Το 2016, ένας Βρετανός συντηρητής αρχαιοτήτων, ο Νιλ Πέρι Σμιθ, συνελήφθη, εκδόθηκε στις ΗΠΑ και του απαγγέλθηκαν 29 κατηγορίες για τον καθαρισμό και τη συντήρηση αρχαιοτήτων με παράνομη προέλευση από την Ασία, αξίας 143 εκατομμυρίων δολαρίων, που διοχετεύθηκαν στην αγορά τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οι συντηρητές έργων τέχνης είναι μόνο ένας κρίκος στην αλυσίδα της διακίνησης πλαστών έργων και ακόμα και όσοι δεν έχουν ενδιαφέρον για την τέχνη μπορούν να καταλάβουν πόσο ανεβαίνει η αξία μιας αντίκας και με ποιον τρόπο αλλάζει το προφίλ μιας επιχείρησης, αν έχουν δει τη βασισμένη στο βραβευμένο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ ταινία «Η Καρδερίνα», με τις μικρές «κομπίνες» των συντηρητών που μεγαλώνουν το ορφανό αγόρι.
Είναι γνωστό ότι δύο από τους πιο γνωστούς πλαστογράφους τέχνης, ο Τόμας Κίτινγκ (ο οποίος πέθανε το 1984), που πλαστογράφησε τουλάχιστον 2.000 πίνακες, περισσότερων από 100 διαφορετικών καλλιτεχνών, και ο Έρικ Χέμπορν (που δολοφονήθηκε στη Ρώμη το 1996), ξεκίνησαν την καριέρα τους ως αυτοαποκαλούμενοι συντηρητές τέχνης.
Μιλώντας για αντίκες, το 2016, ένας έμπορος ειδικός σε καρέκλες του 18ου αιώνα, ο Charles Hooreman, «κάρφωσε» τον ιστορικό γαλλικό οίκο Kraemer του Παρισιού, που ιδρύθηκε το 1875 και προμηθεύει μουσεία όπως το Λούβρο, το Μητροπολιτικό και το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης με κομμάτια του 18ου αιώνα, ότι πούλησε στις Βερσαλλίες το 2009 ένα σετ με τέσσερις καρέκλες, ισχυριζόμενος ότι ήταν πρωτότυπα του Λουί Ντελανουά και φτιάχτηκαν για την ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’ Μαντάμ ντι Μπαρί.
Οι καρέκλες πουλήθηκαν στο μουσείο των Βερσαλλιών για 1,7 εκατομμύρια ευρώ, οι υπεύθυνοι του οίκου Kraemer συνελήφθησαν, και αυτό είναι ένα μόνο μικρό περιστατικό από τον πόλεμο που μαίνεται μεταξύ εμπόρων, προμηθευτών και μεσαζόντων στον κόσμο της αγοράς της τέχνης, που στα μάτια των κοινών θνητών μοιάζει μακρινός και απίθανος.
Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο στα Panama Papers όσο και στα Pandora Papers φιγουράρουν ονόματα από τον κόσμο της τέχνης που συνδέονται με παράνομη διακίνηση και πώληση έργων τέχνης. Η «Washington Post», η οποία συμμετείχε στην έρευνα, ανέφερε ότι τα έγγραφα δείχνουν πως ο έμπορος έργων τέχνης Ντάγκλας Λάτσφορντ και η οικογένειά του δημιούργησαν «καταπιστεύματα σε φορολογικούς παραδείσους αμέσως μετά την έναρξη της σύνδεσης των αμερικανικών ερευνών με τα λεηλατημένα αντικείμενα της Καμπότζης».
Ο Λάτσφορντ πέθανε πέρσι και η κόρη του χάρισε τη συλλογή του στο κράτος. Στην ίδια λίστα φιγουράρει ο Saffronart, ένας από τους μεγαλύτερους οίκους δημοπρασιών τέχνης στην Ινδία, σε μια ομάδα υπεράκτιων εταιρειών στις οποίες εμπλέκονται οι ιδρυτές του Minal και Dinesh Vazirani.
Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, οι αγορές τέχνης της Ασίας είναι πεδίο σχεδόν ανεξιχνίαστο και τεράστιο. Διακινούνται ιλιγγιώδη ποσά και με εξαίρεση τα «χτυπήματα» από τη Σαουδική Αραβία, με πρώτο φυσικά και καλύτερο το παγκόσμιο και σχεδόν «απλησίαστο» ρεκόρ που δημιούργησε με την πώλησή του για 450 εκατομμύρια δολάρια ο πίνακας του Ντα Βίντσι «Σαλβατόρ Μούντι», οι Ασιάτες δείχνουν να κινούν τα νήματα.
Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, οι αγορές τέχνης της Ασίας είναι πεδίο σχεδόν ανεξιχνίαστο και τεράστιο. Διακινούνται ιλιγγιώδη ποσά και με εξαίρεση τα «χτυπήματα» από τη Σαουδική Αραβία, με πρώτο φυσικά και καλύτερο το παγκόσμιο και σχεδόν «απλησίαστο» ρεκόρ που δημιούργησε με την πώλησή του για 450 εκατομμύρια δολάρια ο πίνακας του Ντα Βίντσι «Salvator Mundi», οι Ασιάτες δείχνουν να κινούν τα νήματα.
Πριν μερικά χρόνια, φίλοι που ταξίδεψαν στο Χονγκ Κονγκ μας έλεγαν για μια γκαλερί από τις μεγαλύτερες στην πόλη και τις πιο προβεβλημένες, που είχε τρεις ορόφους με ακουαρέλες του Σαγκάλ προς πώληση. «Αυθεντικές;» αναρωτηθήκαμε όλοι, και οι απορίες μας έμειναν αναπάντητες φυσικά.
Πάντως, στη δεκαετία του 1960, ένας νεαρός έμπορος τέχνης ονόματι Ντέιβιντ Στάιν πούλησε τρεις ακουαρέλες, που υποτίθεται ότι ήταν του Ρώσου καλλιτέχνη Μαρκ Σαγκάλ, σε έναν έμπορο έργων τέχνης στη Νέα Υόρκη.
Είναι σχεδόν αστείο, γιατί είχε ζωγραφίσει ο ίδιος τα έργα την ίδια μέρα και η υπόθεση δεν θα είχε ανακαλυφθεί αν, για κακή του τύχη, ο Μαρκ Σαγκάλ δεν τύχαινε να συναντηθεί με τον έμπορο που αγόρασε αυτές τις ακουαρέλες την ίδια μέρα, αποκαλύπτοντας αμέσως ότι ήταν ψεύτικες.
Για την ιστορία, ο Στάιν φυλακίστηκε, αλλά το περιστατικό αύξησε τόσο πολύ τη φήμη του που κατάφερε να κάνει καριέρα ως πρωτότυπος καλλιτέχνης μετά την απελευθέρωσή του.
Ο πιο πλαστογραφημένος πάντως καλλιτέχνης όλων των εποχών, όπως πολλοί υποπτεύονται, είναι ο Καμίλ Κορό, με τους αριθμούς να λένε ότι ο Κορό δημιούργησε μόνο 3.000 έργα στη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο, πάνω από 100.000 έργα μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αποδίδονται σε αυτόν.
Ο διάσημος πλαστογράφος Έρικ Χέμπορν, που θεωρείται ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών, όταν εξέδωσε ένα βιβλίο για τη ζωή του ως πλαστογράφου παρουσίασε ένα αντίγραφο του έργου του Κορό μαζί με τους αυθεντικούς πίνακες, προκαλώντας τους ειδικούς της τέχνης να βρουν τη διαφορά. Και αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα, τόσο μεγάλο που ακόμα και σήμερα γκαλερί, οίκοι δημοπρασιών και μουσεία αναρωτιούνται αν έχουν υπάρξει θύματα του Χέμπορν.
Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε κάνει τουλάχιστον χίλιες πλαστογραφίες -αριστουργηματικές, όπως λένε-, κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ αν είναι αλήθεια, αφού ο ιδιοφυής και ταλαντούχος πλαστογράφος του Ρούμπενς και του Βαν Ντάικ, ανάμεσα σε άλλους παλαιούς δασκάλους, βρέθηκε νεκρός το 1996 κοντά στο σπίτι του στη Ρώμη, με σπασμένο κρανίο.
Αργότερα πιθανολογήθηκε ότι ήταν δουλειά της ιταλικής μαφίας για την οποία δούλευε επί σειρά ετών, αφότου αποφυλακίστηκε. Τις πιθανότητες να ισχύει αυτή η υπόθεση ενίσχυσε η απροθυμία όλων των ανθρώπων που τον ήξεραν να ανοίξουν το στόμα τους.
Ο εικοστός πρώτος αιώνας έχει δει ήδη μεγάλες υποθέσεις πλαστογραφίας και αμφισβήτησης της γνησιότητας των έργων, και είμαστε ακόμα στην αρχή του. Ήδη από το 2014, το Ελβετικό Ινστιτούτο Εικαστικών Τεχνών (FAEI), μια ανεξάρτητη εταιρεία με έδρα τη Γενεύη, η οποία χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους, με ακτινογραφίες, υπέρυθρες σαρώσεις και χρονολόγηση ραδιοανθράκων, έχει ισχυριστεί ότι το 50% της τέχνης που κυκλοφορεί στην αγορά είναι πλαστογραφημένο ή πιθανότατα δεν αποδίδεται στον δημιουργό του.
«Δεν υπάρχει καθολική, μαγική επιστημονική τεχνική για τον εντοπισμό πλαστογραφιών», υποστηρίζει ο Kilian Anheuser, επικεφαλής επιστήμονας στη Geneva Fine Art Analysis στην Ελβετία, σύμφωνα με τον οποίο περίπου το 70-90% των έργων τέχνης που εξετάζει ο οργανισμός του για λογαριασμό συλλεκτών και εμπόρων καταλήγουν να μην είναι έργα του καλλιτέχνη που τα «υπογράφει». Στο Ινστιτούτο καταφεύγουν όλο και περισσότεροι συλλέκτες αλλά και μουσεία – με κίνδυνο να βρεθούν μπροστά σε «άβολες αλήθειες» σχετικά με την αυθεντικότητα των έργων που εκθέτουν.
Οι ειδικοί λένε ότι τα πλαστά μπορούν να εντοπιστούν εύκολα, πολλά από αυτά έχουν ζωγραφιστεί πάνω σε άλλα έργα λόγω της ανάγκης χρήσης καμβά κατάλληλης ηλικίας ή είναι βαμμένα με χρωστικές που δεν ταιριάζουν με τον υποτιθέμενο καλλιτέχνη ή τη χρονική περίοδο. Άλλα απαιτούν πιο εκτεταμένες και ακριβότερες δοκιμές. Όμως σε μια όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά, με υψηλές τιμές, οι συλλέκτες τείνουν όλο και περισσότερο να ζητούν εμπειρικά στοιχεία όταν πραγματοποιούν αγορές και «η επιστημονική ανάλυση προσθέτει αξία στα έργα τέχνης», λέει ο Anheuser.
Δεν είναι παράξενο το γεγονός πώς όταν οι άνθρωποι αγοράζουν ένα διαμέρισμα παίρνουν μια εκτίμηση, ενώ στον κόσμο της τέχνης μέχρι πρόσφατα αγόραζε κάποιος έργα για 10 εκατομμύρια ευρώ χωρίς επαρκή τεκμηρίωση; Ποιον είχε συμβουλευτεί; Έναν ειδικό, αλλά και οι ειδικοί έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις, έχουν τρομερές φιλοδοξίες και δίψα να ανακαλύψουν νέα ή άγνωστα έργα και φυσικά εκτός από διάσημοι να γίνουν και πλούσιοι, βάζοντας την υπογραφή τους για τη γνησιότητα ενός έργου για πολλές χιλιάδες ευρώ ή δολάρια.
