Η υπόθεση του Salvator Mundi, του πιο ακριβού έργου τέχνης στον κόσμο εξελίσσεται σε ένα γοητευτικό μυστήριο της τέχνης. Γοητευτικό και άλλο τόσο σκληρό, που αποκαλύπτει την όψη του κόσμου της τέχνης όπως αληθινά είναι: ένας κόσμος με πολύ χρήμα, μεγάλη απληστία, ανάγκη να ανακαλύψει κάτι νέο και να δοξαστεί μέσω ενός πίνακα.
Ο κόσμος της τέχνης είναι σκοτεινός και αν ο πίνακας αυτός αποδειχθεί -που δεν πρόκειται- πλαστός, θα ανοίξει μια χαραμάδα μόνο στο σκοτάδι των πλαστών έργων και την ανάγκη όσων τα βρίσκουν να πιστέψουν -όσο και υπόλοιπος κόσμος-, ότι είναι αληθινά.
Το νέο ντοκιμαντέρ του Andreas Koefoed, «The Lost Leonardo», το δεύτερο που γυρίζεται για τον πίνακα μετά την ταινία του Antoine Vitkine, The Savior for Sale που αναφερόταν εκτενώς στο πολιτικό θρίλερ και το παρασκήνιο γύρω από την απόκτηση του πίνακα, το ρόλο του Μακρόν και την ακύρωση της έκθεσής του στο Λούβρο δίπλα στη Μόνα Λίζα όπως ζητούσαν οι Σαουδάραβες ιδιοκτήτες του είναι καθηλωτικό. Αποκαλύπτει ότι η αληθινή μάχη για την απόκτηση ενός πίνακα έχει σχέση μόνο με την επίδειξη δύναμης και την εξουσία και καμία σχεδόν με την αγνή και άδολη αγάπη για την τέχνη, τους δημιουργούς και τα έργα της.
Το ντοκιμαντέρ βγήκε λίγες μέρες αφότου ο οίκος Σόθμπις δημοσιοποίησε τα στοιχεία των εσόδων του για το πρώτο εξάμηνο του 2021 που ξεπερνούν κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Κάτι μας λέει αυτό: Είναι ζήτημα που έχει να κάνει με την πολιτική, τις επενδύσεις, τα funds, τα χαρτοφυλάκια και το κύρος των μεγάλων συλλεκτών που ορίζουν τις τιμές στην υπόλοιπη αγορά και μόνο με την παρουσία τους στο παιχνίδι.
Αποκαλύπτει ότι η αληθινή μάχη για την απόκτηση ενός πίνακα έχει σχέση μόνο με την επίδειξη δύναμης και την εξουσία και καμία σχεδόν με την αγνή και άδολη αγάπη για την τέχνη, τους δημιουργούς και τα έργα της.
Εμείς οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί μπορούμε να απολαμβάνουμε τους πίνακες των μεγάλων δασκάλων στα μουσεία ή στο ίντερνετ, και μοιάζει να έχει λίγη σημασία αν είναι έργα αληθινά επειδή έτσι είπαν κάποιοι ειδικοί που πληρώθηκαν αδρά για την εργασία τους, που ανεβάζουν την κίνηση και τα έσοδα όποιου τα εκθέτει.
Το ντοκιμαντέρ του Andreas Koefoed σε βάζει στο κλίμα από τα πρώτα λεπτά. Είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ από αυτά που δύσκολα γράφονται από τη ζωηρή φαντασία ενός συγγραφέα και κάνει τη μυθοπλασία ανάλογων ταινιών να μοιάζει με έκθεση μαθητών του γυμνασίου.
