ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΑ, η «μονομαχία» Ντόναλντ Τραμπ-Τζο Μπάιντεν αποδείχθηκε ένα γερό εκλογικό θρίλερ με πολλές ανατροπές και μπόλικο σασπένς, η έκβαση του οποίου δεν οριστικοποιήθηκε ακόμη αν και η ζυγαριά φαίνεται, πλέον, να γέρνει αποφασιστικά στο μέρος του υποψηφίου των Δημοκρατικών: Όσο κι αν θεωρείται από πολλούς σαφώς μεν προτιμότερος από τον ανεκδιήγητο αντίπαλό του πλην όμως «άχρωμος και άοσμος», μιας κάποιας ηλικίας επίσης, η είσοδος του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο εκτιμάται ότι θα λειτουργούσε ανακουφιστικά για τις ΗΠΑ σε πολλούς τομείς εντός κι εκτός συνόρων σε μια κρίσιμη ιστορική συγκυρία.
Με την εκλογική καταμέτρηση στην τελική ευθεία και δίχως να αποκλείεται εντελώς –με δεδομένες και τις ενστάσεις περί «κλοπής» που ήδη υπάρχουν από πλευράς Τραμπ– ο επόμενος πρόεδρος ΗΠΑ να «βγει» από τα δικαστήρια, ζήτησα από τον Δρ. Παναγιώτη Κουστένη κάποιες εκτιμήσεις. Ο συνομιλητής μου θεωρεί σχεδόν βέβαιη τη νίκη Μπάιντεν, ειδικά αν «πάρει» και την Πολιτεία της Τζόρτζια. Όσο για τις δημοσκοπήσεις που του έδιναν αρχικά μια μάλλον άνετη επικράτηση, αφενός δεν υπολόγισαν το «κρυφό ρεύμα» υπέρ του Τραμπ, αφετέρου το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό συμμετοχής που κυμάνθηκε στο 67%, το μεγαλύτερο από το 1900!
Ενδιαφέρον, λέει, παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ η πανδημία «σαρώνει» τις ΗΠΑ και η διαχείρησή της από τον Τραμπ αποδείχθηκε καταστροφική, οι απαντήσεις των ψηφοφόρων στα exit polls έδιναν μια διαφορά τριών μόλις μονάδων ως προς αυτό υπέρ του Μπάιντεν (51% έναντι 48%). Φαίνεται όμως ότι τελικά η υγειονομική κρίση έπαιξε ρόλο, παρά την ευρεία εκλογική συσπείρωση των Ρεπουμπλικανών που τους έδωσε μάλιστα παραπάνω ψήφους από ό,τι το '16.
Ο Ντόναλντ Τραμπ καρπώθηκε τις καλές επιδόσεις της προεδρίας του στην οικονομία και μόνο με το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο άρχισε να φθείρεται, με την δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος εναντίον του. Μέχρι τότε έδειχνε φαβορί για την επανεκλογή του, γεγονός που ερμηνεύει το ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπήκαν έγκαιρα στη διαδικασία να τον αντιμετωπίσουν με κάποιον πιο δυναμικό υποψήφιο από το Τζο Μπάιντεν, ενδεχομένως της νεότερης γενιάς.
Ο «θείος Τζο» πάει λοιπόν για 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ, μολονότι δεν συγκίνησε ιδιαίτερα τους μαύρους και γενικότερα τις μειονότητες, παραδοσιακή «δεξαμενή ψήφων» των Δημοκρατικών, ούτε έπεισε ακριβώς τον μέσο Αμερικανό ότι θα τα καταφέρει καλύτερα στην οικονομία από τον Τραμπ. «Μίλησε», εντούτοις, περισσότερο από εκείνον στους νέους και τις γυναίκες. Κατά τα άλλα, όπως αναμενόταν, Ανατολικές και Δυτικές Πολιτείες καθώς και τα μεγάλα αστικά κέντρα προτίμησαν εν γένει τον «γάιδαρο» των Δημοκρατικών, ενώ η επαρχία τον «ελέφαντα» των Ρεπουμπλικάνων. Όπως τέλος σημειώνει ο Παναγιώτης Κουστένης, αποδείχθηκε και πάλι «πόσο ευαίσθητο και ευμετάβλητο μπορεί να είναι ένα εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, ακριβώς λόγω του πλειοψηφικού συστήματος, με τον κίνδυνο της ανατροπής της λαϊκής ψήφου για δεύτερη συνεχόμενη φορά».