Μια όψη αυτού του κόσμου έδειξε το ντοκιμαντέρ «Made you look» του Netflix, που αποδείκνυε πόσο εντυπωσιακά εύπιστοι και φιλόδοξοι ήταν οι αγοραστές, οι κατά τα άλλα πανέξυπνοι επιχειρηματίες με τεράστιες περιουσίες, που λαχταρούσαν να αποκτήσουν ένα έργο αμερικανικού εξπρεσιονισμού.
Πρόκειται για μια ιστορία που κατέληξε να είναι η πιο μεγάλη υπόθεση πλαστογραφίας στις ΗΠΑ, με πωλήσεις που άγγιξαν τα 80 εκατομμύρια δολάρια και εμπλεκόμενη στην απάτη μια ιστορική γκαλερί, τη Νόντλερ, με ιστορία 165 ετών, η οποία έκλεισε άδοξα το 2011. Το δίδαγμα αυτής της ιστορίας ανάμεσα σε πολλά άλλα είναι ότι οι επιτήδειοι αναγνωρίζουν αμέσως όσους αγοράζουν υπό πίεση, ειδικά όσους είναι νέοι στην τέχνη, από ματαιοδοξία μη τυχόν και χάσουν το αντικείμενο του πόθου τους. «Καλύτερα να το χάσετε παρά να κάνετε λάθος αγορά» λέει το Geneva Fine Art Analysis.
Το τρέιλερ του You made the look
Οι υποθέσεις της πλαστογραφίας και των αντιγράφων είναι αληθινά περίεργες και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, καθεμία ένα σενάριο για ταινία μικρού μήκους. Το 2011 έσκασαν στην αγορά οι πλαστοί Τζακομέτι, όταν εξαρθρώθηκε ένα δίκτυο που είχε πουλήσει τα αντίγραφα του πλαστογράφου Ρόμπερ Ντρίσεν, ο οποίος έβγαλε τουλάχιστον 8 εκατομμύρια ευρώ πουλώντας πλαστά γλυπτά, προτού ανακαλυφθούν τα αδικήματά του.
Το 2015, η υπόθεση έγινε ξανά πρωτοσέλιδο όταν ένας Γερμανός έμπορος πιάστηκε να προσπαθεί να πουλήσει ένα από τα έργα που ήταν ακόμα ελεύθερα σε μυστικό πράκτορα, κάτι που επηρεάζει ακόμα και σήμερα την αγορά των έργων του Ελβετού καλλιτέχνη.
Οι σύγχρονες μέθοδοι εξετάζουν κάτι που οι ειδικοί παλαιότερα έβλεπαν «με το μάτι», για παράδειγμα τα χρώματα και τη χημική ανάλυση της μπογιάς, την ηλικία της ή αν υπήρχε όταν χρονολογήθηκε το έργο, με τους ερευνητές να προτρέπουν τους αγοραστές να μην πιστεύουν κανένα «όμορφα εκτυπωμένο έγγραφο με τίτλο Πιστοποιητικό Γνησιότητας», αλλά να ελέγχουν τον πωλητή. Πόσο όμως μπορούν να τον ελέγξουν;
Για παράδειγμα, το 2013 ο τότε πρόεδρος του περίβλεπτου Ινστιτούτου Μοντιλιάνι, Κριστιάν Παριζό, κατηγορήθηκε και συνελήφθη για την παροχή ψευδών πιστοποιητικών γνησιότητας για ψεύτικα έργα του Μοντιλιάνι αξίας σχεδόν 8 εκατομμυρίων ευρώ. Πέντε χρόνια αργότερα, η «Telegraph» ανέφερε ότι 21 πίνακες του Μοντιλιάνι, οι οποίοι εκτέθηκαν στο Παλάτσο Ντουκάλε της Γένοβας, ήταν όλοι πλαστοί εκτός από έναν. Ο Μοντιλιάνι είναι ένας από τους πιο αντιγραμμένους καλλιτέχνες στον κόσμο και οι πίνακές του πωλούνται για εκατομμύρια. Πιστεύεται ότι υπάρχουν πάνω από 1.000 πλαστοί πίνακες του Μοντιλιάνι στον κόσμο.
