Ο Ηλίας Γιαννακάκης είναι σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος ντοκιμαντέρ και ταινιών μυθοπλασίας. Έχει βραβευτεί πάνω από είκοσι φορές για τα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μυθοπλασίας του, πολλές εκ των οποίων έχουν επιλεγεί για ειδικές τιμητικές προβολές σε Ελλάδα και εξωτερικό και έχουν συμμετάσχει σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ.
Η τελευταία του ταινία μεγάλου μήκους έχει τον τίτλο «Μεταφορά» και επίκεντρό της είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη και η μετακίνησή της στο νέο κτίριο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Όπως επισημαίνει ο ίδιος στη LiFO, πρόκειται για μια «εξαντλητική και επίμονη κινηματογράφηση τεσσάρων ετών με πάνω από 500 ώρες κινηματογραφημένου υλικού με τις πιο αυθεντικές, ζωντανές και αναπάντεχες εικόνες απ' όσα συνέβησαν στα δύο κτίρια και στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας σε μια ευρεία σύνθεση, ένα μεγάλο ψηφιδωτό εικόνων σε συνδυασμό με το σπάνιο αρχειακό υλικό και την αφήγηση της ίδιας της Εθνικής Βιβλιοθήκης».
Και συνεχίζει: «Μέσα από την καταγραφή μας αναδύεται ολόκληρος ο μικρόκοσμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από το συμβούλιο μέχρι τους τελευταίους βοηθητικούς εργαζόμενους. Ένας μικρόκοσμος που αποτελεί πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας της νεότερης Ελλάδας, από την ανεξαρτητοποίησή της και μετά. Δυσκίνητος, γραφειοκρατικός, βρόμικος, παραδομένος στη φθορά, που κρύβει όμως ορισμένους ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς στις κατά τα άλλα φτωχές και ρημαγμένες από τις συνεχείς κλοπές μέσα στα χρόνια συλλογές».
Οι μεγαλοπρεπείς δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων επί πολλές δεκαετίες ότι ο πολιτισμός και το πνεύμα είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας αποτελούν ό,τι πιο υποκριτικό έχει ειπωθεί ποτέ από επίσημα χείλη.
Εκτός του ότι μας παραχώρησε σπάνιο οπτικοακουστικό και φωτογραφικό αρχείο αλλά και πλάνα της ταινίας, στη συνέντευξη που ακολουθεί ο γνωστός σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης μας μίλησε και για τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριο, τι σηματοδοτεί, τους άξονες της ταινίας, τις αθέατες πλευρές των γυρισμάτων, τις δυσκολίες που συνάντησε και τι κρατά περισσότερο από το εγχείρημά του.
— Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να κινηματογραφήσετε τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου περιστοιχίζομαι από βιβλία. Ο πατέρας μου είχε μια αρκετά ενδιαφέρουσα βιβλιοθήκη και συνεχώς ανακάλυπτα ποικίλους θησαυρούς μέσα σ' αυτήν. Μετά τον πρόωρο θάνατο τόσο του πατέρα μου όσο και του αδελφού μου, που την είχε στο μεταξύ κληρονομήσει, η βιβλιοθήκη χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Έτσι, ξεκίνησα να διαμορφώνω τη δική μου, από τα 18 μου χρόνια, όταν άρχισα να δουλεύω. Εδώ και πολλά χρόνια, λοιπόν, ζω ανάμεσα σε πάμπολλα βιβλία, παλιά περιοδικά, εφημερίδες, φωτογραφίες και έναν τεράστιο όγκο οπτικοακουστικών αρχείων, ταινιών, ντοκιμαντέρ κ.λπ. Κατά συνέπεια, όταν έμαθα για την επερχόμενη, τότε, μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όλα ήρθαν ως φυσική επιλογή, ως προέκταση όλων όσα με ενδιέφεραν πάντα στη ζωή μου.
