Η Σουηδία είναι μια χώρα που μονοπώλησε τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου και στα δύο κύματα της πανδημίας. Αρχικά, η φιλοσοφία της κυβέρνησης της σκανδιναβικής χώρας όσον αφορά την αντιμετώπιση του ιού ήταν η μείωση του κόστους σε οικονομικό επίπεδο. Γι' αυτό, ως μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς και με τους κατοίκους να συμμορφώνονται στους κανόνες, δεν προχώρησε σε lockdown.
Η στρατηγική της συγκέντρωσε το ενδιαφέρον όλου του κόσμου, αφού επέλεξε να αφήσει ανοιχτές τις επιχειρήσεις και τα σχολεία καθ' όλη τη διάρκεια του πρώτου κύματος, ενώ ακόμη και η χρήση μάσκας συστήνεται, δεν είναι υποχρεωτική.
Στη λογική αυτή, βασίστηκε στην ατομική ευθύνη των πολιτών και στη συμμόρφωσή τους στις συστάσεις για τηλεργασία και αποφυγή των κοινωνικών συναθροίσεων. Δεν έκλεισε ποτέ μαγαζιά, εστιατόρια και μπαρ, παρά την αυξητική τάση των κρουσμάτων και το γεγονός ότι πολλά γηροκομεία στη χώρα επλήγησαν σε μεγάλο βαθμό. Στόχος αυτού του σχεδιασμού ήταν στο δεύτερο κύμα του φθινοπώρου η χώρα να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που ακολούθησαν τη λογική της απαγόρευσης της κυκλοφορίας.
Τελικά, όμως, τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Ήδη, τις προηγούμενες μέρες οι Αρχές απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις άνω των οκτώ ατόμων (πριν το όριο ήταν 50-300), ένα μέτρο που παίρνουν για πρώτη φορά από την έναρξη της πανδημίας, καθώς τα κρούσματα και οι νεκροί το τελευταίο χρονικό διάστημα αυξάνονται ανησυχητικά.
Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι στη Σουηδία δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα η επιβολή lockdown. Ξεχώρισε απ' όλον τον κόσμο εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας. Επίσης, η Σουηδία δεν διαθέτει νομικό πλαίσιο που θα επέτρεπε να εφαρμοστεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε περίοδο ειρήνης. Ουσιαστικά, δεν επιτρέπεται στον κρατικό μηχανισμό να επιβάλει κάποιες διατάξεις στους πολίτες. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να απαγορεύσει σε έναν κάτοικο της πόλης να εξέλθει από το σπίτι του. Θεωρείται στέρηση θεμελιωδών ελευθεριών.
Ενδεικτικά, στη χώρα των 10,3 εκατομμυρίων κατοίκων έχουν επιβεβαιωθεί περίπου 6.400 θάνατοι εξαιτίας του Covid-19 επί συνόλου 208.300 μολύνσεων. Επίσης, αν και επέλεξε να μην κάνει lockdown, το ΑΕΠ της σημείωσε πτώση ρεκόρ άνω του 8% το δεύτερο τρίμηνο του έτους. «Παραμένουμε σε πολύ σοβαρή κατάσταση» δήλωσε ο επικεφαλής επιδημιολόγος της Σουηδίας Άντερς Τέγκνελ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της χώρας Στέφαν Λεβέν παραδέχτηκε ότι όλοι οι επιδημιολογικοί δείκτες κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση, λέγοντας ότι ο κορωνοϊός εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς, με τον αριθμό των ασθενών στις μονάδες εντατικής θεραπείας να έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε μία εβδομάδα. «Η μικρή ανάσα που πήραμε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο τέλειωσε» τόνισε ο επικεφαλής της σουηδικής κυβέρνησης σε ένα δραματικό διάγγελμά του. «Γι' αυτό και για άλλη μία φορά πρόκειται να σας ζητήσω κάτι πολύ δύσκολο, αλλά απολύτως απαραίτητο. Περισσότεροι μολύνονται. Περισσότερα κρεβάτια στις μονάδες εντατικής θεραπείας καταλαμβάνονται από ασθενείς με Covid-19 σε σοβαρή κατάσταση. Περισσότεροι πεθαίνουν» υπογράμμισε ο Λεβέν.
