Από την ημέρα που είδα την Καύση, η ταινία και οι χαρακτήρες της με ακολουθούν. Σκέφτομαι ξανά σκηνές, βάζω τον εαυτό μου στη θέση των ηρώων και αν δεν είναι αυτό επιτυχία μιας ταινίας, δεν ξέρω τι είναι. Είναι μαύρη κωμωδία, ναι, αλλά είναι και κάτι πολύ μεγαλύτερο. Μόλις κυκλοφόρησε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους, και προτείνω να την δείτε. Και θα καταλάβετε.
Η σύνοψη: Σε μια πόλη που φλέγεται από ταραχές, πέντε φίλοι μαζεύονται σε ένα σπίτι όπου ένας δικός τους έχει πεθάνει. Παγιδευμένοι στο σπίτι του δεν μπορούν να αποφασίσουν για τον τρόπο της ταφής του. Η ζέστη κάνει την κατάσταση αφόρητη αλλά εκείνοι επιμένουν στις διαφορές τους. Το πτώμα αρχίζει να αποσυντίθεται, οι σχέσεις τους δοκιμάζονται και τα μυστικά τους αποκαλύπτονται. Σύντομα, τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Κύριε Τζίτζη, τι θέλατε να γίνετε μικρός; Και πότε καταλάβατε πως θέλατε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία;
Μικρός ήθελα να γίνω παπάς, γιατί δεν είχαμε και κανένα άλλο «ανώτερο» πρότυπο στη μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα (Βέροια). Είχα αρχίσει την εκπαίδευσή μου σαν παπαδοπαίδι, με εξαπτέρυγα και θυμιατά, από τα 8. Κατά τα 12 το σοβάρεψα με την χριστιανική πίστη και έθεσα υποψηφιότητα για άγιος Τζίτζης, φλερτάροντας με τη μοναστική ζωή. Ο παπα Κωνσταντής, όμως, με απέτρεψε από το να καλογερέψω, για να μη μείνω άγαμος. Διέγνωσε ο άνθρωπος ότι η αγαμία δεν είναι το χαρακτήρα μου, καθότι δεν ξεκολλούσα από τα κορίτσια που στόλιζαν τον επιτάφιο τα βράδια της Μεγάλης Πέμπτης, που ξενυχτούσαμε μαζί στην εκκλησία (οι πιο ερωτικές βραδιές των παιδικών μου χρόνων). Ο ερωτισμός σε συνδυασμό με τη μαγεία της οθόνης έδρασαν καταλυτικά στην στροφή μου προς το σινεμά, με καθοριστικό σημείο καμπής όταν είδα, κατά λάθος, στα 14, τη ταινία του Μπουνιουέλ «Βιριδιάνα». Είχαμε πάει με την αγοροπαρέα να δούμε γουέστερν σπαγγέτι, αλλά είχε γίνει αλλαγή στο πρόγραμμα και αναγκαστήκαμε να δούμε αυτήν την ταινία. Οι φίλοι μου βαριόταν, αλλά εγώ μαγεύτηκα. Αυτό ήταν. Άρχισα να τη ψάχνω με αυτό το άλλο σινεμά κι έφτασα να το κάνω (χωρίς να φτάσω - ακόμη- τα πρότυπά μου).
Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε την Καύση;
Βρισκόμουν στο Βερολίνο και έγραφα για το τρίτο μέρος της φιλμικής τριλογίας μου «γυναίκα και πόλη» («Σώσε με», «45 Τετραγωνικά»), όταν συνέβη το κακό με το κάψιμο της Μαρφιν, στις ταραχές του ’12. Σταμάτησα να γράφω και κατέβηκα στην Αθήνα να δω τι γίνεται. Αυτά που είδα με οδήγησαν στη σύλληψη της ιδέας της Καύσης.
Η ενασχόλησή μου με τη φιλοσοφία με οδήγησε σε συμπεράσματα που αναδεικνύουν το γελοίο του ανθρώπου, ανάμεσα στα άλλα. Γενικά, δεν έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο που νομίζει ότι είναι μόνο αυτός στον κόσμο και κάνει κουμάντο πάνω στη φύση, σαν κυρίαρχος.
