Το 2022 που μόλις ξεκίνησε είναι η τρίτη χρονιά πανδημίας που διανύουμε, και όλοι εύχονται να είναι η τελευταία. Ορισμένοι, όμως, εμφανίζονται υπεραισιόδοξοι, χωρίς αυτό να δικαιολογείται ακόμα από τα δεδομένα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανθρωπότητα είναι σε καλύτερη θέση από ότι ήταν πριν από δύο χρόνια, στην αρχή της πανδημίας, καθώς υπάρχει πολλή περισσότερη γνώση και όπλα για την αντιμετώπισή της.
Όσοι όμως παρουσιάζουν τη νέα παραλλαγή της Όμικρον σαν ένα κοινό κρυολόγημα και την πανδημία σαν να έχει σχεδόν τελειώσει βιάζονται και ίσως στέλνουν λάθος μήνυμα στους πολίτες που πρέπει να συνεχίσουν να τηρούν τα μέτρα, όπως συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και οι λοιμωξιολόγοι σε όλο τον κόσμο. Κάποιοι πολύ αισιόδοξοι, άλλωστε, ήλπιζαν και ότι η παραλλαγή της Δέλτα μπορεί να ήταν η τελευταία και να οδηγούσε στην ενδημικότητα του ιού.
Η τεράστια μεταδοτικότητα της παραλλαγής Όμικρον και το υπερφορτωμένο σύστημα υγείας, ειδικά στην Ελλάδα, με τις ελλείψεις σε ΜΕΘ και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς. Πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν πως, ακόμα κι αν επιβεβαιωθεί ότι η Όμικρον προκαλεί ηπιότερη νόσο από τις προηγούμενες παραλλαγές, η μεγάλη μεταδοτικότητά της και η μαζική αύξηση των κρουσμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των νοσηλειών και των συνεπειών.
Ο ιολόγος-βιολόγος, καθηγητής Εξέλιξης και Γονιδιωματικής στην Οξφόρδη, Άρης Κατζουράκης εκτιμά ότι η πιθανότητα μιας άλλης παραλλαγής που θα ξεφεύγει από το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ακόμα μεγάλη. «Οι ιδέες που αναπαράγονται για την Όμικρον, ότι είναι ήπια, κάτι σαν φυσικός εμβολιασμός, ή ότι θα ξεθυμάνει γρήγορα, είναι τελείως λανθασμένες», έγραψε στο Twitter, σχολιάζοντας πως «δυστυχώς όλα αυτά δεν ευσταθούν».
«Αν θέλουμε να τερματίσουμε την πανδημία, χρειαζόμαστε παγκόσμια συνεργασία. Ξεκινώντας με την παροχή βοήθειας στις χώρες που είναι λιγότερο ικανές να ελέγξουν τις επιδημίες, παρέχοντάς τους εμβόλια, τα εργαλεία για τη διανομή τους και συνεργαζόμενοι για τον έλεγχο των επιδημικών κυμάτων με τη χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων» έγραψε σε άλλο tweet.
Η τεράστια μεταδοτικότητα της παραλλαγής Όμικρον και το υπερφορτωμένο σύστημα υγείας, ειδικά στην Ελλάδα, με τις ελλείψεις σε ΜΕΘ και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς. Πολλοί επιστήμονες επισημαίνουν πως, ακόμα κι αν επιβεβαιωθεί ότι η Όμικρον προκαλεί ηπιότερη νόσο από τις προηγούμενες παραλλαγές, η μεγάλη μεταδοτικότητά της και η μαζική αύξηση των κρουσμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των νοσηλειών και των συνεπειών.
Στην πρώτη επίσημη ενημέρωση της νέας χρονιάς για την πανδημία, η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου δήλωσε πως «η αποτελεσματικότητα των εμβολίων με την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον είναι μειωμένη σε σύγκριση με τις άλλες παραλλαγές». Η κ. Θεοδωρίδου ανέφερε επίσης ότι «η αποτελεσματικότητα των εμβολίων ως προς την Όμικρον, με δυο δόσεις εμβολίου, είναι ανεπαρκής» και ότι «η χορήγηση της τρίτης δόσης προσφέρει άμεση προστασία», αλλά «δεν είναι ακόμη γνωστή η διάρκεια».
Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, που έχει αναλάβει έναν κρίσιμο ρόλο για την ενημέρωση των πολιτών, είπε ότι «τα ποσοστά αποτελεσματικότητας κυμαίνονται ανάλογα με τη μελέτη» και σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο, σε 815 άτομα με Όμικρον «η τρίτη δόση προφυλάσσει κατά 90% από την εισαγωγή στο νοσοκομείο». Βέβαια το 10% που μένει, αν αναλογιστεί κανείς, είναι ένα τρομακτικό ποσοστό όταν τα κρούσματα έχουν ξεπεράσει τα 50.000 ημερησίως και αν αυτό που ανέφερε η κ. Θεοδωρίδου είναι ακριβές, τότε αναρωτιέται κανείς πώς θα αντεπεξέλθουν τα συστήματα υγείας. Ρωτώντας άλλους επιστήμονες πάντως, επισημαίνουν ότι η κυρία Θεοδωρίδου ίσως ήθελε να πει ότι η τρίτη δόση ελαττώνει κατά 80% την πιθανότητα νοσηλείας σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, όπως αναφέρεται στη βρετανική έκθεση, αλλά δεν ήταν πολύ σαφής – κάτι που έχει ξανασυμβεί.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, παρ’ όλα αυτά, επέλεξε να ολοκληρώσει την ενημέρωση με μια νότα αισιοδοξίας, λέγοντας: «Ας αναλογιστούμε μήπως η Όμικρον συμβάλει στη θετική εξέλιξη και πορεία της πανδημίας».