— Ποιοι είναι οι άξονες της ταινίας και ποιοι οι κεντρικοί ήρωες;
Ήδη από την πρώτη στιγμή της σύλληψης της κεντρικής ιδέας οι βασικοί άξονες ήταν όσα συμβαίνουν εντός της Εθνικής Βιβλιοθήκης, οι μακρόχρονες προετοιμασίες για τη μεταφορά και ο μικρόκοσμος που την αποτελεί σε ένα παράλληλο μοντάζ με όσα συμβαίνουν ακριβώς απέξω. Δηλαδή στην Αθήνα της πολυμορφίας, των αντιφάσεων και της μεγάλης έντασης, δεδομένης της φτωχοποίησης, του διχασμού και της ακρότητας. Σαν να έπρεπε αυτή η Εθνική Βιβλιοθήκη να περάσει από ένα ναρκοπέδιο μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.
Από ένα σημείο κι έπειτα, μετά τον δεύτερο χρόνο γυρισμάτων, συνειδητοποίησα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς ένα πνευματικό ίδρυμα που θα αλλάξει στέγη αλλά πολύ περισσότερο μια μυθιστορηματική μορφή που ανακαλεί γεγονότα, πάσχει, ελπίζει, θυμώνει και ονειρεύεται.
Γι' αυτό αναδύθηκε η ανάγκη ενός αντισυμβατικού voice over: μια γυναικεία μορφή που την ακούμε να μιλά με τη φωνή της Αμαλίας Μουτούση. Αυτή η άχρονη γυναίκα είναι η κεντρική ηρωίδα σε μια καθαρά υποκειμενική αφήγηση, χωρίς κάτι επίσημο ή βαρύγδουπο στον τόνο της, που περνά διαρκώς από το παρελθόν στο παρόν, σχολιάζοντας τα πάντα, ενοποιώντας τον χρόνο και τον χώρο. Άλλοτε μιλά ως κορίτσι και άλλοτε ως γυναίκα. Ουσιαστικά, η Εθνική Βιβλιοθήκη ταυτίζεται με τη μοίρα της πόλης, της χώρας, με όλους εμάς, καθώς πορεύεται από ένα ταραγμένο παρελθόν προς ένα άδηλο μέλλον.
Εξίσου κεντρικοί ήρωες της ταινίας αναδεικνύονται οι εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης και οι μεταφορείς, από ένα σημείο και μετά. Όπως και οι περαστικοί, οι τουρίστες, οι άστεγοι, αυτοί που διαδηλώνουν κ.λπ. Από τη μέση της ταινίας και μετά περνάμε και στον καινούργιο χώρο, στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, όπου επικρατεί διαφορετική ατμόσφαιρα, πιο χαλαρή, χαρούμενη, σχεδόν ανέμελη.
Στην ταινία δεν υπάρχουν συνεντεύξεις. Μέσα από εξαντλητική και επίμονη κινηματογράφηση τεσσάρων ετών και πάνω από 500 ώρες κινηματογραφημένου υλικού επιλέγουμε τις πιο αυθεντικές, ζωντανές και αναπάντεχες εικόνες απ' όσα συνέβησαν στα δύο κτίρια και στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, συνθέτοντας ένα ευρύ ψηφιδωτό εικόνων σε συνδυασμό με το σπάνιο αρχειακό υλικό, υπό την αφήγηση της ίδιας της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
— Κατά τη γνώμη σας τι σηματοδοτεί ο χώρος της βιβλιοθήκης;
Το παλιό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου, με τους νεοκλασικούς κίονες να δεσπόζουν, κουβαλά όλη την προσδοκία του νεαρού τότε ελληνικού κράτους για τη σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν της αρχαίας Αθήνας ως ένα απαραίτητο στοιχείο ταυτότητας, ειδικά όταν ξεκίνησε να χτίζεται, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από την άλλη, το Κέντρο Πολιτισμού, εντός του οποίου στεγάστηκαν μετά τη μεταφορά η Εθνική Βιβλιοθήκη αλλά και η Λυρική Σκηνή, αποτελεί τη σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης. Κοιτάζει προς το μέλλον. Ένα μέλλον εξωστρεφές, πληθωρικό, πολυεθνικό και όχι εθνικό. Πώς θα είναι αυτό το μέλλον για την Εθνική Βιβλιοθήκη δεν το γνωρίζουμε. Γι' αυτό επιλέχθηκε ο όρος «μεταφορά» ως τίτλος στην ταινία. Μια μετάβαση πραγματική, πνευματική και υπαρξιακή, αν δούμε την Εθνική Βιβλιοθήκη ως μια έννοια που μας εμπεριέχει όλους.
