Σαν σήμερα, στις 15 Απριλίου 1489, σύμφωνα με κάποιες πηγές, γεννιέται στους Αγίους Αναργύρους Καππαδοκίας –ή, σύμφωνα με άλλους μελετητές, ενδεχομένως στην Καισαρεία− ο Ιωσήφ Δογάνογλου, που έμελλε να γίνει ο πιο ξακουστός αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το όνομα Μιμάρ Σινάν.
Η επικρατέστερη εκδοχή για την καταγωγή του είναι ότι ήταν γιος ελληνορθόδοξης οικογένειας −εξού και το επίθετο− ή αρμενικής, ωστόσο ο Robert Mantran, καθηγητής της Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πανεπιστήμιο της Προβηγκίας, υποστηρίζει ότι οι γονείς του ήταν Τούρκοι.
Ο νεαρός Ιωσήφ από μικρός βοηθούσε τον ξυλουργό και λιθοξόο πατέρα του, Χρήστο, ενώ έδειχνε να ενδιαφέρεται για τα σελτζουκικά μνημεία. Σε ηλικία 14 ετών στρατολογήθηκε από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια παιδομαζώματος και βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Αφού πέρασε ένα διάστημα ως μαθητευόμενος οικοδόμος στο παλάτι του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α', του δόθηκε το οθωμανικό όνομα Σινάν, που σημαίνει λόγχη. Στη συνέχεια κατάφερε να μπει στη στρατιωτική σχολή και μετά από απαιτητική εκπαίδευση να γίνει αξιωματικός του Μηχανικού, παίρνοντας το χαρακτηριστικό όνομα Μιμάρ (αρχιτέκτονας).
Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι το Τέμενος του Σουλεϊμάν είναι το κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα, ο ίδιος όμως δεν συμφωνούσε με αυτή την άποψη. Όπως αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του, πίστευε ότι το αριστούργημά του ήταν το Τέμενος του Σελίμ στην Αδριανούπολη – ένα «έργο μαστοριάς», όπως το χαρακτηρίζει.
Ο Μιμάρ Σινάν στη συνέχεια πήρε μέρος στις εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην Αίγυπτο και την Περσία. Οι ικανότητές του τον έκαναν σύντομα να ξεχωρίσει, καθώς ανέλαβε την κατασκευή οχυρώσεων, γεφυρών και κάστρων με εξαιρετική επιτυχία.
Η στρατιωτική του σταδιοδρομία, πέρα από τα ανώτατα αξιώματα τα οποία κατέκτησε, υπήρξε «σχολείο» και πηγή έμπνευσης για τα μετέπειτα έργα του. Οι διακρίσεις του θα οδηγήσουν στην ανάδειξή του το 1538 σε «προϊστάμενο αρχιτέκτονα», θέση στην οποία θα παραμείνει αμετακίνητος κατά τη διάρκεια της εξουσίας των σουλτάνων Σουλεϊμάν Α΄, Σελίμ Β΄ και Μουράτ Γ΄.
Τα επόμενα σαράντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του στις 17 Ιουλίου 1588 στην Κωνσταντινούπολη, ο Κοτσά (μεγάλος) Μιμάρ Σινάν Αγάς θεωρείται ο κορυφαίος αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η σημαντική του θέση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής οφείλεται στις καινοτομίες που εισήγαγε στην αρχιτεκτονική του ισλαμικού κόσμου εν γένει.