Αισθάνομαι πως ο τίτλος δεν αναφέρεται μόνο στη διαδικασία της αποτέφρωσης του εν λόγω νεκρού. Θέλετε να μας πείτε πώς τον επιλέξατε;
Ο αρχικός τίτλος ήταν «Τέλος, Μετά», αλλά ο φίλος συγγραφέας Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης με συμβούλεψε να υιοθετήσω τον τίτλο «Καύση», το οποίο και έκανα άμεσα. Η «Καύση», ως λέξη, έχει διπλή σημασία. Σημαίνει τόσο την καύση των νεκρών όσο και την παράδοση στην πυρά. Με αυτές τις δύο έννοιες παίζει στην ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές συζητούν το ενδεχόμενο της καύσης του νεκρού τους, ενώ το κέντρο της πόλης καίγεται από μολότοφ. Αυτή η διφορούμενη έννοια την κάνει κατάλληλο για τίτλο της ταινίας, όπου σχολιάζονται ευρύτερα θέματα για το τέλος όλης της μεταπολιτευτικής εποχής και πώς πάμε παρακάτω.
Αναφέρεται κάπου, αν θυμάμαι καλά, και η τωρινή κυβέρνηση «που σας χαϊδεύει» όπως λέει η ηρωϊδα που ερμηνεύει η Γωγώ Μπρέγου στον αντιεξουσιαστή που παίζει ο Γιώργος Χρανιώτης. Ήταν συνειδητή η επιλογή να είναι η ταινία επίκαιρη;
Αυτή ακριβώς η ατάκα προστέθηκε στη διάρκεια των προβών για να επικαιροποιήσω το έργο, σε σχέση με το 2012 που το πρωτο-έγραψα. Ήταν συνειδητή επιλογή να έχω κάποια στοιχεία επικαιρότητας, χωρίς να είναι όμως καθοριστικά. Προσπάθησα να κρατήσω μια ισορροπία ανάμεσα στη διαχρονική προβληματική του έργου (που αφορά την πίστη) και το σήμερα (με τη διάλυση που ζούμε ως χώρα). Το αν θα βλέπεται η ταινία και στο μέλλον με το ίδιο ενδιαφέρον ή αν θα είναι σαν ντοκουμέντο της εποχής μας, θα το φανεί στο χρόνο.
Η ταινία είναι μια μαύρη κωμωδία. Ποια είναι για σας η διαφορά μεταξύ του κωμικού και του απεγνωσμένα γελοίου, και πώς καταφέρατε να κάνετε το πρώτο;
Η ενασχόλησή μου με τη φιλοσοφία με οδήγησε σε συμπεράσματα που αναδεικνύουν το γελοίο του ανθρώπου, ανάμεσα στα άλλα. Γενικά, δεν έχω σε πολύ μεγάλη εκτίμηση τον άνθρωπο που νομίζει ότι είναι μόνο αυτός στον κόσμο και κάνει κουμάντο πάνω στη φύση, σαν κυρίαρχος. Η φύση τον διαψεύδει τρεις και μία, αλλά αυτός το δικό του. Πάει κατευθείαν πάνω στον τοίχο, γκαζωμένος με αυταρέσκεια, μέχρι που τρώει τα μούτρα του (όπως τα έφαγε όλη η Ελλάδα) και τότε αναγκάζεται να φρενάρει (για να ξαναρχίσει τα ίδια με την πρώτη ευκαιρία). Μου αρέσει πάρα πολύ το χιούμορ που βγαίνει από απόγνωση για το γελοίον του ανθρώπου. Αυτό είναι για μένα το ενδιαφέρον στη μαύρη κωμωδία. Όταν έχει το στοιχείο του αυτοσαρκασμού για τα χάλια μας, όχι όταν παρωδεί θρίλερ. Ήταν κάτι που με έθελγε από παλιά και το είχαν όλες οι μικρού μήκους μου. Μάλιστα, η βραβευμένη «Ενός Λεπτού Σιγή» ξεκινούσε με την επιγραφή “Apognosi pictures presents”.
Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς για αυτήν την ταινία;
Οι ηθοποιοί είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας. Ξέρω πάρα πολλούς ηθοποιούς στην Αθήνα, γιατί κάνω casting από τότε που ξεκίνησα σαν βοηθός σκηνοθέτη. Διάλεξα την παρέα της Καύσης με προσοχή για να κολλάνε και μεταξύ τους. Έχω με τον καθένα μια ιδιαίτερη προτίμηση, που τον κάνει ξεχωριστό. Τον Νίκο Γεωργάκη και τη Γωγώ Μπρέμπου τους εκτιμούσα πάρα πολύ από τις προηγούμενες δουλειές τους. Τον Γιώργο Χρανιώτη τον πίστευα παρόλη την «τηλεοπτικότητα» που είχε και επιβεβαιώθηκα όταν τον είδα να παίζει ντουέτο με την Αντιγόνη Βαλάκου σε μια παράσταση για δύο, όπου ήταν καταπληκτικός. Την Ιωάννα Μαυρέα την πρωτοείδα στην παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου «Χαίρε Νύμφη» και έμεινα άναυδος. Τη Βασιλική Τρουφάκου την ξεχώρισα αμέσως στη διπλωματική παράσταση της σχολής του Εθνικού, όπου έλαμπε.
Επέλεξα να γυριστούν οι σκηνές σε μονοπλάνα για να έχουν ροή αδιάκοπη και να παρακολουθούμε αυτά που συμβαίνουν σαν να γίνονται αληθινά και εντελώς ζωντανά.
Με ποιον χαρακτήρα θα λέγατε πως ταυτίζεστε περισσότερο;
Είμαι μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο, στον χαρακτήρα του Χάρη (Χρανιώτης) γιατί εκφράζει την εξαρχειώτικη κοινωνικο-πολιτική καταγωγή μου και στον χαρακτήρα της Μαριάνας (Μπρέμπου), γιατί δείχνει την κατάληξη. Γι αυτό κλείνω με αυτήν την ταινία.
Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά ένα «φιλμ δωματίου»;
Επέλεξα να γυριστούν οι σκηνές σε μονοπλάνα για να έχουν ροή αδιάκοπη και να παρακολουθούμε αυτά που συμβαίνουν σαν να γίνονται αληθινά και εντελώς ζωντανά. Σκοπός μου ήταν η ζωντάνια να δώσει κίνηση σε ένα κατά τ άλλα στατικό σκηνικό, που είναι ένα δωμάτιο.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η μικρή διάρκεια του φιλμ - μόλις λίγο πάνω από μία ώρα. Μιλήστε μου γι' αυτήν την επιλογή σας.
Η ταινία έχει διάρκεια 70’, ενώ στο αρχικό μοντάζ είχε αρκετά μεγαλύτερη. Δεν μου άρεσε όμως ο ρυθμός που είχε και έτσι αποφάσισα να κόψω σκηνές, αδιαφορώντας για τη διάρκεια, αρκεί να έχει το ρυθμό που θέλω. Η μοντέζ μου, Ιωάννα Σπηλιοπούλου, και οι παραγωγοί μου, Νίκος Μουστάκας και Νάνσυ Κοκολλάκη, υποστήριξαν αυτήν την απόφασή μου, βάζοντας το καλλιτεχνικό όραμα πάνω από εμπορικές συνταγές. Πιστεύω ότι είναι τόσο πυκνή η ταινία, που η μικρή διάρκεια δεν παίζει ρόλο.
Πόσο εύκολο είναι να βγάλει κανείς ταινία στην Ελλάδα του 2016; Εσείς πώς τα καταφέρατε, και ποια ήταν η διαφορά απ' τις προηγούμενες παραγωγές σας;
Η κατάσταση έχει δυσκολέψει πάρα πολύ και είναι πρώτη φορά που βγάζω ταινία χωρίς κάποια εταιρεία διανομής από πίσω, με μόνη υποστήριξη τους παραγωγούς μου και την εταιρία τους Bad Crowd. Είναι τολμηρό εγχείρημα να προσπαθήσεις να έρθεις σε επαφή με το κοινό, χωρίς εμπορικούς μεσολαβητές. Αν έρθει ο κόσμος να δει την ταινία και του αρέσει – όπως πιστεύω – τότε θα φέρει κι άλλο κόσμο. Αυτό ελπίζω.
Οι ήρωες της Καύσης το συζητούν και άκρη δε βρίσκουν. Εγώ προσωπικά θα επιλέξω την καύση για μετά το θάνατό μου. Εσείς ποια επιλογή απ' αυτές που αναφέρονται στο φιλμ θα προτιμούσατε, και γιατί;
Εγώ θα προτιμούσα να θαφτώ στον κήπο, για να γίνω λίπασμα στις λεμονιές. Ή να με φάνε τα άγρια θηρία ή τα ψάρια. Γενικά, να γίνω ανακύκλωση.
σχόλια