Όμως η υπόσταση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, πέρα από αυτό που είναι, ενυπάρχει πολύ περισσότερο σε αυτό που θα μπορούσε να είναι. Είναι ο καθρέφτης των πολιτών της. Αν είναι μίζερη, αντανακλά τη δική τους μιζέρια. Αν κάποια στιγμή γίνει πιο φωτεινή, το φως θα έχει προέλθει από εκείνους. Η έννοια της Εθνικής Βιβλιοθήκης πορεύεται στην πραγματικότητα, αλλά τροφοδοτείται από την oυτοπία. Δεν αποτελεί μόνο κάτι χειροπιαστό.
— Αν σας ζητούσα να μου πείτε τι σας εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, τι θα μου απαντούσατε;
Υπάρχουν κάποιες στιγμές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων που τις θυμάμαι σαν να τις βιώνω τώρα. Θα αναφέρω μόνο μία: ο Γιάννης Κόκκωνας, καθηγητής πανεπιστημίου ειδικευμένος στην ιστορία του βιβλίου, εν όψει της μεταφοράς είχε αναλάβει το δύσκολο έργο να επιλέξει μέσα από το χάος των βιβλιοστασίων του παλιού κτιρίου όλα εκείνα που είναι σπάνια και πολύτιμα, ώστε να πάρουν τη θέση τους, όπως αρμόζει, στο καινούργιο κτίριο. Και να αντιληφθεί, με μια σύντομη εξέταση, σαν να ήταν γιατρός, σε ποια κατηγορία ανήκουν εκείνα τα «τραυματισμένα» βιβλία που δεν έχουν τίτλο ή στοιχεία έκδοσης, καθώς αυτά έχουν αποκοπεί από χρόνια από το υπόλοιπο σώμα.
Στο πρώτο κυριολεκτικά γύρισμα, καθώς προσπαθούσα να καταλάβω τι μου γινόταν μέσα στο χάος, σε συνθήκες ακραίου καύσωνα, τον εντοπίζω να ψάχνει, κρεμασμένο στα ράφια, με το φως να πέφτει κόντρα, αφήνοντας μόνο τη φιγούρα του να διαγράφεται. Εκείνη η πρώτη εικόνα ήταν καθοριστική. Δεν τον γνώριζα, ούτε είχαμε μιλήσει ακόμα. Δεν υπήρχε τίποτα στημένο, όπως ούτε και σε όλη την ταινία.
Εκείνη η εικόνα μού έφερε στο μυαλό τα κείμενα του Μπόρχες για την έννοια της ιδανικής βιβλιοθήκης. Γιατί ένας άνθρωπος ο οποίος, μέσα στο χάος της αταξίας, των κλεμμένων και κατακρεουργημένων βιβλίων που υφίστανται τον ακραίο καύσωνα, προσπαθεί να εντοπίσει τα πολύτιμα και σπάνια είναι ακριβώς αυτό, η ενσάρκωση της ιδανικής βιβλιοθήκης. Μια αυθεντικά ποιητική στιγμή.
— Σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη προσφέρει αυτό το συνεκτικό στοιχείο στην κοινωνία, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις;
Το παλιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης αποτελούσε πάντα σημείο συνάντησης των Αθηναίων που συνέρρεαν για να γιορτάσουν κάποιο σημαντικό γεγονός, όπως η Απελευθέρωση το 1944, ή για να διαμαρτυρηθούν. Ποτέ, όμως, δεν έμπαιναν μέσα. Σήμερα, στο Κέντρο Πολιτισμού πλέον, τα πλήθη επίσης συρρέουν. Πόσοι, όμως, ενδιαφέρονται ουσιαστικά και αγαπούν τα βιβλία;
Υπάρχει μια πρόσφατη εκπληκτική ταινία-ντοκιμαντέρ για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης με τίτλο «Ex Libris». Σκηνοθέτης, ο κορυφαίος, ίσως, Αμερικανός ντοκιμαντερίστας όλων των εποχών, ο Frederick Wiseman. Εκεί βλέπουμε πόσο οργανική θέση έχει αποκτήσει η Βιβλιοθήκη στην καθημερινή ζωή και στη συνείδηση των πολιτών. Άντρες και γυναίκες όλων των φυλών, χρωμάτων και κοινωνικών τάξεων συρρέουν στα διάφορα κτίρια της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, που είναι διάσπαρτα στην πόλη της Νέας Υόρκης, είτε για να μελετήσουν, είτε για να παραστούν στην παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής, είτε για να συζητήσουν ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά θέματα που τους απασχολούν. Εκεί η Βιβλιοθήκη είναι τόσο απαραίτητη και οικεία στους πολίτες της όσο και το σούπερ μάρκετ.
