Το έργο μίας από τις πιο εμβληματικές και αφοπλιστικά ελεύθερες καλλιτέχνιδες του 20ού αιώνα παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην έκθεση με τίτλο «Niki de Saint Phalle: Από τις σκοποβολές στην ελευθερία» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα από τις 12 Δεκεμβρίου 2025 έως τις 24 Μαΐου 2026.
Από τα έργα-δράσεις σκοποβολής Tirs μέχρι τις πολύχρωμες Nanas, και μέσα από ζωγραφικά έργα, κολάζ, βιβλία και γλυπτά, ο κόσμος της Νίκι ντε Σεν Φαλ ξεδιπλώνεται στην έκθεση σαν παιδικό παιχνίδι, με όλη την αμεσότητα και τον ενθουασιαμό που η τέχνη επιτρέπει. Με αφετηρία τα εμβληματικά έργα της που ανήκουν στη συλλογή του MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη χάρη στη δωρεά του οραματιστή συλλέκτη και εμπόρου τέχνης Αλέξανδρου Ιόλα και της ίδιας, στην έκθεση γίνεται η προσπάθεια αναπλαισίωσης του καλλιτεχνικού σύμπαντός της και ανάδειξης των παράλληλων όψεών του, παράλληλα με το παγκόσμιο ενδιαφέρον που υπάρχει για το έργο της στις μέρες μας.
Ποια ήταν η Nίκι ντε Σεν Φαλ
Από τα κολάζ και τα ανάγλυφα κατασκευασμένα με άχρηστα οικιακά και βιομηχανικά υλικά, η Σεν Φαλ πέρασε στη δημιουργία μιας τεράστιας πλαγιαστής γυναίκας με τίτλο «Χον» που στα σουηδικά σημαίνει «αυτή» για το μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης το 1966. Είναι η αρχή μιας σειράς έργων, των περίφημων Nanas (στη γαλλική αργκό γκόμενα), που είναι οι πιο διάσημες και αναγνωρίσιμες γυναικείες φιγούρες της, από τις ταραγμένες μέρες της δεκαετίας του '60, όταν η Ντε Σεν Φαλ φωτογραφιζόταν κρατώντας μια καραμπίνα, ενόσω παρουσίαζε τα shooting paintings, όπως ονόμαζε τις περφόρμανς όπου έσκαγε, πυροβολώντας, μεγάλα μπαλκόνια γεμάτα χρώμα πάνω σε τεράστιες επιφάνειες.
Μαζί με τον σύντροφό της, Ζαν Τινγκελί, ήθελαν να μεταλλάξουν το περιβάλλον με τα έργα τους καθορίζοντας εξωτερικούς χώρους όπως η φαντασμαγορική Κρήνη Στραβίνσκι δίπλα στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι ή ο «Κήπος Ταρό» στην Τοσκάνη.
Η ελευθερία μέσω της βίας, η δημιουργία μέσω της καταστροφής, η ευχαρίστηση μέσω του φόβου και οι καλλιτεχνικές αντινομίες της Ντε Σεν Φαλ όχι μόνο δεν έπαψαν να εξετάζονται, αλλά στον 21ο αιώνα αποκαλύπτονται ξανά και ξανά μέσα από τη δική της οπτική, που είναι πιο κατανοητή από ποτέ.
Οι μαλακές, φαινομενικά χαρούμενες φιγούρες της σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου κατά της πατριαρχίας. «Υπήρχε ανάγκη να προκαλέσω, να επιτεθώ στη θρησκεία και στους στρατηγούς. Και τότε κατάλαβα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από τη χαρά», έλεγε η Ντε Σεν Φαλ.
Οι κριτικοί τέχνης σήμερα αναγνωρίζουν ότι έφτασε πολύ πιο μακριά από τους ομότεχνούς της, αντιστρέφοντας τις έννοιες του μαλακού-σκληρού, ανακαλώντας τα τραύματά της, εμφανίζοντας τα χαρούμενα έργα της ως απειλή κατά της εξουσίας.
Η ελευθερία μέσω της βίας, η δημιουργία μέσω της καταστροφής, η ευχαρίστηση μέσω του φόβου και οι καλλιτεχνικές αντινομίες της όχι μόνο δεν έπαψαν να εξετάζονται αλλά στον 21ο αιώνα αποκαλύπτονται ξανά και ξανά μέσα από τη δική της οπτική, που είναι πιο κατανοητή από ποτέ. Κάτω από κάθε φιγούρα ελλοχεύουν ο κίνδυνος, ο θόρυβος και η αίσθηση του εκτροχιασμού. Στο έργο της στον δημόσιο χώρο χρησιμοποίησε ως αρχέτυπα νύφες, μητέρες και θεές για να αμφισβητήσει την πατριαρχία και να εξετάσει τη γυναικεία ψυχή και το γυναικείο εγώ μέσω της κατασκευής μητριαρχικών χώρων.
Αν θέλει κάποιος να αναζητήσει το όραμά της, δεν πρέπει να προσπεράσει τον περίφημο Κήπο των Ταρό, που ένα κομμάτι του έχει στηθεί στην έκθεση του ΜοΜΑ. Είναι το έργο που κοιτάζει βαθιά στο φανταστικό της σύμπαν. Η Ντε Σεν Φαλ πίστευε πως, όπως οι χώροι που κατοικούμε, μπορούμε να δούμε τα σύμβολα που βρίσκονται μέσα στην τράπουλα 72 καρτών ως αντανακλάσεις του εαυτού μας και των πεποιθήσεών μας. Δεν είναι ασυνήθιστο λέξεις όπως «δομές», «θεμέλια» και «σπίτι» εμφανίζονται στην ανάγνωση των ταρό – οι παραδοσιακές κάρτες απεικονίζουν πύργους, κάστρα και εκκλησίες. Μερικές φορές οι κάρτες περιγράφονται ως κλειδιά ή ως πύλες. Εμπνεύστηκε τον Κήπο των Ταρό σε ένα ταξίδι το 1955 στο πάρκο Γκουέλ του Γκαουντί στη Βαρκελώνη.