Η ιστορία ξεκινά το 2005, όταν δυο έμποροι πέφτουν πάνω σε ένα σκοτεινό πίνακα του Ιησού που κοιτάζει με σηκωμένο το δάχτυλο σε μια μυστηριακή κίνηση και που προσφέρεται σε μια δημοπρασία στη Νέα Ορλεάνη. Βλέποντάς τον πιστεύουν ότι ο πίνακας έχει …"κάτι" και συνεργάζονται για να τον αγοράσουν για ένα μικρό ποσό, αυτό των 1.175 στερλινών. Το μεγαλύτερο μέρος του καμβά είναι επιζωγραφισμένο, έτσι το έργο πηγαίνει στο εργαστήριο της διεθνούς φήμης συντηρήτριας έργων των παλαιών δασκάλων και έργων ζωγραφικής του δέκατου ένατου αιώνα Dianne Modestini.
Η Μοντεστίνι αρχίζει να δουλεύει το έργο αφαιρώντας στρώματα βερνικιού και επιχρωματισμούς για να αποκαλύψει μια εικόνα που είναι εντυπωσιακή αλλά κατεστραμμένη, με λευκές κηλίδες και ραβδώσεις. Όπως είναι γνωστό, συντηρητές προηγούμενων αιώνων συμπλήρωναν με αυθαιρεσίες τις εικόνες αλλάζοντας τις θέσεις αντικειμένων ή την έκφραση των προσώπων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποκαλύφθηκε πριν από λίγο καιρό σε ένα πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου Γιοακίμ Μπεκελάερ, σε έργο του οποίου ο συντηρητής της εποχής έκρινε ότι έπρεπε να κάνει το κορίτσι του πίνακα πιο …γελαστό.
Η Μοντεστίνι «ξύνοντας» τον πίνακα αποκαλύπτει ένα στρώμα παλαιότερο που δείχνει τον αντίχειρα σε διαφορετική θέση (ένδειξη ότι ο πίνακας δεν είναι αντίγραφο), ενώ στη συνέχεια όταν φτάνει στο στόμα του Ιησού, νιώθει ότι συντελείται μια αποκάλυψη. Τα χείλη είναι τραβηγμένα από μια αόρατη σκοτεινή πινελιά. Το στόμα αυτό ταιριάζει απόλυτα με αυτό της Μόνα Λίζα.
Εκείνη τη στιγμή δηλώνει ότι πρόκειται για ένα έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Όπως όλοι μπορούμε να καταλάβουμε η αποκάλυψη αυτή ισοδυναμεί με παρθενογένεση αφού μιλάμε για ένα ζωγράφο που έχουν βρεθεί λιγότερα από 30 έργα του. Η αποκάλυψη αυτή κάνει τους μεγάλους συλλέκτες και τα μουσεία του κόσμου να ριγούν από συγκίνηση, ενώ στο φόντο σαν σε μια φανταστική «Λιμνούπολη» της τέχνης ακούγεται ο ήχος των χρυσών νομισμάτων που πέφτουν στη δεξαμενή του κατά τα άλλα αξιαγάπητου Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Όλοι παρασύρονται από το όνειρο ότι αυτός είναι ένας νέος Ντα Βίντσι, ένα αριστούργημα του 1500, ένας Salvator Mundi, σωτήρας του κόσμου και του κόσμου της τέχνης που τοποθετείται επάξια δίπλα στα υπόλοιπα έργα του. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τη στιγμή της πώλησής του, η αξία του μέσα σε μια δεκαετία θα φτάσει από 1.175 δολάρια σε 83 εκατομμύρια δολάρια το 2013 και τελικά 450 εκατομμύρια δολάρια το 2017. Φυσικά, ο πίνακας θα πιστοποιηθεί από μια ομάδα φημισμένων μελετητών του Λεονάρντο στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, θα εμφανιστεί εκεί με θρίαμβο πριν αρχίσουν τα ερωτηματικά.
Ο Δανός σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ απευθύνεται στους ειδικούς ρωτώντας τους γιατί το SalvatorMundi προκάλεσε τόσο μεγάλη φασαρία: «Όλοι ήθελαν να είναι ένας Λεονάρντο. Και ίσως είναι ένας Λεονάρντο. Όμως αυτό είναι και ένα οικονομικό ζήτημα, όταν καταφέρεις να πείσεις ότι είναι αληθινός πίνακας που ακουμπά τις βασικές αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, τα χρήματα και την απληστία» λέει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ κριτικός των ΝΥΤ Τζέρι Σαλτζ που δε διστάζει να πει στην κάμερα: «Δεν είναι καν καλός πίνακας ζωγραφικής!».