— Τραμπ ή Μπάιντεν τελικά; Τι πιστεύετε σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ότι θα «βγάλει» η κάλπη; Ποιες Πολιτείες θεωρούνται «κλειδιά» από δω και μπρος;
Η νίκη του Μπάιντεν δείχνει πλέον σχεδόν βέβαιη, αφού μετά την ανατροπή υπέρ του στο Μίσιγκαν και με δεδομένο ότι το προβάδισμα του θα διατηρηθεί στην Αριζόνα και τη Νεβάδα, φτάνει τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό των 270 εκλεκτόρων. Αν μάλιστα καταφέρει να ανατρέψει και το αποτέλεσμα στην Τζόρτζια ανεβαίνει στους 286 και μόνο σε περίπτωση που μεταστραφεί υπέρ του και η Πενσυλβάνια, θα μπορούσε να φτάσει τους 306.
— Ήταν άραγε αναμενόμενο ότι η αναμέτρηση θα ήταν τόσο αμφίρροπη παρότι οι δημοσκοπήσεις «έβγαζαν» Μπάιντεν; Ποιοι παράγοντες δεν εκτιμήθηκαν σωστά και πόσο πλήττει την αξιοπιστία των γκάλοπ άλλη μια άστοχη πρόβλεψη και μάλιστα αναφορικά με τις εκλογές σε μια υπερδύναμη;
Όχι, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μια διαφορά 8-9 μονάδων μέχρι την τελευταία στιγμή και μια άνετη επικράτηση του Μπάιντεν. Παρόλα αυτά η τελική διαφορά αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται στο 2,5% και μάλλον θα ξεπεράσει τελικά το 4%, ίσως και το 4,5%. Φαίνεται πάντως ότι υπήρχε ένα κρυφό ρεύμα υπέρ του Τραμπ, το οποίο στις δημοσκοπήσεις δεν εκφραζόταν, τουλάχιστον όχι ως προς την πρόθεση ψήφου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο απόκρυψης ψήφου, όταν αυτή αφορά αρνητικά φορτισμένες ή κοινωνικά μη αποδεκτές επιλογές, γνωστό στην εκλογική κοινωνιολογία των ΗΠΑ ως Bradley effect. Σε κάτι τέτοιο πιθανότατα οφείλεται η δημοσκοπική αστοχία, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται και η μεθοδολογική δυσκολία την οποία ενδεχομένως συνιστούσε η πρωτοφανής πρόωρη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού σώματος.
Ότι κάτι δεν πήγαινε καλά φάνηκε άλλωστε από τα πρώτα ποιοτικά στοιχεία των exit polls, που ανακοινώθηκαν λίγο πριν ξεκινήσει η ροή της καταμέτρησης, καθώς τα ζητήματα που αντιστοιχούσαν στην ατζέντα του Τραμπ (οικονομία, τάξη και ασφάλεια) κρίνονταν ως σημαντικότερα αθροιστικά από το 45%, ενώ τα αντίστοιχα του Μπάιντεν (πανδημία, φυλετική κρίση, κοινωνική πρόνοια) από το 50% των ψηφοφόρων. Μάλιστα ως προς την διαχείριση του κορωνοϊού, οι απαντήσεις (θετικές-αρνητικές) εμφανίζονταν εντελώς διχασμένες (48%-51% αντίστοιχα), παρά τα καταστροφικά αποτελέσματά της.
Τέλος η ταυτότητα, δηλαδή η δημογραφική σύνθεση του exit poll αποτύπωνε ένα μέσο κοινωνικό-δημογραφικό προφίλ ψηφοφόρου που ευνοούσε τον Τραμπ (αύξηση συμμετοχής στους ψηφοφόρους χαμηλότερης μόρφωσης ή μεγαλύτερων ηλικιών), με βάση και τα δεδομένα του 2016. Ούτε υπήρξε άλλωστε κάποια σημαντική «έκρηξη» στη συμμετοχή των φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων, στις οποίες μάλιστα ο εν ενεργεία πρόεδρος τα πήγε αρκετά καλά για τα δεδομένα ενός ρεπουμπλικάνου υποψηφίου.
— Δεν ενίσχυσε λοιπόν ιδιαίτερα τους Δημοκρατικούς η όξυνση της φυλετικής διαμάχης. Υπήρχαν όμως και προηγούμενες ενδείξεις για την εκλογική αντοχή του Ντόναλντ Τραμπ;
Είναι γεγονός ότι τα ποσοστά αποδοχής της προεδρικής θητείας του Τραμπ, παρότι αρκετά χαμηλότερα από αντίστοιχες μετρήσεις άλλων προέδρων του παρελθόντος, διατηρήθηκαν σε ιδιαίτερα σταθερά επίπεδα (39%-46%) από τις αρχές του 2018, ακόμα και μέσα στην πανδημία, ενώ ελάχιστα απείχαν από τις αντίστοιχες μετρήσεις της πρόθεσης ψήφου υπέρ. Κάτι που παρουσίαζε την εκλογική βάση του ως ιδιαίτερα συμπαγή.