Πώς γίνονται αυτές οι εκθέσεις με πλαστά έργα; Συνήθως ένας «πρόθυμος συλλέκτης» προτείνει σε ένα μουσείο τον δανεισμό τους. Η έκθεση των έργων σε ένα μουσείο δίνει προστιθέμενη αξία και μια εγκυρότητα που μπαίνει στο «βιογραφικό» του έργου.
Έτσι την πάτησε το Μουσείο Καλών Τεχνών στη Γάνδη, που εξέθεσε 26 πλαστά έργα, τα οποία ήταν δάνειο από έναν συλλέκτη. Τα έργα του Μαλέβιτς και του Καντίνσκι όχι μόνο δεν ήταν αληθινά, αλλά δεν περιλαμβάνονταν σε κανένα από τους raisonnés (αιτιολογημένους) καταλόγους των καλλιτεχνών. Το μουσείο είπε ότι δεν διενήργησε επιστημονική ανάλυση των έργων, διότι αυτό είναι τυπική διαδικασία στις εξαγορές και όχι στα δάνεια.
Με τον ίδιο τρόπο και χωρίς ανάλυση, ένας πίνακας του Παρμιτζιανίνο, καλλιτέχνη του 16ου αιώνα, που είχε εκτεθεί στην Πάρμα, τη Βιέννη και τη Νέα Υόρκη και είχε πωληθεί από τον οίκο Sotheby's, αποδείχθηκε ότι ήταν ψεύτικος. Οι Sotheby's ακύρωσαν την πώληση το 2015, αφού προσέλαβαν έναν επιστημονικό αναλυτή για να επιβεβαιώσει την παρουσία μιας σύγχρονης συνθετικής πράσινης χρωστικής ουσίας που δεν υπήρχε στον αιώνα που ο Ιταλός καλλιτέχνης δημιούργησε το έργο.
Πολύ πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020, η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» ανακοίνωσε ότι το «Κεφάλι με Κέρατα» -γλυπτό που αποδίδεται στον Πολ Γκογκέν και αγοράστηκε το 2002 από το Μουσείο Γκετί του Λος Άντζελες- είναι ψεύτικο. Το μουσείο είχε δώσει περισσότερα από 3 εκατομμύρια δολάρια στην γκαλερί της Νέας Υόρκης Wildenstein & Company, της οποίας οι ιδιοκτήτες, ισχυροί Γαλλοαμερικανοί έμποροι τέχνης, εμπλέκονται και σε μια άλλη υπόθεση με έναν πλαστό πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ.
Η Tate, τον Αύγουστο του 2021, ανακοίνωσε ότι επιφυλάσσεται ως προς τη γνησιότητα ενός έργου του Πολ Γκογκέν που απεικονίζει γυναίκες της Αϊτής, μετά την απόφαση του Ινστιτούτου Wildenstein Plattner με έδρα τη Νέα Υόρκη να μη συμπεριλάβει το έργο στον αιτιολογημένο κατάλογο του έργου του Γκογκέν, με το Ινστιτούτο να αποκρύπτει τους λόγους της απόρριψης, για να «διατηρήσει το απόρρητο» των συζητήσεων. Ο Ρότζερ Φράι, ιδιοκτήτης του έργου και διακεκριμένος ιστορικός τέχνης, που εφηύρε τον όρο μετα-ιμπρεσιονισμός, κατείχε το έργο από το 1917 και πίστευε ότι ήταν γνήσιος Γκογκέν, σε μια εποχή, βέβαια, που πολύ λίγα ήταν γνωστά για το έργο του καλλιτέχνη.
Όταν ρωτήθηκε «πόσα πλαστά έργα πιστεύετε ότι υπάρχουν στους τοίχους;», ο διευθυντής του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης απάντησε: «Δεν έχω ιδέα».
Κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί ή να ομολογήσει ότι ένα πολυδιαφημισμένο αριστούργημα που έχει φέρει έσοδα στο μουσείο του δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα όνομα του βεληνεκούς του Ρούμπενς, για παράδειγμα, κάτι που συνέβη πρόσφατα στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου: η ανάλυση του έργου επιβεβαίωσε την εκτίμηση της Ευφροσύνης Δοξιάδη που κυριολεκτικά έφαγε τριάντα χρόνια υπερασπιζόμενη με τόλμη την άποψή της ότι το έργο δεν είναι γνήσιο και έχοντας απέναντί της ένα μουσείο που για κανένα λόγο δεν ήθελε να ομολογήσει ότι ο πίνακας «Σαμψών και Δαλιδά», το δεύτερο ακριβότερο έργο που έχει αγοράσει η Πινακοθήκη, δεν είναι του Ρούμπενς.
Μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει χιλιάδες τεκμηριωμένες περιπτώσεις πλαστογραφιών και πλαστογραφημένων έργων τέχνης ανά τους αιώνες. Και έχουν δοθεί ιστορικές μάχες για την αυθεντικότητα των έργων, με πολλές από αυτές να βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες. Είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και μυθιστορηματικές επειδή περιλαμβάνουν τις πιο περίεργες ιστορίες και τους πιο διάσημους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης.
Μια από αυτές αφορά το έργο «La Bella Principessa» («Η Ωραία Πριγκίπισσα») που αποδίδεται στον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ανάλογα με το ποιον ρωτάτε, αυτός ο πίνακας είναι είτε ένα ανεκτίμητο αριστούργημα του Ντα Βίντσι είτε ένα εξαιρετικά εξειδικευμένο αντίγραφο, αξίας μόλις 20.000 δολαρίων. Ο πόλεμος για την αυθεντικότητα αυτού του έργου διαρκεί από το 2008, όταν ο έμπορος τέχνης Πίτερ Σίλβερμαν ισχυρίστηκε ότι το ανακάλυψε στο συρτάρι του σπιτιού ενός φίλου του. Η ιστορία, αν και είχε τον ρομαντικό χαρακτήρα της ανακάλυψης, ήταν αναληθής, το έργο το είχε αγοράσει σε δημοπρασία.
Σχετικά με τα έργα του Λεονάρντο ντα Βίντσι επικρατεί πάντα ενθουσιασμός και αναβρασμός στην αγορά. Το είδαμε και πρόσφατα, όταν ο πίνακας «Salvator Mundi» («Ο Σωτήρας του Κόσμου») πουλήθηκε στην αστρονομική τιμή των 450 εκατομμυρίων δολαρίων, άσχετα με το γεγονός ότι το Λούβρο δεν δέχτηκε να τον εκθέσει δίπλα στη «Μόνα Λίζα», ή ότι εξαφανίστηκε από προσώπου γης μετά την αγορά του, κάτι που κάνει πολλούς να υποψιάζονται ότι δεν είναι έργο του ίδιου του Λεονάρντο ή ότι ο μεγάλος δάσκαλος συνέβαλε μόνο σε ένα μέρος της δημιουργίας του.
Όσον αφορά την «Ωραία Πριγκίπισσα» του Ντα Βίντσι, αρκετοί αξιόλογοι ιστορικοί τέχνης και ειδικοί υποστήριξαν τη θεωρία ότι μπορεί να μην είναι του Λεονάρντο. Αυτοί οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι έχουν την επιστήμη στο πλευρό τους, αλλά το ίδιο κάνουν και οι επικριτές τους, και αμφότεροι έχουν προσκομίσει συναρπαστικά στοιχεία προς υποστήριξη των θέσεών τους, με τη συζήτηση για το έργο να συνεχίζεται επ' αόριστον.