Παράλληλα, ένα από τα πολυσυζητημένα θέματα του σουηδικού μοντέλου αποτελεί και η επιλογή της υιοθέτησης ήπιας στάσης όσον αφορά τις μάσκες. Είναι γεγονός ότι ελάχιστοι Σουηδοί φορούν μάσκες σε δημόσιους χώρους, ενώ και οι πολιτικοί τις αποφεύγουν όταν κάνουν δημόσιες εμφανίσεις. Μάλιστα, η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας έχει εκφράσει αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά τους, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε δημόσιους χώρους σε πολλές περιοχές της Ευρώπης.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή προξένησε την αντίδραση της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, η οποία σε έκθεσή της τονίζει ότι «οι μάσκες προσώπου θα μπορούσαν να παίξουν κάποιο ρόλο στη μείωση των μολύνσεων, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται σε κλειστούς χώρους».
Η Σουηδία έχει γίνει αντικείμενο έντονων συζητήσεων, επειδή εδώ και πολλά χρόνια διαθέτει ένα από τα πιο επιτυχημένα συστήματα υγείας παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους δείκτες υγείας και συγκεκριμένα από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ έχει διαπιστωθεί πως αριθμεί εκατοντάδες αιωνόβιους, ενώ το ποσοστό επιβίωσης των καρκινοπαθών είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Είναι αλήθεια ότι το σουηδικό μοντέλο επαινέθηκε από πολλούς και από κάποιους κρίθηκε επικίνδυνο. Για ένα χρονικό διάστημα η εξέλιξη της πανδημίας φάνηκε να δικαιώνει τις κυβερνητικές αποφάσεις, καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων είχε πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, τα τελευταία ποσοτικά δεδομένα αποτυπώνουν μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη επιδημιολογική εικόνα.
Τι προβλέπεται όμως στη χώρα και τι ισχύει για το σουηδικό σύστημα υγείας; Πώς σχολιάζουν την κατάσταση Έλληνες που μένουν εκεί; Πώς βιώνουν την καθημερινότητα; Ποιοι παράγοντες έφεραν τη σκανδιναβική χώρα στο επίκεντρο της δημοσιότητας;
Ο ΝΙΚΟΣ ΜΕΡΚΟΥΔΗΣ είναι χειρουργός οφθαλμίατρος και ζει στη Στοκχόλμη τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στην Ελλάδα, αλλά αποφάσισε να συνεχίσει την ιατρική του πορεία στην πρωτεύουσα της σκανδιναβικής χώρας. Πάντοτε ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όμως η οικονομική κρίση του 2009-2010 στάθηκε βασικός ανασταλτικός παράγοντας. Η νοσταλγία για την πατρίδα παραμένει κυρίαρχη, αλλά, όπως επισημαίνει, «αν θέλεις να εξελιχθείς στον επιστημονικό τομέα, η διαμονή στη Σουηδία αποτελεί την ορθή επιλογή».
Επικοινωνούμε μέσω Skype. Τον βρίσκω στο σπίτι του στη Στοκχόλμη, την πόλη με τη μεγαλύτερη εξάπλωση του κορωνοϊού στη Σουηδία. Από την αρχή της συνομιλίας μας τονίζει ότι η πανδημία έχει επηρεάσει καθοριστικά το σύστημα υγείας.
«Για παράδειγμα, πριν ξεσπάσει η πανδημία, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Καρολίνσκα στη Στοκχόλμη, το οποίο είναι από τα καλύτερα στον κόσμο, διέθετε μονόκλινα δωμάτια. Ένας νοσηλευτής αναλογούσε σε έξι-οκτώ ασθενείς, προβλέπονταν 38 ώρες εργασία ανά εβδομάδα και περίπου 200 ώρες υπερωρίες τον χρόνο. Με τον κορωνοϊό όλα έχουν αλλάξει, αποτελούν παρελθόν πια».
Στη συνέχεια, ο Έλληνας γιατρός προσθέτει: «Οι πολίτες της Σουηδίας ανησυχούν και φοβούνται, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι ο κόσμος συνεχίζει να κινείται σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Άλλωστε, η Σουηδία δεν έχει προχωρήσει σε lockdown, μόνο αυστηρές συστάσεις έχει εξαγγείλει. Γι' αυτό και εδώ δεν υπάρχουν πρόστιμα, μόνο προτροπή για τηλεργασία και αποφυγή μετακινήσεων, όταν δεν κρίνεται απαραίτητες».
Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στα συστήματα υγείας της Ελλάδας και της Σουηδίας; «Αναντίρρητα, το σύστημα υγείας της Σουηδίας έχει μεγάλες διαφορές από αυτό της Ελλάδας. Στοχεύει στην ίση πρόσβαση των ασθενών στην ποιοτική φροντίδα. Η Σουηδία δίνει τεράστιο βάρος στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, γι' αυτό διαθέτει πολλά αστικά κέντρα υγείας. Κανένας ασθενής δεν πάει απευθείας στο νοσοκομείο. Ο γενικός γιατρός είναι αυτός που αποφασίζει αν θα παραπέμψει τον ασθενή για νοσηλεία στο νοσοκομείο.
Φυσικά, για να επανδρωθεί όλος αυτός ο σχεδιασμός χρειάζεται πολυάριθμο προσωπικό, κάτι που τελευταία έχει εξελιχθεί σε σημαντικό πρόβλημα, αφού πολλοί γιατροί επιλέγουν να εργάζονται πλέον ιδιωτικά. Γι' αυτό δεν έχει όσους γιατρούς θα έπρεπε. Αυτό έχει δημιουργήσει κι ένα άλλο πρόβλημα. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι λίστες αναμονής στα νοσοκομεία, κάτι που δεν συνέβαινε παλιότερα. Πλέον, υπάρχει μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού, γεγονός που έχει επιβαρύνει κατά μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία των νοσοκομείων» λέει ο κ. Μερκούδης.
Και συμπληρώνει: «Η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει αρχίσει να εδραιώνεται σε ένα σύστημα που φημιζόταν ως ένα από τα καλύτερα δημόσια συστήματα στον κόσμο. Ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι πολλές επεμβάσεις δεν επιτρέπεται να γίνονται ιδιωτικά και σε μεγάλο ποσοστό τα νοσοκομεία εξακολουθούν να είναι η μοναδική διέξοδος για τους ασθενείς.
Επιπλέον, οι μονάδες εντατικής θεραπείας είναι περισσότερες στη Σουηδία σε σύγκριση με την Ελλάδα, ενώ οι μισθοί είναι εντελώς διαφορετικοί. Για έναν επιμελητή νοσοκομείου της Σουηδίας οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές αγγίζουν κατά μέσο όρο τα 7.000 ευρώ και ενός γιατρού κυμαίνονται γύρω στα 5.000 ευρώ. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι η φορολογία κινείται στο 50%, αλλά, φυσικά, υπάρχει ανταποδοτικότητα μεταξύ κράτους και πολιτών. Οι μισθοί διαφέρουν επίσης και λόγω ενός άλλου παράγοντα, ο οποίος έχει να κάνει με τον νομό. Δηλαδή οι απολαβές σου εξαρτώνται από την περιοχή στην οποία εργάζεσαι. Έτσι, η συμφωνία γίνεται ανάμεσα στον γιατρό και τον εργοδότη του, που είναι η νομαρχία, όχι το κράτος».
Ο κ. Μερκούδης ξεκαθαρίζει ότι στη Σουηδία η λέξη «φακελάκι» είναι άγνωστη και κανένας γιατρός δεν επιτρέπεται να λάβει αμοιβή «κάτω από το τραπέζι» από τον ασθενή. «Μια ειδοποιός διαφορά είναι ότι στη χώρα αυτή πληρώνεις ως παράβολο ένα ποσό περί τα 20-30 ευρώ για να επισκεφθείς ένα νοσοκομείο. Όταν όμως συμπληρωθεί το ποσό που έχει τεθεί ως ετήσια οροφή, δεν πληρώνεις κάτι άλλο.
Να διευκρινίσουμε ότι η ποιότητα των υπηρεσιών είναι πολύ υψηλή και αυτό το ποσό το πληρώνεις είτε για το πιο απλό περιστατικό είτε για την πιο περίπλοκη εγχείρηση. Το ίδιο ποσό θα δώσεις και αν επιλέξεις ένα ιδιωτικό ιατρείο. Την υπόλοιπη αμοιβή του ιδιώτη γιατρού την καλύπτει το κράτος. Επομένως, από οικονομικής άποψης στη Σουηδία δεν έχει σημασία αν ο ασθενής θα πάει σε ιδιωτικό ή σε δημόσιο» εξηγεί.
