αδιαφορούσε για τις δυτικές μουσικές εξελίξεις. Απλά ήταν ήδη αρκετά μεγάλος για να τις τελειοποιήσει.
Alexandr Glazunov - Saxophone Concerto E flat major, Op. 109
Ο Aleksandr Glazunov αφήνει την τελευταία του πνοή στις 21 Μαρτίου του 1936 και κηδεύεται στο Παρίσι. Στις 14 του Οκτώβρη του 1972 τα λείψανά του μεταφέρονται στο Λένινγκραντ και επανενταφιάζονται σε ένα τιμητικό μνημείο.
_erin ;)
σχόλια