Η ιλιγγιώδης τιμή που επιτεύχθηκε για το «Salvator Mundi» άνοιξε ξαφνικά την όρεξη της αγοράς για τους παλαιούς δασκάλους. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: συλλέκτες, ιδρύματα και μουσεία «ανεβοκατεβάζουν» την αξία των έργων σύγχρονης τέχνης, τα πλαστά είναι χιλιάδες, οπότε οι επενδυτές πάνε σε μια περιοχή «πιο σίγουρη», όπως νομίζουν, ώστε η επένδυσή τους να είναι πιο ασφαλής. Όμως είναι;
Ακόμα και μέσα στην καραντίνα, οι διαδικτυακές πωλήσεις των έργων αυτών εκτινάχθηκαν. Και φυσικά, προς τα εκεί κινήθηκαν και οι πλαστογράφοι, εκεί που υπάρχουν οι υψηλότερες τιμές. Πολλά έργα τα τελευταία χρόνια έχουν αποδοθεί στα πολυπληθή εργαστήρια και «τη σχολή» του καλλιτέχνη.
Οι περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικές: στην περίπτωση του Πίτερ Μπρέγκελ –μιλάμε για οικογενειακά σχεδόν εργαστήρια–, ο αντιγραφέας ήταν ο Πίτερ Μπρέγκελ ο Νεότερος, ο οποίος έκανε πολλά αντίγραφα του έργου του πατέρα του, συμπεριλαμβανομένου και του έργου «Nederlandse Spreekwoorden» («Ολλανδικές παροιμίες»), που υπάρχει στη Συλλογή Delporte στις Βρυξέλλες. Αυτό για να μη νομίζουμε ότι τα αντίγραφα έγιναν μόνο πολλά χρόνια μετά τον θάνατο ενός καλλιτέχνη.
Ο κόσμος είναι γεμάτος πλαστά έργα τέχνης, και όσο περνά ο καιρός, όσο περισσότερο νέο χρήμα εμφανίζεται και οι επενδυτές ζητούν να παίξουν ρόλο στην αγορά της τέχνης, το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί.
Οι «Νew Υork Τimes» στις αρχές του 2020, με αφορμή τη σύλληψη ενός παραχαράκτη, δημοσίευσαν μια έρευνα η οποία εφιστούσε την προσοχή στους υποψήφιους αγοραστές που αγοράζουν ακριβή αντίγραφα (γνωστά και ως ρεπροντιξιόν), ένα εμπόριο που ανθεί, με τεράστια πελατεία σε ολόκληρο τον κόσμο που αγοράζει online.
Στις αρχές του 2020 ανακαλύφθηκε ότι ένας μόνο άνθρωπος από τη Βασιλεία πουλούσε εκατοντάδες ψεύτικες ρεπροντιξιόν ως έργα των Λιχτενστάιν, Γουόρχολ, Πάουλ Κλέε και Πικάσο για περισσότερα από δέκα χρόνια. Η Artists Rights Society της Νέας Υόρκης έχει ιδρύσει ειδικό τμήμα και έχει κηρύξει αγώνα ενάντια στην πώληση πλαστών ρεπροντιξιόν, που κινείται κυρίως μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου, με τα περισσότερα από αυτά να προέρχονται από την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Ο κύκλος των εργασιών των παραχαρακτών είναι πολύ μεγάλος, αν σκεφτούμε ότι ένα πολλαπλό πορτρέτο της Μέριλιν Μονρόε του Γουόρχολ μπορεί να φτάσει και τις 300.000 δολάρια. Η εξέλιξη στις τεχνικές της φωτομηχανικής αναπαραγωγής έχει διευκολύνει τους παραχαράκτες ώστε να παράγουν ακριβή ψεύτικα αντίγραφα. «Μια πραγματικά καλή ρεπροντιξιόν μπορεί να ξεγελάσει πολλούς ειδικούς», δηλώνει ο John Szoke, έμπορος εκτυπώσεων Πικάσο και Μουνκ από το Μανχάταν.
«Ο εντοπισμός των πλαστογραφιών δεν είναι απλός», λέει στους «ΝΥΤ». «Το χρώμα του χαρτιού, η ποιότητα της εκτύπωσης, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το αντίγραφο, όλα αυτά πρέπει να συγκριθούν με το πρωτότυπο», λέει. «Και τότε χρειάζεσαι χρόνια και χρόνια εμπειρίας». Το πρόβλημα επίσης δεν περιορίζεται στα διαδικτυακά καταστήματα. Η Susan Sheehan, ειδική στις ρεπροντιξιόν Αμερικανών μεταπολεμικών ζωγράφων, είπε ότι αγόρασε δυο πλαστές, τελικά, ρεπροντιξιόν λουλουδιών του Άντι Γουόρχολ έναντι 100.000 δολαρίων από έναν μεγάλο γερμανικό οίκο δημοπρασιών.