Τι προβλέπει, τελικά, το σουηδικό μοντέλο όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας; Γιατί αυξάνονται οι νεκροί; «Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση γι' αυτό το θέμα. Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί, όμως, είναι ότι στη Σουηδία δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα η επιβολή lockdown. Ξεχώρισε απ' όλον τον κόσμο εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας. Επίσης, η Σουηδία δεν διαθέτει νομικό πλαίσιο που θα επέτρεπε να εφαρμοστεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε περίοδο ειρήνης. Ουσιαστικά, δεν επιτρέπεται στον κρατικό μηχανισμό να επιβάλει κάποιες διατάξεις στους πολίτες. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να απαγορεύσει σε έναν κάτοικο της πόλης να εξέλθει από το σπίτι του. Θεωρείται στέρηση θεμελιωδών ελευθεριών.
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορεί να υποχρεώσει ιδιωτικές επιχειρήσεις να σταματήσουν τη λειτουργία τους και να κλείσουν. Μέτρα προστασίας προβλέπονται, όπως η τήρηση αποστάσεων ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα, αλλά όχι καθολική απαγόρευση λειτουργίας. Βέβαια, ο μέσος Σουηδός, όχι όλοι, ακολουθεί πειθήνια τις συστάσεις και πειθαρχεί, εν αντιθέσει με τον μέσο Έλληνα. Η Σουηδία ακολούθησε τη μέση λύση όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ υγειονομικής αντιμετώπισης και διάσωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Προφανώς, ο χρόνος θα δείξει ποιος έπραξε σωστά και ποιος όχι» λέει χαμογελώντας.
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω, τον ρωτώ γιατί τα γηροκομεία της χώρας υπέστησαν τόσο μεγάλο πλήγμα; «Άλλη μια σημαντική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Σουηδίας εντοπίζεται στον ρόλο των γηροκομείων. Εδώ θεωρείται αυτονόητο οι ηλικιωμένοι να μένουν στα γηροκομεία, ενώ στην Ελλάδα αυτό αποτελεί εξαίρεση. Ο ιός, λοιπόν, έπληξε τα γηροκομεία της Σουηδίας επειδή διαθέτει πολλά και πολλοί από τους ηλικιωμένους που φιλοξενούνται σε αυτά πάσχουν από υποκείμενα νοσήματα» καταλήγει.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΕΡΟΦΩΚΑ είναι ηθοποιός και ζει στο Γκέτεμποργκ. Ανήκει στον κλάδο των καλλιτεχνών, που έχει υποστεί τεράστιο πλήγμα. Τη ρωτάω αν ισχύουν και εκεί τα ίδια.
«Είναι περίπου μία εβδομάδα που το θέατρο στο οποίο εργάζομαι ως ηθοποιός τα τελευταία τέσσερα χρόνια σταμάτησε τις παραστάσεις ως το τέλος του χρόνου. "Δεν κλείνουμε το θέατρο. Συνεχίζουμε να λειτουργούμε με άλλον τρόπο. Συνεχίζουμε μαζί. Ανησυχούμε μαζί και στηρίζει ο ένας τον άλλον" ήταν τα λόγια της διευθύντριας. Θλίψη. Παρ' όλα αυτά, νιώθω προνομιούχα, μια και είμαι κάτω από την ομπρέλα ενός κρατικού οργανισμού και μπορώ να σου μιλάω σε συνθήκες ηρεμίας» θα μου πει.
Σπεύδω να τη ρωτήσω τι μεταδίδουν τα μέσα ενημέρωσης και πώς αντιμετωπίζουν την πανδημία. «Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και οι συνεντεύξεις Tύπου καλά κρατούν. Ιστορίες για εμβόλια, αντιπαραθέσεις για το αν θα πρέπει να φοράμε μάσκα ή όχι. Σίγουρα, περισσότερες ΜΕΘ είναι σε λειτουργία.