Ο Wiseman έφτιαξε μια ταινία όπου η ουτοπία αποτελεί απτή πραγματικότητα. Στέκει πολύ ψηλά, στον Όλυμπο, και κινηματογραφεί με αγαλλίαση. Ενώ η ταινία που φτιάξαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ επιχειρεί να κοιτάξει ή, μάλλον, καλύτερα να φανταστεί, από πολύ χαμηλά, πώς θα μπορούσε η Εθνική μας Βιβλιοθήκη να αγγίξει κάποτε την απτή ουτοπία.
— Γιατί πιστεύετε ότι το κράτος δεν ενδιαφέρθηκε τόσα χρόνια για τη διαφύλαξη αυτού του πνευματικού θησαυρού;
Διότι, πολύ απλά, πάντα ακολουθούσε τα χαμηλότερα ένστικτα των πολιτών του, οι οποίοι διαχρονικά περιφρονούσαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, περιφρονώντας, ουσιαστικά, τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Κανονικά, θα έπρεπε να εμπνεύσει μια διαφορετική γραμμή, ώστε να ακολουθήσουν και οι πολίτες. Οι μεγαλοπρεπείς δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων επί πολλές δεκαετίες ότι ο πολιτισμός και το πνεύμα είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας αποτελούν ό,τι πιο υποκριτικό έχει ειπωθεί ποτέ από επίσημα χείλη.
— Ποιες δυσκολίες συναντήσατε μέχρι να ολοκληρωθεί το εγχείρημά σας;
Είναι αυτονόητο, ακόμα και για τους μη γνωρίζοντες την κινηματογραφική διαδικασία, ότι μια ταινία που κρατά τέσσερα χρόνια, με πάμπολλα γυρίσματα, διευρυμένο χρόνο αποπεράτωσης, πολλούς συνεργάτες, πανάκριβο αρχειακό υλικό, με εικόνα και ήχο κινηματογραφικών και όχι τηλεοπτικών προδιαγραφών, κοστίζει πάρα πολύ.
Όσα χρόνια γυριζόταν η ταινία, όλοι θεωρούσαν ότι χρηματοδοτούνταν από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, κάτι που όμως ουδέποτε συνέβη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οργανισμοί, ιδιώτες και χρηματοδοτικοί φορείς να απορρίπτουν σταθερά τη χρηματοδότηση της ταινίας, λέγοντας: «Γιατί δεν πάτε στον Νιάρχο; Αυτούς αφορά η ταινία».
Ακολούθησε η διπλή απόρριψη από τις τότε διοικήσεις της ΕΡΤ, η πρώτη το 2016 και η δεύτερη το 2017. Ήταν μια εντελώς αναπάντεχη εξέλιξη, καθώς στην ΕΡΤ έχω κάνει πάνω από 100 ταινίες, δηλαδή γνώριζαν πολύ καλά τη δουλειά μου. Επιπλέον, καθώς είμαι σταθερά δεμένος συναισθηματικά με την ΕΡΤ, τόσο ως θεατής όσο και ως κινηματογραφιστής, εκείνες οι χωρίς αιτιολόγηση απορρίψεις αποτέλεσαν ένα οδυνηρό σοκ για μένα. Αν δεν στηρίξει η ΕΡΤ μια μη συμβατική ταινία για την Εθνική Βιβλιοθήκη, ποιος θα το κάνει;
Αντιθέτως, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, επίσης οργανισμός του Δημοσίου, ενέκρινε την ταινία παμψηφεί. Και οι τρεις διαφορετικές διοικήσεις του ΕΚΚ, από το 2016 μέχρι και τη σημερινή, που έκλεισε τον φάκελο της ταινίας, αντιλήφθηκαν την ποιότητα και τον όγκο της δουλειάς που καλούμασταν να φέρουμε σε πέρας και μας συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Η χρηματοδότηση από το ΕΚΚ, καθώς και οι μικρές, αλλά πολύτιμες ενισχύσεις από τη Βουλή των Ελλήνων και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών της Κρήτης, αποτέλεσαν τους μοναδικούς πόρους για μια αντικειμενικά πολύ ακριβή και απαιτητική ταινία. Η οποία, παρά τα μεγάλα οικονομικά της προβλήματα, έγινε χωρίς την παραμικρή έκπτωση. Μοιραία, αυτό που έμεινε πίσω είναι το βάρος του οικονομικού χρέους.
