Καλός φίλος με παρότρυνε να διαβάσω αυτές τις μέρες του εγκλεισμού τους «Άθλιους» του Ουγκό. Τους διαβάζει ο ίδιος και είναι ενθουσιασμένος. Παράγγειλα το μυθιστόρημα, το έλαβα, και άρχισα να το διαβάζω στα γαλλικά. Συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό του φίλου. Το διαβάζω για πρώτη φορά. Γνωρίζω αρκετά το ποιητικό έργο του Ουγκό και τον θεωρώ πραγματικά τεράστιο ποιητή («poète énorme»), όπως αποφαινόταν ο Ζιντ στον Πρόλογο στην Ανθολογία του της γαλλικής ποίησης («Anthologie de la poésie française», 1948).
Θυμίζω εδώ με την ευκαιρία και την περίφημη απάντησή του στο ερώτημα «ποιος είναι ο ποιητής σας;» του περιοδικού «L’ Ermitage» (Φεβρουάριος 1902, σ. 109): «Ο Ουγκό, ‒ αλίμονο!» («Hugo, ‒ hélas!»), η οποία προκάλεσε τότε μεγάλη συζήτηση και γράφτηκαν δεκάδες άρθρα για εκείνο το αινιγματικό «αλίμονο». Πρέπει να ομολογήσω πως, όταν ήταν να διαβάσω τους «Άθλιους», υποτιμούσα μάλλον το μυθιστόρημα ως λαϊκό ανάγνωσμα. Στον Πρόλογο που προαναφέραμε ο Ζιντ γράφει πως στην Τύνιδα, όπου ζούσε κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής της Γαλλίας, ο καθηγητής στο λύκειο ενθάρρυνε τους μαθητές να περιφρονούν τον Ουγκό και οι μαθητές, ακολουθώντας τον, περιγελούσαν μέσα στην τάξη τον ποιητή.
Θησαυρός των Βιβλιοθηκών είναι κάθε βιβλίο, περιοδικό ή εφημερίδα, τη στιγμή που το χρειάζεσαι. Οι εθνικές και οι ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες δεν είναι αρχαιολογικά μουσεία, δεν εκθέτουν κειμήλια. Είναι πρωτίστως χώροι μελέτης.
Παρόμοιο είναι και το δικό μου αμάρτημα, όχι για τον ποιητή αλλά για τον μυθιστοριογράφο. Ο φίλος μου διαβάζει τους «Άθλιους» για δεύτερη φορά, στο γαλλικό πρωτότυπο τώρα, την πρώτη φορά διάβασε, μικρό παιδί, το ογκώδες βιβλίο μεταφρασμένο σε μια λαϊκή έκδοση. Η μετάφραση ήταν του Γιώργου Κοτζιούλα και η έκδοση του φτηνού, λαϊκού περιοδικού «Ρομάντσο». Ο Κοτζιούλας βιοποριζόταν ως τακτικός συνεργάτης του «Ρομάντσου» και μετέφραζε για τις σελίδες του ογκώδη συνήθως μυθιστορήματα, χωρίς περικοπές. Αυτές οι μεταφράσεις, όταν ολοκληρωνόταν η δημοσίευσή τους στα τεύχη του περιοδικού, εκδίδονταν και ως χωριστά βιβλία, σε πρόχειρες εκδόσεις.
Ο Κοτζιούλας μετέφρασε για το «Ρομάντσο», εκτός από τους «Άθλιους», και την «Παναγία των Παρισίων», τις «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς, τη «Μαρία Στιούαρτ» του Τσβάιχ, τον «Μπεν Χουρ» του Λιου Ουάλας. Οι «Άθλιοι» κυκλοφόρησαν σε δύο τόμους το 1955(;). Έγιναν μάλλον δύο εκδόσεις, μία με σκληρό εξώφυλλο και άλλη με μαλακό. Όταν τελειώσω το μυθιστόρημα, θέλω να διαβάσω κάποια κομμάτια του και στη μετάφραση του Κοτζιούλα. Μπαίνοντας στον ηλεκτρονικό κατάλογο της ΕΒΕ, βλέπω ότι το βιβλίο υπάρχει εκεί. Όταν με το καλό ανοίξει η Βιβλιοθήκη, θα ικανοποιήσω την περιέργειά μου στη σιωπή των αναγνωστηρίων της.
Αυτήν τη φτηνή, λαϊκή έκδοση διάλεξα να παρουσιάσω ως θησαυρό της Εθνικής Βιβλιοθήκης, και όχι κάποιο πολύτιμο χειρόγραφο, σπάνιο αρχειακό τεκμήριο, εντυπωσιακό αρχέτυπο ή παλαίτυπο, από τις ειδικές συλλογές της. Επειδή αυτή μου ήρθε η όρεξη να πιάσω στα χέρια μου τώρα. Θησαυρός των Βιβλιοθηκών είναι κάθε βιβλίο, περιοδικό ή εφημερίδα, τη στιγμή που το χρειάζεσαι. Οι εθνικές και οι ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες δεν είναι αρχαιολογικά μουσεία, δεν εκθέτουν κειμήλια. Είναι πρωτίστως χώροι μελέτης. Πηγαίνουμε εκεί για να διαβάσουμε, να λύσουμε απορίες, να ελέγξουμε ένα παράθεμα ή μια παραπομπή, να μπορέσουμε, με έναν λόγο, να κάνουμε τη δουλειά μας, χωρίς περιττές ταλαιπωρίες και καθυστερήσεις. Ο καθένας μόνος του, σκυμμένος στα κιτάπια του, αλλά μαζί με άλλους στον ίδιο ιερό χώρο του αναγνωστηρίου, μέλη της παράξενης εκείνης αναγνωστικής και ερευνητικής κοινότητας.
Η σημερινή επιδημία θα επηρεάσει, μαζί με όλα τα άλλα, και τις Βιβλιοθήκες. Δεν ξέρουμε, ούτως ή άλλως, ποιο θα είναι το μέλλον τους στην ψηφιακή εποχή, γιατί κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η υλική μορφή που θα πάρει το βιβλίο. Η ψηφιοποίηση των τεκμηρίων των Βιβλιοθηκών όλου του κόσμου είναι προφανώς τεράστιας αξίας ευεργέτημα για τους αναγνώστες και τους ερευνητές. Αρκεί να μη μετατρέψει τις Βιβλιοθήκες σε πελώριες, καλοτακτοποιημένες αποθήκες. Η παγκόσμια επιδημική κρίση μπορεί να επιταχύνει διαδικασίες που έχουν ήδη ξεκινήσει. Βιβλιοθήκη, πάντως, με άδεια αναγνωστήρια είναι δυσάρεστη πραγματικότητα και ακόμη πιο δυσάρεστη προοπτική.
Επιμέλεια: Γιάννης Πανταζόπουλος