Οι πρώτες αναφορές στο επάγγελμα των σφουγγαράδων γίνονται ήδη από τον Όμηρο, αλλά και μεταγενέστερους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς. Η δουλειά των σφουγγαράδων είναι η αλιεία, έπειτα η επεξεργασία και τέλος το εμπόριο των σφουγγαριών. Σφουγγαράδες δεν θεωρούνται μόνο οι δύτες, αλλά και όσοι βρίσκονται στο σκάφος χειριζόμενοι τον μηχανικό εξοπλισμό προς βοήθεια των σφουγγαράδων-δυτών. Το επάγγελμα άκμασε στα μέσα του 19ου με αρχές 20ού αιώνα στα Δωδεκάνησα και κυρίως στην Κάλυμνο και τη Σύμη, ενώ έπειτα επεκτάθηκε και σε άλλα μέρη.
Οι πρώτοι σφουγγαράδες εμφανίστηκαν γύρω στο 1800. Οι πρώτοι δύτες, γνωστοί και ως «βουτηχτάδες», έκαναν γυμνή κατάδυση φτάνοντας σε βάθος 30 μ. χρησιμοποιώντας τη σκανδαλόπετρα, ένα κομμάτι μάρμαρο, που βοηθούσε στη γρήγορη κατάδυση. Τη δεκαετία του 1860 κάνει την εμφάνιση του το σκάφανδρο, η πρώτη στολή κατάδυσης , που ωστόσο ευθυνόταν σε μεγάλο ποσοστό για τη νόσο των δυτών, λόγω της γρήγορης ανάδυσης. Το 1920 άρχισε να χρησιμοποιείται η μέθοδος Φερνέζ, ένας αναπνευστικός μηχανισμός που ελάττωσε τα ατυχήματα.
Τα σφουγγάρια ήταν τόσο διαδεδομένα που το εμπόριο τους έφτανε μέχρι και μέρη όπως η Κωνσταντινούπολη, η Οδησσός, το Κίεβο και η Μόσχα, καθώς και στον Ελλαδικό χώρο στη Σύρο και το Ναύπλιο.
Τη δεκαετία του 1970 καταργήθηκαν οι προηγούμενες μέθοδοι κατάδυσης και υιοθετήθηκε το «σύστημα του ναργιλέ», μία στολή βατραχανθρώπου με την προσθήκη ενός αεροσυμπιεστή ο οποίος παρείχε αέρα από το σκάφος. Παράλληλα εκείνη την εποχή ιδρύθηκε στην Κάλυμνο η Κρατική Σχολή Δυτών, η μοναδική στην Ελλάδα που παρείχε σε νέους δύτες κρατικό επαγγελματικό δίπλωμα. Τα σφουγγάρια ήταν τόσο διαδεδομένα που το εμπόριο τους έφτανε μέχρι και σε μέρη όπως η Κωνσταντινούπολη, η Οδησσός, το Κίεβο και η Μόσχα, καθώς και στον ελλαδικό χώρο, στη Σύρο και το Ναύπλιο.
Λόγω των επικίνδυνων συνθηκών το επάγγελμα πλέον έχει εκλείψει. Πολλοί σφουγγαράδες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο Τάρπον Σπρινγκς των ΗΠΑ, και έτσι μετέφεραν το επάγγελμα στην Αμερική, άπου αρχικά άνθισε και κάλυπτε το 50% της εκεί αγοράς όμως και εκεί σταδιακά έσβησε.
Με πληροφορίες από Βικιπέδια