«Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να πουλήσω τους πίνακες Μπιρκενάου και δεν θα ήθελα να τους πουλήσω». Αυτή ήταν η δήλωση του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, του γίγαντα της μεταπολεμικής τέχνης, του 89χρονου Γερμανού εικαστικού που έχει διαθέσει 127 έργα και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στο υπό κατασκευή «Μουσείο του 20ού αιώνα» στο Kulturforum, ένα πολυαναμενόμενο έργο των Herzog & de Meuron στο Βερολίνο.
Όταν ολοκληρωθεί το μουσείο, το 2023, η σειρά των τεσσάρων έργων του, που έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και συζητήσεων από το 2014, όταν εκτέθηκε για πρώτη φορά, θα τοποθετηθεί μόνιμα στην κεντρική του αίθουσα.
Ο Ρίχτερ που θέλει να υπαγορεύσει στους μεταγενέστερους τι πρέπει να εμφανίζεται ως το έγκυρο έργο του, δεν έδωσε δουλειές του από τις δεκαετίες '60-'80, γιατί δεν τον αντιπροσωπεύουν, με εξαίρεση το «Motorboot» από το 1965.
Το «Birkenau» του Gerhard Richter αποτελείται από τέσσερα έργα μεγάλων διαστάσεων στα οποία κυριαρχεί το γκρίζο χρώμα, με ελάχιστες πινελιές πράσινου και κόκκινου χρώματος να καλύπτουν τις πραγματικές εικόνες που βρίσκονται από κάτω, τραβηγμένες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπίρκεναου το 1944.
«Αντί να απεικονίζει το Ολοκαύτωμα, ο Ρίχτερ κρύβει επιδέξια τις φρίκη του μέσω της αφαίρεσης» ήταν ο αντίλογος στη δουλειά του Ρίχτερ, όταν παρουσιάστηκαν τα έργα. Η μνημειακή σειρά των έργων έκανε όλο τον κόσμο της τέχνης να συζητά γιατί ο Ρίχτερ μοιάζει να θέλει να καλύψει την πραγματική διάσταση του ναζιστικού ολέθρου.
Τα έργα βασίστηκαν στις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν κρυφά από έναν Εβραίο κρατούμενο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου τον Αύγουστο του 1944. Ο Ρίχτερ πήρε αντίγραφα αυτών των φωτογραφιών, τις επεξεργάστηκε και τις ζωγράφισε ξανά και ξανά. Οι πίνακες παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο μουσείο σύγχρονης τέχνης Albertinum στη Δρέσδη.
Τον Φεβρουάριο του 2016, μετακόμισαν στο Μουσείο Frieder Burda στο Μπάντεν-Μπάντεν, δυτικά της Στουτγάρδης. Ο Ρίχτερ, ο οποίος συνήθως αποφεύγει το προσκήνιο, ήταν εκεί προσωπικά, στα εγκαίνια της έκθεσης, για να υπερασπιστεί το έργο του που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μεταφορά για την ίδια την Ιστορία, όταν η αλήθεια βρίσκεται κρυμμένη κάτω από τα στρώματα του χρόνου και δεν μπορεί ποτέ να αποκαλυφθεί πλήρως.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ρίχτερ έδωσε στη φρίκη της εποχής ένα καλλιτεχνικό σχήμα και στιλ, ενώ περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν σε αυτό το στρατόπεδο θανάτου των ναζί.
Γεννημένος στη Δρέσδη το 1932, ο Ρίχτερ, παιδί δασκάλου, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δρέσδης. Πολλές φορές έχει πει πως όταν το 1959 πήγε στην Documenta, στο Κάσελ, ήρθε σε επαφή με το έργο έργο του Τζάκσον Πόλοκ και του Λούτσιο Φοντάνα και επηρεάστηκε από αυτά σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Διέφυγε με τη γυναίκα του στη Δυτική Γερμανία λίγο πριν χτιστεί το τείχος, το 1961, εγκαταστάθηκε στο Ντίσελντορφ όπου δίδαξε, από το 1971 μέχρι το 1994, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, μια από τις πιο φημισμένες σχολές παγκοσμίως. Σήμερα ζει στην Κολωνία όπου έχει τα δύο ατελιέ του. Με εκθέσεις στα σημαντικότερα μουσεία και ιδρύματα του κόσμου, ο Ρίχτερ έχει τιμηθεί με το «Praemium Imperiale», το οποίο θεωρείται το Νόμπελ των Τεχνών.
Ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ο σπουδαιότερος εν ζωή Γερμανός ζωγράφος, με την αξία του να μετριέται από τα οικονομικά περιοδικά και τα έργα του να πωλούνται σε αστρονομικές τιμές, αρνήθηκε την πώληση των έργων Μπιρκενάου στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και προτίμησε να τα χαρίσει στους Γερμανούς, έστω, προς χάριν της συζήτησης, που δε θα σταματήσει όσο τα έργα θα βρίσκονται κρεμασμένα στους τοίχους του μουσείου.