Αυτό που λέει ο Σαλτζ το έχουν σκεφτεί ελάχιστοι. Δηλαδή, να αξιολογήσουν τον πίνακα ψυχρά και χωρίς να υπολογίζουν ποιος είναι ο ζωγράφος πίσω από αυτόν. Όμως είναι δυνατόν να αποκαλέσει κάποιος ένα έργο του Ντα Βίντσι κακό; Όχι βέβαια. Είναι αν μη τι άλλο μια ιερόσυλη απάντηση. Οπότε, όλοι είναι πεπεισμένοι εξαιτίας της υπογραφής ότι πρόκειται για έναν καλό πίνακα, ένα υπέροχο πίνακα, ένα αριστούργημα. Γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει τους ειδικούς. Όταν το κοινό ακούει για ένα αριστούργημα πολύ σπάνια θα ενεργοποιήσει τα μάτια του, θα σταθεί απέναντι σε ένα έργο για να αισθανθεί αν του αρέσει η αν τον συγκινεί.
Αν κάποιος κοιτάξει καλά το Salvator Mundi χωρίς περισπασμούς και τους ειδικούς να διατυπώνουν κούφιες απόψεις μπορεί να σκεφτεί ότι αυτό δεν είναι ένα έργο του Ντα Βίντσι. Του λείπει η προοπτική των έργων του ιδιοφυούς ζωγράφου που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα γνωστά έργα του, αυτό είναι ένα έργο μετωπικό και δισδιάστατο. Το εφέ που έχει δημιουργήσει με το φόντο στην Παρθένο των Βράχων, στη Μόνα Λίζα, ακόμα και στην Κυρία με την Ερμίνα με το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός στο μαύρο, εδώ είναι ανύπαρκτο.
Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι η εικόνα του πίνακα που βλέπουμε, του κατεστραμμένου πίνακα η εντυπωσιακή του έκδοση οφείλεται κατά 85% στο έργο αποκατάστασης της Μοντεστίνι. Αλλά όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ «όταν κοιτάξετε όλους τους δασκάλους της τέχνης που τους έχουν μιμηθεί λαμπρά όλα αυτά τα χρόνια σε πλαστά έργα, αυτό που έκανε η Μοντεστίνι δεν είναι και τόσο μεγάλη υπόθεση. Ο πίνακας μοιάζει με μια καλοδουλεμένη αντιγραφή ενός πέμπτου βαθμού Λεονάρντο. Μόνο αυτό είναι».
Το ντοκιμαντέρ μας δείχνει εύγλωττα τον τρόπο και τον μηχανισμό με τον οποίο η δύναμη μιας πρότασης των ειδικών μας οδηγεί σε συλλογικό εθισμό. Το ίδιο συνέβη και στη γκαλερί Νόντλερ που έκανε τη μεγαλύτερη διακίνηση πλαστών έργων τέχνης, με ειδικούς, συλλέκτες και μουσεία να έχουν «πειστεί» ότι πρόκειται για αληθινά έργα, μια υπόθεση που αποδεικνύει το «φιάσκο» της ταυτοποίησης των έργων, αλλά και την ευπιστία και τα ευήκοα ώτα του κόσμου της τέχνης που περιμένουν σαν ζηλωτές μια νέα ανακάλυψη για να ανακατέψουν ξανά την τράπουλα των τιμών και της αγοράς. Το ντοκιμαντέρ υποστηρίζει ότι η Μοντεστίνι εξαιτίας του πάθους της να έχει μια επιτυχία, μια «ανακάλυψη» στο βιογραφικό της «δημιούργησε» έναν Ντα Βίντσι που έσκασε σαν παλιρροϊκό κύμα, ένα τσουνάμι ενθουσιασμού που έπνιξε την ορθή κρίση και την έρευνα, φέρνοντας πολλά κέρδη σε πολλούς.