Ο ιός Cοvid-19 εξαπλώνεται ραγδαία και οι στατιστικές δείχνουν τα κρούσματα να έχουν διπλασιαστεί την τελευταία εβδομάδα. Οι οδηγίες για περιορισμό δραστηριοτήτων είναι ξεκάθαρες. Πλέον, επιτρέπεται η συγκέντρωση μόνο 8 ατόμων. Προβλέπεται στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με μείωση του φόρου και αύξηση της γονικής άδειας κατά 128 μέρες. Η δουλειά εξ αποστάσεως και μέσω υπολογιστή είναι γεγονός, αλλά γεγονός είναι δυστυχώς και η αύξηση του άγχους των εργαζομένων. Οι παιδικοί σταθμοί και τα δημοτικά βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία. Τα γυμνάσια και τα λύκεια λειτουργούν με αρκετά μαθήματα online, παρ' όλα αυτά τα παιδιά πηγαίνουν μέρα παρά μέρα στο σχολείο. Ο έννοια της ατομικής ευθύνης έχει γίνει απόλυτα κατανοητή» απαντά.
Τι προβλέπεται όμως για τον χώρο της υποκριτικής; «Βλέπω πως το σουηδικό κράτος έχει κάνει τον προγραμματισμό του και ήδη φροντίζει για τους καλλιτέχνες. Πρακτικά ξέρω τι σημαίνει αυτό στη δική μου περίπτωση και στην καθημερινότητά μου. Εξέλιξη της σουηδικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο, υποτροφίες, σεμινάρια online, διαλέξεις με προσωπικότητες του θεάτρου, φυσική άσκηση, λέσχη ανάγνωσης θεατρικών έργων και μια συνεχή προσπάθεια του κράτους να είναι κοντά μας. Όμως, η πραγματικότητα είναι σκληρή για τους φίλους μου και τους γνωστούς μου που είναι καλλιτέχνες ελεύθεροι επαγγελματίες και μόνοι τους αυτό το διάστημα, ενώ πρέπει να αναζητήσουν εκ νέου δουλειά, νέες συνεργασίες, νέες σκέψεις, νέες ελπίδες, νέα όνειρα» υποστηρίζει.
Στο τέλος της συζήτησής μας συμπληρώνει κάποιες σκέψεις της σχετικά με τις συνέπειες της πανδημίας: «Σκέφτομαι όλους αυτούς που δεν έχουν μια θέση σε κάποιο θέατρο. Που δεν συναντούν τους συναδέλφους τους κάθε μέρα, που δεν συζητούν καθημερινά με τον διευθυντή τους, που δεν μοιράζονται τις αγωνίες τους μαζί του. Σκέφτομαι τους ηθοποιούς που δεν τολμούν να πουν "όχι" σε μια φυσική συνάντηση με τον διευθυντή τους, γιατί φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους και τελικά δεν μπορέσουν να πληρώσουν το ενοίκιο.
Επίσης, σκέφτομαι τους καλλιτέχνες που δεν θα πληρωθούν αυτούς τους μήνες. Αναλογίζομαι τις συνέπειες σε μια κλειστή κοινωνία, τις μορφές που θα έχουν οι εσφαλμένες και βίαιες αποφάσεις των ανθρώπων, σκέφτομαι τις συνέπειες από τους άδειους δρόμους, σκέφτομαι τους συνωμοσιολόγους, τους δεξιούς εξτρεμιστές και το γόνιμο έδαφος που βρίσκουν αυτήν τη στιγμή για να εκμεταλλευτούν καταστάσεις».
Κλείνοντας, η Ελευθερία Γεροφωκά προσθέτει: «Άραγε, τι είναι μια κοινωνία χωρίς το δικαίωμα στην τέχνη, τι είδους νέα κοινωνία γεννιέται; Πώς θα είναι η επόμενη μέρα, όταν η πανδημία τελειώσει και θα ξανασυναντηθούμε; Αναζητώ και επεξεργάζομαι αυτό το διάστημα την έννοια του χρόνου, το γεγονός ότι υπάρχει χρόνος, ότι ο χρόνος περνά και όλα είναι μεταβλητά, ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Από το παράθυρο του δωματίου μου ξεπρόβαλε μια ακτίνα ήλιου μετά τη βροχή και λάμπει στο πρόσωπό μου. Αυτή η αχτίδα ήλιου σήμερα είναι η παρηγοριά μου και η συντροφιά μου».