Μετά τις τρανταχτές περιπτώσεις πλαστών έργων τέχνης ή αντιγράφων ή έργων που τελικά αποδίδονται σε βοηθούς των μεγάλων καλλιτεχνών, ο κόσμος έχει γίνει πιο καχύποπτος και αυτό πιθανότατα θα επηρεάσει την αγορά. Γιατί τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία υπήρξαν πολλά αδίκως ξοδεμένα χρήματα από συλλέκτες και μουσεία που έχουν πλέον -τα περισσότερα από αυτά- μειωμένο προϋπολογισμό αγορών.
Μόνο αν όλοι οι έμποροι, τα μουσεία, οι οίκοι δημοπρασιών και οι συλλέκτες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για επιστημονική ανάλυση, έρευνα και τεκμηρίωση από εμπειρογνώμονες επιστήμονες πρόκειται να απαλλαγεί η αγορά από ψεύτικα και πλαστά έργα. Επιπλέον, πολλοί ειδικοί στην τέχνη γίνονται όλο και πιο απρόθυμοι να επαληθεύσουν τα έργα, λόγω των πιθανοτήτων να κατηγορηθούν για λανθασμένη απόδοση. Έτσι, αρνούνται τον έλεγχο της ταυτότητας ενός έργου.
Η αγορά της τέχνης έχει έναν εντυπωσιακό κύκλο εργασιών που το 2020 -αν και συρρικνώθηκε κατά 22% λόγω της πανδημίας, από 64,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε πωλήσεις το 2019-, έφτασε τα 50,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Η έκθεση The Art Market 2021 της οικονομολόγου Clare McAndrew που δημοσιεύτηκε από την Art Basel και την UBS καταγράφει και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως την αξία των online πωλήσεων που διπλασιάστηκε, από 6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019 σε 12,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020.
Με ασταθές το ημερολόγιο της τέχνης το πρώτο εξάμηνο του 2021, το 91% των εμπόρων εκτιμά ότι οι πωλήσεις τους είτε θα αυξηθούν είτε θα παραμείνουν σταθερές.
Το πιο ενδιαφέρον μέρος της έκθεσης της McAndrew αφορά την «επίθεση» της Μεγάλης Κίνας (Ηπειρωτική Κίνα, Χονγκ Κονγκ και Ταϊβάν) που το 2020 ξεπέρασε τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο και έγινε η μεγαλύτερη αγορά δημοπρασιών στον κόσμο, με σχεδόν το 40% των πωλήσεων σε αξία να γίνονται εκεί. Η δύναμη των δημοπρασιών που πραγματοποιούνται κυρίως στο Χονγκ Κονγκ είναι τεράστια και στις πωλήσεις έργων σύγχρονης τέχνης.
Η απάντηση δεν είναι μόνο ότι οι πλούσιοι συλλέκτες αυτής της πλευράς του κόσμου είναι εξωφρενικά πλούσιοι, αλλά και το γεγονός ότι εκεί βρίσκονται και τα μεγαλύτερα μουσεία, δημόσια και ιδιωτικά, με περισσότερα από εκατό να έχουν ανοίξει την τελευταία δεκαετία.
Φυσικά, με τα μουσεία να δείχνουν μια ασυνήθιστη κινητικότητα για να αποκαταστήσουν τις οικονομικές ζημίες του κορωνοϊού, οργανώνοντας μεγάλες εκθέσεις, δύσκολα θα μπει στο πλάνο τους να ελέγξουν χιλιάδες έργα για τα οποία υπάρχει έστω και η ελάχιστη αμφισβήτηση. Κανένα δεν είναι προετοιμασμένο να αποκαθηλώσει ένα κομμάτι του μύθου που έχτισε, που φέρνει δόξα και χρήμα.