Το παιχνίδι που παρουσιάζει ο Koefoed από αθώο γίνεται ξαφνικά επικίνδυνο. «Η πιο απίθανη ιστορία που έχει συμβεί ποτέ στην αγορά τέχνης». Σε ένα πρωτόγνωρο Καζίνο που θυμίζει ταινίες γυρισμένες στο Λας Βέγκας μπαίνουν οι παίκτες: Οι εκπρόσωποι των οίκων δημοπρασιών, Sotheby's, και Christie's, ο σκιώδης Ελβετός επιχειρηματίας Ιβ Μπουβιέ, κάτοχος του Freeport, ή λλιώς της ελεύθερης ζώνης στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης, όπου οι πλούσιοι μπορούσαν να κρύψουν τους ανεκτίμητους πίνακές τους και να τους πουλήσουν χωρίς να φορολογηθούν, επειδή οι πίνακες ήταν τεχνικά υπό μεταφορά, ο Ρώσος συλλέκτης τέχνης Ντιμίτρι Ριμπολόγεφ που αγόρασε τον πίνακα για 83 εκατομμύρια και τον ξεφορτώθηκε και φυσικά τους Σαουδάραβες που πλήρωσαν 450 εκ. δολάρια. Η αξία του πίνακα συζητιέται περισσότερο από την αληθινή του αξία ως έργου τέχνης. Θρίαμβος του συστήματος, εννοείται του οικονομικού, ήττα της αξιοπιστίας του κόσμου της τέχνης. Όμως, ποιος δε γνωρίζει ότι τα πιστοποιητικά γνησιότητας υπογράφονται κυριολεκτικά σαν «μαρούλια» έναντι μερικών χιλιάδων δολαρίων, με αντάλλαγμα δημοσιεύσεις και μελέτες που καρπώνονται οι ειδικοί;
Η πώληση του Salvator Mundi προκάλεσε σάλο. Ποιος τον αγόρασε; Ένα κράτος, ένας συλλέκτης; Η αλήθεια βρίσκεται ανάμεσα, πρόκειται για τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ηγεμόνα της Σαουδικής Αραβίας. Λένε ότι ο Σαλμάν αγόρασε τον πίνακα γιατί ο Χριστός του μοιάζει αλλά αυτό είναι μάλλον ένα κρύο αστείο, τον αγόρασε γιατί πίστεψε ή τον έκαναν να πιστέψει ότι πρόκειται για την αρσενική Μόνα Λίζα. Φυσικά ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε ότι πίνακας μπορεί να είναι πλαστός.
Διαφορετικά γιατί κάποιος θα πλήρωνε 450 εκατομμύρια δολάρια. Ο Σαλμάν επέμεινε το έργο να εκτεθεί δίπλα στην Μόνα Λίζα στη μεγάλη αναδρομική έκθεση για τα 500 χρόνια από το θάνατο του Λεονάρντο. Θα ήταν η επιβεβαίωση για την γνησιότητα του πίνακα. Το Λούβρο αρνήθηκε και αυτή η άρνηση έγινε για λόγους που μπορούμε όλοι να κατανοήσουμε, οι ειδικοί του Λούβρου δεν είχαν πειστεί για τη γνησιότητα του πίνακα και παρ΄ολίγον να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στις δυο χώρες που κάνουν τα τελευταία χρόνια πολιτιστικές μπίζνες από κοινού αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Η Σαουδάραβες «φυλάκισαν» τον πίνακα και φυσικά κανένας δε γνωρίζει τα σχέδιά τους. γεγονός είναι ότι η Μόονα Λίζα μπορεί να συνεχίζει να είναι η απόλυτη βασίλισσα των έργων του Ντα Βίντσι και να μας χαμογελά μυστηριωδώς και ολίγον σαρδόνια από την αδιαφιλονίκητη θέση της. Γιατί είναι αυτή που κρατά αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα της εξουσίας στην αγορά των έργων του Ντα Βίντσι και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.