Μακριά από την εικαστική σκηνή της Αθήνας, ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Dodson Σιφναίος επέλεξε μια παλιά εγκαταλειμμένη μονοκατοικία στην Μυτιλήνη για να την μεταμορφώσει σε ένα project, που αναπτύσσεται στα όρια μεταξύ της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, της αυτοβιογραφίας και της κοινωνικοπολιτιστικής ερμηνείας, της κατοικίας και του μουσείου.
Χρησιμοποιώντας το οίκημα και το περιεχόμενό του, έτοιμα υλικά και αντικείμενα, κομμάτια χειροποίητα και τυπωμένο χαρτί, ο Μιχάλης Dodson Σιφναίος δημιουργεί ένα ενιαίο έργο, το οποίο θα ολοκληρωθεί μόνο όταν κατεδαφιστεί το εσωτερικό του σπιτιού για να προχωρήσει η ανακαίνιση που έχει σχεδιάσει ο ίδιος. Τα σχεδόν 40 αντικείμενα τα οποία έχει δημιουργήσει o Μιχάλης Dodson Σιφναίος, αν και πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο, μοιράζονται ένα οπτικό -και μερικές φορές ακουστικό- λεξιλόγιο που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του έργου.
«Υπερ-εγρήγορση είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να περιγράψουν την έντονη κατάσταση αυξημένης δεκτικότητας των αισθητηρίων που προκαλείται από σοβαρό ψυχικό τραύμα» λέει ο ίδιος. «Είναι ένας νευρολογικός μηχανισμός άμυνας που επιτρέπει στα άτομα να είναι σε επιφυλακή για περαιτέρω κίνδυνους καθώς προσλαμβάνουν πιθανές απειλές με τρόπο δραστικά οξυμένο. Πραγματικότητες οι οποίες παραμένουν κρυμμένες σε κανονικές συνθήκες, που είναι συνήθως υπερβολικά σύνθετες για να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από τον εγκέφαλο, αποκαλύπτονται. Αυτό είναι το θέμα που ενοποιεί τα έργα που εγκαθιστώ σ' όλο το σπίτι. Εμπνευσμένα από προσωπική απώλεια, τα έργα που συμπεριλαμβάνονται στο [GONE] αναφέρονται σε «things that are inside other things» τα οποία αποκαλύπτονται σε στιγμές κρίσης. Το [GONE] είναι τόσο μια ενδοσκοπική εξερεύνηση του εαυτού όσο και ένα πορτρέτο της ανθρώπινης κατάστασης, επηρεασμένο από το «Ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας» του Φρόυντ και το μεταδομιστικό έργο του Φουκώ.»
Ως σύμβολο, στην παρούσα του εγκατάλειψη, το σπίτι διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο project. Ο Μιχάλης Dodson Σιφναίος τοποθετεί τα μεμονωμένα κομμάτια με τρόπο που δημιουργεί μια συνολική εμπειρία και η οποία συνιστά το πως ο ίδιος προτιμά να γίνει αντιληπτό το έργο σε αντίθεση με τα μεμονωμένα κομμάτια όπως αυτά εκτίθενται σε μουσεία ή γκαλερί.
«Είναι κατά κάποιο τρόπο η επίπλωση του σπιτιού», λέει, «αν και απέχει πολύ από την τυπική χρήση του όρου. Ένα από τα κεντρικά μελήματα ήταν το κατά πόσο θα πρέπει το εγκαταλειμμένο σπίτι να συγυριστεί: σε ποιο βαθμό η σκόνη, τα συντρίμμια, τα σπασμένα γυαλιά, οι λεκέδες, η ξεφλουδισμένη μπογιά, τα σάπια πατώματα, οι ξεχαρβαλωμένες πόρτες, παντζούρια και παράθυρα, οι ιστοί αράχνης, τα νεκρά φύλλα, αποτελούν εκφραστικά μέσα άξια να διατηρηθούν.»
Το έργο επηρεάζεται ριζικά από τη γεωγραφική θέση του στο νησί της Λέσβου, το κύριο ευρωπαϊκό σημείο εισόδου για τους πρόσφυγες. Η ιδέα της φυγής, τόσο σε πολιτικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, που διαχέει το έργο αναφέρεται στα φαινόμενα εξαφάνισης, εγκατάλειψης, εκτόπισης και καταπίεσης.
σχόλια