— Η μεταφορά της βιβλιοθήκης από το κέντρο στο ΚΠΙΣΝ θεωρείτε ότι θα αφήσει θετικό πρόσημο ή όχι;
Είναι δεδομένο ότι τα παλιό κτίριο, παρά την εντυπωσιακή ομορφιά του και την ιστορία που κουβαλά, είχε εξαντλήσει, εδώ και πολλές δεκαετίες, τη δυνατότητα να στεγάζει μια Εθνική Βιβλιοθήκη, ακόμα και μια τόσο φτωχή όσο η δική μας. Δεν υπήρχαν πλέον χώροι, ο συνωστισμός των βιβλίων ήταν απελπιστικός, ενώ οι συνθήκες θερμοκρασίας και ξηρότητας προκαλούσαν διαρκώς τον τρόμο για την τύχη των βιβλίων και των χειρογράφων.
Το καινούργιο κτίριο είναι, χωρίς αμφιβολία, υπέροχο, καλύπτοντας όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές συντήρησης και φύλαξης των ευαίσθητων τεκμηρίων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλα θα κυλήσουν όπως θα ευχόμασταν. Η Λυρική Σκηνή, ακριβώς δίπλα, έχει έσοδα από τα εισιτήρια. Όπως επίσης τους καλλιτέχνες και τον κόσμο που της προσφέρουν ζωντάνια και προοπτική. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, όμως, αποτελεί κάτι διαφορετικό. Δεν έχει έσοδα από εισιτήρια, άρα είναι οικονομικά εξαρτημένη, με δεδομένη, μάλιστα, την επείγουσα ανάγκη να εμπλουτίσει τις όντως φτωχές συλλογές της.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη, μετά την απολύτως επιτυχημένη μεταφορά, ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο, καλείται να βρει έναν βηματισμό που θα εμπεριέχει πνευματικότητα, τεχνοκρατικό πνεύμα και φαντασία. Για την ώρα, στο ΚΠΙΣΝ συναντιούνται δύο κόσμοι, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός, με αμοιβαία καχυποψία. Αυτό είναι φυσιολογικό. Στην ταινία επέλεξα να δείξουμε αυτή την καχυποψία. Οι πιο πολλοί εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης δεν ήθελαν να πάνε στο καινούργιο κτίριο. Αυτό είναι το υπόστρωμα πίσω από αυτήν τη μεταφορά και θεωρώ ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Όλα είναι ανοιχτά. Έτσι τελειώνει και η ταινία.
— Με τη δική σας εμπειρία από την πολυετή προετοιμασία της ταινίας πώς θα πείθατε έναν νέο να πάει στην Εθνική Βιβλιοθήκη;
Ο δρόμος προς την Εθνική Βιβλιοθήκη είναι προσωπική υπόθεση τους καθενός και της καθεμίας από μας. Πρωτίστως, πρέπει να αισθάνεσαι αυτή την ανάγκη. Και τότε δεν θα σε ενοχλήσουν ούτε οι κακές συνθήκες, όπως αυτές που επικρατούσαν επί τόσες δεκαετίες στο παλιό κτίριο, ούτε το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει ακόμα γραμμή μετρό για το ΚΠΙΣΝ. Κάθε άνθρωπος, εισερχόμενος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ακόμα και σ' αυτήν τη φτωχή βιβλιοθήκη, θα ανακαλύψει θησαυρούς.