Προφανώς ο Ντόναλντ Τραμπ καρπώθηκε τις καλές επιδόσεις της προεδρίας του στην οικονομία και μόνο με το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο άρχισε να φθείρεται, με την δημιουργία ενός γενικευμένου κλίματος εναντίον του. Μέχρι τότε έδειχνε φαβορί για την επανεκλογή του, γεγονός που ερμηνεύει το ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπήκαν έγκαιρα στη διαδικασία να τον αντιμετωπίσουν με κάποιον πιο δυναμικό υποψήφιο από το Τζο Μπάιντεν, ενδεχομένως της νεότερης γενιάς.
— Τι θα κρατούσατε από τη φετινή εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ; Πώς θα την κρίνατε αναλογικά με εκείνη του '16 μεταξύ Τραμπ-Χίλαρι;
Πρωτίστως την εκλογική ανατροπή κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης. Την Τετάρτη το πρωί, όλες οι ενδείξεις ήταν υπέρ του Τραμπ. Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει με την ενσωμάτωση της (πλειοψηφικά Δημοκρατικής) επιστολικής ψήφου, αρχικά με την ανατροπή στο Μίσιγκαν και οδηγώντας σταδιακά στην επικράτηση του Μπάιντεν. Άλλωστε, αυτό το αποτέλεσμα συνδέεται και με αρκετές ιστορικές ανατροπές. Για παράδειγμα, είναι η πρώτη φορά από το 1964 που ο νικητής της βαρομετρικής Πολιτείας (bellwether state) του Οχάιο, δεν κερδίζει και την προεδρία. Επιπλέον, πέραν του ότι ο Μπάιντεν θα είναι ο πρόεδρος που θα συγκεντρώνει την ισχυρότερη απόλυτη εκλογική δύναμη σε ψήφους, αλλά και ο γηραιότερος στην ιστορία των ΗΠΑ, θα είναι επίσης ο δεύτερος πρόεδρος καθολικού θρησκεύματος και ιρλανδικής καταγωγής μετά τον Κένεντι.
Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ γίνεται ο πρώτος πρόεδρος που χάνει την επανεκλογή του συγκεντρώνοντας ποσοστό υψηλότερο από αυτό με το οποίο εξελέγη την πρώτη φορά. Κυρίως όμως, το θρίλερ της εκλογικής βραδιάς απέδειξε και πάλι πόσο «ευαίσθητο» και ευμετάβλητο μπορεί να είναι ένα εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ, ακριβώς λόγω του πλειοψηφικού συστήματος, με τον κίνδυνο της ανατροπής της λαϊκής ψήφου για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
— Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα έχει χαρακτηριστεί δυνάμει καλπονοθευτικό. Είναι όντως έτσι και αν ναι, ποιον υποψήφιο ευνοεί περισσότερο σε περίπτωση «ισοβαθμίας»;
Γενικά μιλώντας το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, σε συνδυασμό με την εκλογική γεωγραφία-γεωμετρία της Αμερικής έχουν την τάση τα τελευταία χρόνια να ευνοούν τους Ρεπουμπλικάνους, όπως φάνηκε κι από τις ανατροπές της λαϊκής ψήφου το 2000 και το 2016. Οι Ρεπουμπλικάνοι τείνουν να κερδίζουν ευκολότερα σε περισσότερες Πολιτείες, οι οποίες είναι όμως και οι ολιγοπληθέστερες, καθότι με περισσότερες αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές. Αυτό συνέβη και το 2016 οπότε ο Τραμπ κέρδισε 30 από τις 50 πολιτείες, παρότι με εθνικό ποσοστό κατά 2% χαμηλότερο από την Χίλαρι Κλίντον, ενώ και τώρα θα επικρατήσει σε 25-27.
Αυτή η τάση αντικατοπτρίζει το χάσμα ακτών-ενδοχώρας του αμερικανικού εκλογικού χάρτη αλλά και την ιδιαίτερα ενεργή ακόμα διαφοροποίηση πόλης-υπαίθρου στις ΗΠΑ, με σαφή την αντανάκλασή της στην εσωτερική ιδεολογική και πολιτισμική διαφοροποίηση της χώρας. Η ίδια μάλιστα ανισορροπία είναι ακόμα εντονότερη στη χαμηλότερη γεωγραφική βαθμίδα των κομητειών, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίζουν τη συντριπτική πλειοψηφία (τα τελευταία χρόνια, 2.000-2.500 από τις 3.113 συνολικά).
Παρ' όλα αυτά, το εν λόγω εκλογικό σύστημα δύσκολα θα αναθεωρηθεί αφού έχει μια παράδοση δυο και πλέον αιώνων. Κύριος ιστορικός σκοπός του άλλωστε δεν είναι τόσο η πιστή εκπροσώπηση των πολιτικών-κομματικών συσχετισμών, όσο κυρίως των γεωγραφικών μεταξύ των διαφόρων Πολιτειών.