Στην Ελλάδα πάντως η Όμικρον εμφανίστηκε σαν τσουνάμι, πριν ελεγχθεί η Δέλτα. Η χώρα μας έχει και τις δύο παραλλαγές, καθώς δεν ανήκει στα ευρωπαϊκά κράτη που πρόλαβαν και έσβησαν την προηγούμενη. Οι ΜΕΘ είναι γεμάτες από ασθενείς με Δέλτα, λόγω της οποίας εξακολουθούν να πεθαίνουν καθημερινά δεκάδες άνθρωποι.
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ Θεοκλής Ζαούτης ανέφερε ότι οι πρώτες εικόνες δειγματοληψίας από την Πάτρα, τη Θεσσαλία, την Κρήτη, την Αττική και τη Θεσσαλονίκη έδειξαν πως ο μέσος όρος κρουσμάτων από Όμικρον ήταν κοντά στο 70%. Παρομοίως, δήλωσε ότι βλέπουν πως τις τελευταίες μέρες «το 70% των εισαγωγών σε νοσοκομεία της Αττικής ήταν από τη μετάλλαξη Όμικρον».
Όσο για την πορεία του εμβολιασμού και την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ο Γενικός Γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους έδωσε την εικόνα, ανακοινώνοντας ότι το 71,3% του γενικού πληθυσμού και το 81,1% του ενήλικου πληθυσμού έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για όσους εμβολιάστηκαν με τουλάχιστον μία δόση είναι 72,7% στον γενικό πληθυσμό και 83,6% στους ενήλικες. Ολοκληρωμένο εμβολιασμό έχει κάνει το 67,3% του γενικού πληθυσμού και το 76,8% του ενήλικου πληθυσμού, ενώ στην Ε.Ε. έχει κάνει αντίστοιχα το 69,1% του γενικού πληθυσμού και το 79,1% του ενήλικου.
Ο Θάνος Πλεύρης στην πρώτη επίσημη ενημέρωση του 2022 ανακοίνωσε ότι η μετάλλαξη Όμικρον είναι κυρίαρχη στη χώρα μας και ότι η άνοδος των κρουσμάτων ήταν κάτι αναμενόμενο, παρότι η κυβέρνηση έδειξε να αιφνιδιάζεται από την ταχύτητα και την έκταση της εξάπλωσης. Ο υπουργός Υγείας παραδέχθηκε την ύπαρξη πίεσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, «...η οποία παρατηρείται σε πρώτη φάση κυρίως στα Επείγοντα Περιστατικά και στις απλές κλίνες».
Αλλά αν η τεράστια άνοδος των κρουσμάτων ήταν αναμενόμενη για την κυβέρνηση, γιατί δεν πήρε κανένα μέτρο και κυρίως γιατί δεν φρόντισε να ελέγξει πρώτα τη Δέλτα, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Πώς σκόπευε να αντιμετωπίσει ένα τόσο μεγάλο νέο κύμα, με τις ΜΕΘ γεμάτες (πάνω από το όριο αντοχής του ΕΣΥ) ήδη με τη Δέλτα; Ο κ. Πλεύρης δεν χρειάστηκε να δώσει καμία απάντηση για όλα αυτά, καθώς στη συνέντευξη Τύπου δεν υπήρχε κανένας δημοσιογράφος για να τον ρωτήσει, αφού δεν επιτράπηκε η συμμετοχή τους.
Καμία πρόβλεψη μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν υπήρχε και για το άνοιγμα των σχολείων, στο οποίο η κυβέρνηση επέμεινε, παρά την ορμητική επίθεση της Όμικρον. «Η βούληση της κυβέρνησης», είπε ο υπουργός Υγείας, «είναι ότι τα σχολεία πρέπει να είναι ανοιχτά», υποστηρίζοντας ότι αυτό ζητά και το σύνολο των επιστημόνων, κάτι που δεν είναι ακριβές ωστόσο, καθώς επιστήμονες, όπως ο καθηγητής πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Τζανάκης, έχουν εκφράσει δημόσια διαφορετική άποψη και επιφυλάξεις. Ως βασικό όπλο στο άνοιγμα των σχολείων, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως εξήγγειλε ότι την εβδομάδα από 10 έως 15 Ιανουαρίου θα διενεργηθούν τρία δωρεάν self-test αντί για δύο, ενώ είναι γνωστό από το προηγούμενο διάστημα ότι οι περισσότεροι μαθητές δεν τα κάνουν καν αυτά τα τεστ στο σπίτι.