Η βιβλιοθήκη, αν και φαινομενικά αποτελεί κάτι στατικό και σιωπηλό, κρύβει τη μεγαλύτερη ζωντάνια. Οι δυνατότητες μιας συναρπαστικής διαδρομής (πνευματικής, συναισθηματικής, ψυχικής) που ανοίγονται σε μια βιβλιοθήκη ασφαλώς και είναι ατελείωτες στη δική μας. Διότι κάθε άνθρωπος θα ακολουθήσει μέσα εκεί τον δικό του μοναδικό και ιδιαίτερο δρόμο που δεν διδάσκεται και δεν ταυτίζεται με οποιονδήποτε άλλον. Η βιβλιοθήκη είναι πρώτα ιδέα και μετά εξελίσσεται σε πράξη. Κάποια στιγμή ‒και το πιστεύω απολύτως‒ μπορεί να αποτελέσει την πιο ζωντανή κυψέλη της πόλης και της χώρας.
— Τι κρατάτε περισσότερο απ' αυτή την ταινία;
Το ότι ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, όπως αυτή η ταινία, ολοκληρώθηκε με επιτυχία, όπως φαίνεται. Αυτό οφείλεται σε πολλούς ανθρώπους. Πρωτίστως στον Σταύρο Ζουμπουλάκη, πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που με εμπιστεύτηκε και βοήθησε πολύ σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Όπως βοήθησαν γενναία όλοι οι εργαζόμενοι της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Τη στιγμή που η ταινία ήταν έτοιμη επιτέλους να προβληθεί, τον περασμένο Μάρτιο, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήρθε η πανδημία, ακυρώνοντας όλες τις προβολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Τώρα περιμένουμε τον Σεπτέμβριο και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας, και αμέσως μετά μια κανονική κινηματογραφική διανομή, ελπίζοντας ότι θα γίνουν προβολές σε σκοτεινές αίθουσες. Παρά τα τεράστια προβλήματα, όμως, αισθάνομαι μεγάλη χαρά, καθώς υπήρξα έναν προνομιακό αυτόπτη μάρτυρα αυτού του συναρπαστικού μικρόκοσμου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έχοντας στρατοπεδεύσει στα δύο κτίρια και στους γύρω δρόμους της Αθήνας επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Από καθαρά δημιουργική άποψη, η εμπειρία ήταν εξίσου σπουδαία. Εξαρχής στοχεύσαμε σε ένα αποτέλεσμα που δεν θα είχε ευκολίες, ωραιοποιήσεις και συμβάσεις. Που θα καταφέρνει να συγκινεί, παρότι διαχειρίζεται ένα δύσκολο θέμα. Όλοι οι συντελεστές της ταινίας ήταν απλώς εξαιρετικοί.
Με την Αμαλία Μουτούση δουλέψαμε επί έναν χρόνο για την αφήγηση, με πρόβες, ατελείωτες συζητήσεις και αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις. Όπως και στις προηγούμενες συνεργασίες μας, ήταν συγκλονιστική. Ο Δημήτρης Κορδελάς ήταν πολύτιμος και ακούραστος στη χρήση της κάμερας, την οποία μοιραστήκαμε, καθώς δεν θα ήταν εφικτή η διαρκής παρουσία του σε μια διαδικασία συνεχούς κινηματογράφησης επί τόσα χρόνια.
Τον τεράστιο όγκο του υλικού μόνταρε με ιδιαίτερη ευαισθησία και αίσθηση του ρυθμού η Μυρτώ Λεκατσά. Και ασφαλώς ο Δημήτρης Καμαρωτός, με τη μουσική και το ηχητικό σύμπαν που διαμόρφωσε, ήρθε να προσφέρει μια υπέροχη αίσθηση, έναν ενοποιητικό ιστό καθαρής υποβολής στην ταινία.
Υπάρχουν πολλοί ακόμα συνεργάτες που δεν αναφέρω για λόγους οικονομίας, αλλά θα σταθώ ασφαλώς στην Αποστολία Παπαϊωάννου που ανέλαβε, αφανώς, τα πάντα: παραγωγή, βοηθός, δεύτερη κάμερα, κατανομή του υλικού κ.λπ. Πάνω απ' όλα, όμως, ζώντας μαζί, βιώσαμε από κοινού όλη αυτή την τόσο έντονη, συναισθηματικά και πνευματικά, εμπειρία.