Στον Σινάν αποδίδονται πάνω από τριακόσια τριάντα έργα, τα οποία όχι μόνο σχεδίασε πρωτοποριακά και λεπτομερώς αλλά και επέβλεψε την άψογη κατασκευή τους: δημόσια τεμένη, μικρά τζαμιά, χαμάμ, σαράγια, σχολεία, μαυσωλεία, μαγειρεία, χάνια, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), γέφυρες, σιντριβάνια, υδραγωγεία – ανάμεσα σε όλα αυτά και το Κουρσούμ Τζαμί ή Τζαμί του Οσμάν Σαχ στα Τρίκαλα, το μοναδικό του έργο που σώζεται στην Ελλάδα.
Το Τέμενος Σεχζάντε ή αλλιώς Τέμενος του Πρίγκιπα ήταν το πρώτο σημαντικό έργο του Σινάν, κατασκευάστηκε πολύ γρήγορα και ολοκληρώθηκε το 1548. Το τέμενος είναι αφιερωμένο στη μνήμη του γιου τού Σουλεϊμάν Α’, Μεχμέτ (1521-1543), ο οποίος πέθανε από ευλογιά σε ηλικία μόλις 22 ετών. Ο Σινάν δοκιμάζει εδώ κάποιες από τις τεχνικές που θα χρησιμοποιήσει και στο μέλλον, ενώ είναι χαρακτηριστικός ο μεγάλος αριθμός πλακιδίων Ιζνίκ που χρησιμοποιεί στον τουρμπέ (μαυσωλείο) του Ηγεμόνα Μεχμέτ.
Το Τέμενος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1550 -1557) είναι το επόμενο σπουδαίο έργο του αρχιτέκτονα∙ η κατασκευή του κράτησε επτά χρόνια. Πρόκειται για ένα από τα δημοφιλέστερα μνημεία της Κωνσταντινούπολης και είναι το μεγαλύτερο τέμενος που κατασκευάστηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εμπνευσμένο από την Αγία Σοφία −βασική επιρροή του Σινάν−, με έναν εντυπωσιακό τρούλο διαμέτρου 26 μέτρων, το τέμενος συνοδεύεται από μια σειρά από κτίρια: μαγειρείο, νοσοκομείο, στάβλους, χαμάμ, μεντρεσέδες και καταστήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ βρίσκονται οι τάφοι του Σουλεϊμάν και της συζύγου του, Χιουρέμ, αλλά και του ίδιου του Μιμάρ Σινάν.

Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι το Τέμενος του Σουλεϊμάν είναι το κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα, ο ίδιος όμως δεν συμφωνούσε με αυτήν την άποψη. Όπως αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του «Tezkiretü’l Bünyan», πίστευε ότι το αριστούργημά του ήταν το Τέμενος του Σελίμ (1569-1575) στην Αδριανούπολη – ένα «έργο μαστοριάς», όπως το χαρακτηρίζει.
Όταν ο Σελίμ Β’ του ζήτησε να κατασκευάσει το τέμενος −το οποίο ο Σουλτάνος δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο− για άλλη μια φορά ο Σινάν θέλησε να αναμετρηθεί με την Αγία Σοφία αλλά και να διαψεύσει τη βεβαιότητα των χριστιανών αρχιτεκτόνων ότι ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να κατασκευάσει μεγαλύτερο και ψηλότερο θόλο από τον δικό της.
Θα δώσει όλο του τον εαυτό, θα χρησιμοποιήσει την ασύγκριτη εμπειρία και τη βαθιά γνώση του και θα κατασκευάσει −με τη βοήθεια 15.000 ανθρώπων− ένα μεγαλοπρεπές κτίσμα-έργο τέχνης, έχοντας ως πρότυπο τη βυζαντινή εκκλησία. Ο τεράστιος τρούλος του τεμένους είναι στηριγμένος σε οκτώ κίονες και τον πλαισιώνουν οι τέσσερις ψηλότεροι μιναρέδες της Τουρκίας.

Ο ογδονταεξάχρονος, πλέον, Σινάν με την ολοκλήρωση του Τεμένους του Σελίμ θα ισχυριστεί ότι κατάφερε να κατασκευάσει τον μεγαλύτερο θόλο στον κόσμο. Πράγματι, αν μετρηθεί από τη βάση του, ο θόλος είναι ψηλότερος και έχει διάμετρο μισό μέτρο μεγαλύτερη, αν όμως μετρήσει κανείς από το έδαφος, ο θόλος του τεμένους είναι πιο κοντός από αυτόν της Αγίας Σοφίας.