Η κ. Παπαευαγγέλου υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη προς το παρόν για σοβαρή νοσηρότητα από την παραλλαγή Όμικρον στα παιδιά». Σε πολλές χώρες όμως, στις οποίες η Όμικρον έφτασε πριν έρθει στην Ελλάδα, όπως στις ΗΠΑ, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο αριθμός των παιδιών που νοσηλεύονται με Covid-19 αυξάνεται ραγδαία όσο εξαπλώνεται η εξαιρετικά μεταδοτική παραλλαγή της Όμικρον. Σε αρκετά νοσοκομεία μάλιστα οι παιδιατρικές νοσηλείες από covid λόγω Όμικρον έχουν ξεπεράσει τις νοσηλείες στην έξαρση της Δέλτα.
Η Ελλάδα είχε περιθώριο να προετοιμαστεί για τη νέα παραλλαγή, καθώς δεν ήταν από τις πρώτες χώρες στις οποίες εμφανίστηκε, αλλά δεν το έκανε. Αντιθέτως, πήρε το ρίσκο να υποδεχτεί τη νέα υπερμεταδοτική παραλλαγή με γεμάτες τις ΜΕΘ από τη Δέλτα, την οποία ακόμα δεν έχει ελέγξει. Πού ποντάρει; Στα ηπιότερα συμπτώματα που δείχνουν οι έως τώρα ενδείξεις, για τις οποίες όμως δεν υπάρχει ακόμα επιστημονική βεβαιότητα. Άρθρα επιστημόνων προειδοποιούσαν εδώ και αρκετές μέρες ότι η αυξημένη μεταδοτικότητα μαζί με το γεγονός ότι η Όμικρον μολύνει και εμβολιασμένους θα στερούσε γιατρούς από τα νοσοκομεία, που θα έπρεπε να μπουν σε καραντίνα, και εκπαιδευτικούς από τα σχολεία. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση μόνο αφού εκδηλώθηκε το πρόβλημα (οι ιατρικοί συλλογοι μιλούν για πάνω από 2.000 γιατρούς που νοσούν από Όμικρον) τρέχει πίσω του για να δει πώς θα το αντιμετωπίσει. Όσο για την αισιοδοξία της, αυτή δεν τη συμμερίζονται όλοι.
Ο ιολόγος-ερευνητής Γιώργος Παυλάκης υποστηρίζει ότι ο ιός θα μείνει μαζί μας πολλά χρόνια, ότι δεν τελειώσαμε μαζί του και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτόν, ενώ για την Όμικρον λέει ότι «δεν είναι αθώα» και είναι νωρίς για συμπεράσματα. Ό,τι περίπου λέει για το θέμα αυτό και ο εξελικτικός βιολόγος από την Οξφόρδη Άρης Κατζουράκης.
Ο γιατρός-συγγραφέας του «Ημερολόγιου Κορωνοϊού», δρ Γιώργος Παππάς, στο τελευταίο άρθρο του (όπου στηλιτεύει και αυτός την πρόωρη υπεραισιοδοξία) επισημαίνει μεταξύ άλλων πως «δεν φροντίσαμε τον καθαρό αέρα των κλειστών χώρων και δεν φαίνεται να σκοπεύουμε να το κάνουμε, δεν αναπτύξαμε τη διαγνωστική μας ικανότητα όπως θα έπρεπε, μήτε την ιχνηλατική μας, και δεν προλαβαίνουμε για το Όμικρον τουλάχιστον, δεν δημιουργήσαμε ελεγκτικούς και υποστηρικτικούς μηχανισμούς απομονωμένων νοσούντων και επαφών και δεν σπεύδουμε να το κάνουμε, δεν κάναμε εκτεταμένο sequencing που στο επόμενο στέλεχος θα είναι σημαντικό (να μια απορία: πώς ξέρεις από ποιο στέλεχος νοσείς; έχει σημασία; έχει κάποια), δεν αναπτύξαμε τοπικές μονάδες δράσης και δεν προλαβαίνουμε για το Όμικρον, δεν τιμωρήσαμε τις πηγές παραπληροφόρησης επειδή δεν θέλουμε, δεν κάναμε, εν κατακλείδι, σοφότερη την κοινωνία όσον αφορά την επιστήμη και την υγεία».
Η κυβέρνηση και ο υπουργός Υγείας έχουν ποντάρει όλα τους τα λεφτά στο καλό σενάριο, αυτό του τέλους της πανδημίας που πλησιάζει. Μετά από όσα έγιναν την πρώτη χρονιά, η κυβέρνηση έχει κατεβάσει τους ρυθμούς της, δεν ενισχύει περαιτέρω το Εθνικό Σύστημα Υγείας και έχει επιλέξει να κάνει διαχείριση μέχρι να τελειώσει η πανδημία. Το επόμενο δεκαπενθήμερο, με τα σχολεία ανοιχτά και τη νέα παραλλαγή να σαρώνει, θα αποτελέσει μια σημαντική δοκιμασία που θα κρίνει εάν η τακτική αυτή της κυβέρνησης ήταν σωστή ή όχι.