Προχωρά η υλοποίηση του σχεδίου ανάπλασης του τέως βασιλικού κτήματος στο Τατόι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα.
Με ομόφωνη γνωμοδότηση, του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, στη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου, εγκρίθηκαν οι οριστικές μελέτες, οι οποίες αφορούν στην αποκατάσταση του θερινού ανακτόρου και τη μετατροπή του σε μουσείο.
Το σύνολο των μελετών περιλαμβάνει αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανολογική και γεωτεχνική μελέτη, αφού προηγηθεί ψηφιοποιημένη απεικόνιση του κτηρίου. Το προϊόν της ψηφιοποίησης είναι απαραίτητο για την εκτίμηση της στατικής κατάστασης του κτηρίου και τον ακριβή προσδιορισμό της έκτασης και της ποιότητας των φθορών του εσωτερικά και εξωτερικά.
Η ψηφιακή σάρωση και η γεωτεχνική μελέτη θα παραδοθούν σε διάστημα 30 ημερών, ενώ η αρχιτεκτονική, στατική και ηλεκτρομηχανολογική μελέτη σε διάστημα 60 ημερών.
Το κτήριο του νέου Βουστασίου βρίσκεται στην επονομαζόμενη Αγροτική Ενότητα του κτήματος.
Περατώθηκε το 1952 και αντικατέστησε το παλαιότερο κτίσμα του βουστασίου που βρίσκεται βορειότερα, καθώς το τελευταίο δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής του κτήματος εκείνη την περίοδο. Αποτελεί σημαντικό μεταπολεμικό κτήριο του κτήματος και ως πιθανός δημιουργός του αναφέρεται ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Γκίνης.
H συνολική επιφάνεια του κτηρίου είναι περίπου 1.500 τ.μ. και διαμορφώνεται σε σχήμα «Π», του οποίου το κεντρικό τμήμα (κεραία) είναι διώροφο και επίμηκες, ενώ τα δύο σκέλη είναι ισόγεια και μικρού μεγέθους. Το κτήριο έχει νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Η κάτω στάθμη φιλοξενούσε τα βοοειδή με τις ταΐστρες και τον λοιπό εξοπλισμό, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα. Η άνω στάθμη του μεσαίου σκέλους χρησιμοποιούνταν ως χώρος παρασκευής των τροφών που διοχετεύονταν με κατάλληλα κανάλια στην κάτω στάθμη. Είχε χωρητικότητα 90 ζώων, με τον αριθμό αυτό να φτάνει ενίοτε τα 100, κι απασχολούσε 4 σταυλίτες.
Το νέο Βουστάσιο έχει κατασκευαστεί από περιμετρική φέρουσα λιθοδομή με πλάκα και υποστυλώματα από οπλισμένο σκυρόδεμα και καλύπτεται με δίρριχτες στέγες (ξύλινες και οπλισμένου σκυροδέματος). Στην εξωτερική πλευρά (βόρεια) του μεσαίου σκέλους του κτηρίου προστέθηκε, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, μικρό ισόγειο πρόσκτισμα με δίρριχτη στέγη, στο οποίο διαμορφώθηκε τοξωτή είσοδος. Στο άνω μέρος της τοιχοποιίας διαμορφώνεται ενισχυμένο γείσο – δοκάρι. Οι εσωτερικές τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες με οπτοπλινθοδομή και είναι επιχρισμένες.
Η τετράριχτη στέγη του διώροφου μεσαίου τμήματος του κτηρίου είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα και καλύπτεται με γαλλικά κεραμίδια. Τα δύο σκέλη φέρουν δίρριχτες στέγες με ξύλινους φορείς και επικεράμωση επίσης από γαλλικά κεραμίδια. Η περιμετρική λιθοδομή του κτηρίου είναι ανεπίχριστη και τα εξωτερικά κουφώματα του ισογείου είναι μεταλλικά, με σταθερά και κινητά υαλοστάσια. Στον όροφο, στο τμήμα του μεσαίου σκέλους του κτηρίου, τα ανοίγματα καλύπτονται εξωτερικά με κλωστρά από προκατασκευασμένα στοιχεία σκυροδέματος. Χαρακτηριστικό στοιχείο του κτηρίου είναι οι μεταλλικοί ανεμοδείκτες στις απολήξεις των αεραγωγών της στέγης που έχουν το σχήμα αγελάδας.
Τα τελευταία χρόνια εντός του κτηρίου φυλάσσονται αντικείμενα, υπό την εποπτεία της Δ/νσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων, τα οποία τώρα απομακρύνονται, ώστε να καταστεί δυνατή η εκπόνηση των μελετών.
Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε τα εξής: «Η αρχιτεκτονική μελέτη αποβλέπει στην αποκατάσταση και ανάδειξη του κτηρίου και του άμεσα περιβάλλοντος χώρου του, καθώς και τη διατήρηση, κατά το δυνατόν, των περισσότερων αυθεντικών αρχιτεκτονικών στοιχείων, με τον δέοντα σεβασμό στις μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις. Ο σωζόμενος σταθερός εξοπλισμός του κτηρίου θα διατηρηθεί και θα ενταχθεί αρμονικά στις νέες χρήσεις».