Η Ντε Σεν Φαλ μέσα από την πρωτότυπη οπτική της γλώσσα και την αφηγηματική της ικανότητα χρησιμοποίησε τους γεμάτους καθρέφτες κήπους για να προσδιορίσει την ταυτότητά της και να οικοδομήσει δομές στις οποίες μπορούσε να ζήσει ελεύθερα και αυθεντικά. Κατασκευασμένος από σκυρόδεμα, ψηφιδωτά πλακίδια και χιλιάδες χρωματιστούς καθρέφτες, ο κήπος της συγκρότησε ένα τεράστιο πάρκο γλυπτικής στην Τοσκάνη και ήταν το έργο της ζωής της, που χρηματοδοτήθηκε από την ίδια – πουλούσε αρώματα, κοσμήματα και αντίγραφα των έργων της για να μπορέσει να το ολοκληρώσει.
Η Ντε Σεν Φαλ έλεγε ότι είναι αρχιτέκτονας και άφησε το αποτύπωμά της σε ιδιωτικές κατοικίες και παιδικές χαρές· είναι από τις λίγες γυναίκες που εργάστηκαν στην αρχιτεκτονική με αυτό τον ελεύθερο τρόπο. «Ένιωσα σαν ξένη ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες. Δεν έχω πάει ποτέ σε σχολή τέχνης και είμαι αυτοδίδακτη. Αισθάνομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι δάσκαλοί μου (αναφερόταν στον Γκαουντί)... Τα μεγάλα έργα μου ήταν όλα φανταστική αρχιτεκτονική», έγραφε σε ένα γράμμα της. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Ελβετό αρχιτέκτονα Μάριο Μπότα σε ένα πάρκο στην Ιερουσαλήμ που ονομάζεται Κιβωτός του Νώε.
Τι υπάρχει πίσω από την αισθητική της; Έπαιζε με την έλξη και την απώθηση, δεν έκανε ποτέ εύκολη τέχνη, ακόμα κι αν φαινόταν εύκολη. Τέρατα, φίδια και δράκοι ήταν τα συστατικά του Le Dragon de Knokke, ενός παιδότοπου στο Βέλγιο (1973-75), το μοντέλο του οποίου προβάλλεται για πρώτη φορά στην έκθεση.
Τη δεκαετία του 1980, ο Κιθ Χάρινγκ έμεινε μέσα στο κτίσμα, αργότερα πήρε άδεια για να φτιάξει μια τοιχογραφία μέσα σε αυτό. Όπως και ο Χάρινγκ έτσι και η Ντε Σεν Φαλ έκανε πολλά έργα σε μια προσπάθεια να εκπαιδεύσει το κοινό σχετικά με την επιδημία του AIDS, συμπεριλαμβανομένου ενός βιβλίου του 1986 με τίτλο AIDS, You can't catch it holding hands.
Η Ντε Σεν Φαλ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 29 Οκτωβρίου 1930 και κατάγεται από μια οικογένεια παλιών ευγενών. Σε ηλικία τριών ετών μετακόμισαν οικογενειακώς στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι πρώτες της εικόνες σχετικά με την τέχνη προήλθαν από κόμικς και επισκέψεις στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέα Υόρκης. Όπως εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στη βιογραφία της, σε ηλικία 11 ετών βιάστηκε από τον πατέρα της, γεγονός που τη σημάδεψε και την οδήγησε σε ηλικία 23 ετών σε ψυχιατρική κλινική. Η ομορφιά της δεν περνούσε απαρατήρητη και δούλεψε ως μοντέλο στα μεγαλύτερα περιοδικά όπως η «Vogue», το «Elle», το «Life».
Το 1952 φτάνει στο Παρίσι, όπου σπουδάζει θεατρολογία, υποκριτική και εμπλέκεται με τη σκηνοθεσία. Το 1960 γνωρίζει τον Ελβετό ζωγράφο και γλύπτη Ζαν Τινγκελί, έναν σημαντικό και πρωτοπόρο καλλιτέχνη: αν και δημιουργούσαν μαζί, υπέγραφαν χωριστά τα μέρη των κοινών έργων τους.
Τη δεκαετία του 1960 το ζευγάρι ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα που είχε το όνομα «Νέοι Ρεαλιστές» και ήταν επηρεασμένο από τον Μαρσέλ Ντισάν. Ο Τινγκελί είχε ήδη γίνει διάσημος όταν το 1960 παρουσίασε το «Φόρος τιμής στη Νέα Υόρκη», μια περφόρμανς όπου έστηνε και ύστερα κατέστρεφε ένα γλυπτό στον κήπο γλυπτών του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης.
Η σχέση τους διατηρήθηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι τον θάνατο του Τινγκελί, ακόμα και όταν ο γάμος τους είχε διαλυθεί. Ο Τινγκελί ήταν αυτός που την ενθάρρυνε να αυτονομηθεί από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής και να πράξει ελεύθερα και αυτόνομα.
Η Νίκι ντε Σεντ Φαλ πέθανε το 2002, 71 ετών, 11 χρόνια μετά τον Ζαν Τινγκελί και η πρώτη κοινή τους έκθεση έγινε μετά τον θάνατό τους, το 2006, στο Μουσείο Τινγκελί της Βασιλείας στην Ελβετία.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.4.2021