«Εγώ που βάσταξα όσα δεν βάσταξε άλλος θνητός στη γή, τώρα το χέρι μου στο στόμα του φονιά των γιών μου απλώνω»
Ξαναδιαβάζοντας την Ιλιάδα
ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΣΑ την Ιλιάδα. 40 χρόνια μετά την πρώτη φορά. Είμαι άλλος άνθρωπος― εντελώς άλλα πράγματα είδα. Δεν είμαι ειδήμων να κρίνω τη μετάφραση του Μαρωνίτη, επαρκής μού φάνηκε, κύλαγε ωραία, σίγουρα καλύτερη από όλες τις προηγούμενες― υπήρχαν λέξεις βέβαια που άλλοτε μού χτύπαγαν ως πολύ τωρινές («κολλητός» ο Πάτροκλος του Αχιλλέα), άλλοτε σγουρές, από μια φιλολογία που σβήνει. Επαναλαμβάνω: παρατηρήσεις ενός απλού αναγνώστη.
Σημασία έχει, ότι λόγω ηλικίας, μπόρεσα να καταλάβω καλύτερα το νόημα μερικών πραγμάτων: τι σημαίνει να πολεμάς ξέροντας ότι έχεις λίγη ζωή μπροστά σου (ο ωκύμορος βίος του Αχιλλέα)· τι σημαίνει ο άσπλαχνος χαλκός να σκίζει το σαγόνι, να κόβει τη γλώσσα, να πετάει τα δόντια σου έξω (σκηνές φόνου που ξετυλίγονται σαν φύλλα λουλουδιού, σαν ηλιοβασιλέματα σε time lapse)· τι σημαίνει να έρχεται ο νεκρός φίλος στον ύπνο σου και να σoυ ζητάει τα ρέστα· τι σημαίνει να δειπνείς με τον φονιά του γιού σου, αφού η πείνα είναι πάνω κι από το πένθος― και τα λοιπά και τα λοιπά.
Αυτές οι εικόνες, εντελώς παροντικές όσο κι αρχαίες, δεν μπορούν να σε συγκλονίσουν με τον ίδιο τρόπο, όταν είσαι 20 χρονών. Πρέπει να έχεις πάρει το μερίδιό σου στην απώλεια. Οι ποιητικές εικόνες που αποκτούν ρίζα στο βίωμα, ανθίζουν με βία, όχι απλώς με ομορφιά.
Παραθέτω ωστόσο, συγκριτικά, δυο αποσπάσματα μεταφράσεων, έτσι για να παίξουμε λίγο. Δεν λέω ποιο μ’ αρέσει περισσότερο, γιατί θα’ ταν κι άδικο: Ο Μαρωνίτης κατόρθωσε ένα έργο πλήρες και χρήσιμο· η άλλη απόπειρα είναι θραυσματική, της πολυτέλειας.
Ομήρου Ιλιαδα, Ραψωδια Δ'-στιχοι 473-489
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ:
Τότε ξεχώρισε και σκότωσε ο Τελαμώνιος Αίας
του Ανθεμίωνα το γιό, παλικαράκι ανύπαντρο.
Τον είπαν Σιμοείσιο, γιατί στις όχθες του Σιμόη
η μάνα του τον γέννησε, από την Ίδα κατεβαίνοντας, όπου
μαζί με τους γονείς της πήγε να δει τα πρόβατά τους.
'Ομως ο γιος δεν πρόλαβε να ανταποδώσει στους δικούς του
τα τροφεία· τόσο νωρίς του κόπηκε το νήμα της ζωής,
τον δάμασε το δόρυ του μεγαλόψυχου Αίαντα.
Καθώς το παλικάρι προπορεύτηκε, τον σημαδεύει
και τον βρίσκει στο δεξί βυζί· χάλκινο το κοντάρι,
περνώντας απ’ τον ωμο, βγήκε αντίκρυ.
Κι όπως κυλίστηκε στο σκονισμένο χώμα,
έμοιασε με μια σκούρα λεύκα, πλάι σε μεγάλο βάλτο φυτρωμένη,
ψηλόλιγνη σε υγρό λιβάδι, με τα κλαδιά να στεφανώνουν
μόνον την κορφή της
αμαξομάστορης την είδε, και με το μαύρο του πελέκι την τσεκούρωσε,
να την λυγίσει σε τροχόγυρο για το περίλαμπρο άρμα του,
κι αυτή πεσμένη τώρα στου ποταμού την όχθη αποξηραίνεται·
όμοια τον Σιμοείσιο, βλαστάρι του Ανθεμίωνα, ο θείος Αίας
τον κλάδεψε και τον γυμνώνει.
Ομήρου Ιλιάς, εκδόσεις Άγρα
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ:
ΤΟΤΕ ο Τελαμώνιος Αίας σημάδεψε τ’ άγόρι του Ανθεμίωνα,
τον παρθένο βλαστό στο άνθισμά του, τον Σιμοείσιο, που η μάνα του,
χρόνια αλλοτινά,
τον γέννησε στις όχθες του Σιμόεντα, όταν από την Ίδη κίνησε,
ακολουθώντας τους γονιούς της, τα πρόβατά τους να βοσκήσουν·
έτσι τον βγάλαν Σιμοείσιο· όμως δεν πρόλαβε ν’ ανταποδώσει
τη φροντίδα του για τους γονιούς που αγαπούσε, αφού υφάνθηκε
η ζωή του λιγοστή, και του ’λαχε να υποταχθεί στο δόρυ της ορμής
του Αίαντα.
Μόλις στην πρώτη βρέθηκε γραμμή, στο στήθος τον σημάδεψε,
στη ρόδινη θηλή δεξιά· και πέρασε το χάλκινο κοντάρι
βγαίνοντας πίσω απ’ το φτερό· σωριάστηκε στη σκόνη σαν τη λεύκα
που φύτρωσε σ’ απλόχωρο λιβάδι και λούζεται σε καταπράσινα νερά,
απαλή, στεφανωμένη τους κλώνους της κορφής της·
όμως την έκοψ’ ένας άντρας, με το τσεκούρι του το μαυρισμένο,
τεχνίτης αρματοποιός, τροχούς να κάμει σ’ ωραίο δίφρο·
κι αυτή, στις όχθες του ποταμού πεσμένη, αφήνεται να ξεραθεί.
Αυτόν, τον Ανθεμίδη Σιμοείσιο, τον γύμνωσε από τ’ άνθη του
ο Αίαντας, του Δία ο γόνος.
Βασίλης Μπουκουβάλας, Ομηρικές εκλογές, Το Ροδακιό