Μετά από χωρισμούς, καταρρεύσεις, stalkers και άλλα χειρότερα, η Cat Power, κατά κόσμον Chan Marshall, έγραψε ξανά τους πιο σκοτεινούς στίχους της και ηχογράφησε ένα άλμπουμ με πολύ προσωπικές διασκευές. «Όλοι χρειαζόμαστε τρυφερότητα», λέει στον Guardian.
«Τριάντα χρόνια μετά την συχνά παράδοξη καριέρα της, η Cat Power κλαίει γιατί σε λίγες εβδομάδες γίνεται 50 και δεν μπορεί να πιστέψει ότι τα κατάφερε, ότι η ζωή της πήγε καλά, ότι είναι ευτυχισμένη. Τουλάχιστον, πιο ευτυχισμένη από όταν έκλεισε τα 30 ή τα 40, όταν ένιωθε ελεγχόμενη στη σχέση που ήταν», γράφει η Sylvia Patterson που πήρε την συνέντευξη.
Η Chan Marshall ήταν η μικρότερη κόρη μιας οικογένειας, κατεστραμμένης από τον αλκοολισμό. Άλλαζε συνεχώς σπίτι και σχολεία και μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό από την αγαπημένη γιαγιά της με τον πατέρα της κυρίως απών.
«Γνώρισα τη μαμά μου όταν ήμουν τεσσεράμισι χρονών, έφυγε όταν γεννήθηκα και γύρισε. Κανείς δεν ξέρει πού ήταν», λέει κι αμέσως αλλάζει θέμα για να μιλήσει για την αγαπημένη της «πατρική φιγούρα», έναν Αφροαμερικανό γείτονα.
Ο Patrick Kelly, όπως τον έλεγαν, θα γινόταν ένας φημισμένος σχεδιαστής μόδας στο Παρίσι της δεκαετίας του '80 και θα πέθαινε από Aids το 1990. Φρόντιζε την Marshall και την αδερφή της όταν δεν ήταν κανείς σπίτι. «Με έντυνε, που έκανε πλεξούδες και άφρο μαλλί και έρχονταν τα μαύρα, όμορφα, αδύνατα μοντέλα κι εγώ φορούσα τις ψηλοτάκουνες πλατφόρμες της μαμάς μου».
Ο Kelly είχε καλό λόγο να προσέχει τα κορίτσια. «Ζούσαμε στην πόλη και άντρες έρχονταν στο παράθυρο, και άνοιγαν την πόρτα, και έμπαιναν στο διαμέρισμα», θυμάται η ίδια. «Είχαμε πέντε κλειδαριές στην πόρτα. Ήμουν πέντε, έξι ετών. Ήμουν τρομοκρατημένη. Κάθε μέρα. Φοβόμουν μήπως με δολοφονήσουν. Η πόρτα του υπνοδωματίου ήταν πάντα κλειδωμένη. Μέχρι σήμερα κοιμάμαι με την πόρτα του υπνοδωματίου κλειδωμένη. Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις ως παιδί όταν υπάρχει εθισμός στο σπίτι επειδή δεν υπάρχει αίσθημα ασφάλειας, κατάλαβες;».
Παρ' όλα αυτά, κατάφερε να γίνει μια από τις πιο δημοφιλείς singer-songwriters της indie/alternative ροκ σκηνής και άντεξε αμέτρητες προσωπικές τραγωδίες (έχασε φίλους από AIDS, καρκίνο, αυτοκτονία) και πάλεψε με την κατάθλιψη, το αλκοόλ και τον εθισμό στα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά. Άλλωστε πάντα υπήρξε ειλικρινής για τα προβλήματα ψυχικής υγείας της.
Το 2006 είχε μια δραματική κατάρρευση και έκρυβε τον πόνο της στο ποτό, πίνοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ (για πρώτη φορά ήπιε μπίρα στα πέντε της και κάπνισε τσιγάρο στα έξι της, γιατί όλοι οι άλλοι στο δωμάτιο το έκαναν).
«Έπιασε πάτο» σε μια περιοδεία όταν ανακάλυψε ότι ο έρωτας της ζωής της -ένας άσημος άντρας που έγινε «παρανοϊκός, σχιζοφρενής, εθισμένος στα ναρκωτικά, βουλιμικός και με πολλές καταδίκες στη φυλακή» και την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα- συζούσε πλέον με την τελευταία του σύντροφο.
«Θα έβαζα τέλος στη ζωή μου εκείνο το βράδυ», λέει η τραγουδίστρια, προσθέτοντας ότι είχε γράψει μέχρι και επιστολές σε συγγενείς και φίλους. «Μου ήταν πάντα ξεκάθαρο, από μικρό παιδί, ήξερα ακριβώς πώς να το κάνω. Η μαμά μου είχε πιστόλι».
Την έσωσε ένας φίλος, ο οποίος την πήγε για αποτοξίνωση, όπου «μού έσωσαν τη γ***μένη ζωή». Εκείνη τη χρονιά γνώρισε τον Karl Lagerfeld στη διάρκεια μιας περιοδείας για το άλμπουμ «The Greatest» και οι δυο τους έγιναν φίλοι, οδηγώντας στο μόντελινγκ για τη Chanel. Ο Lagerfeld της είπε: «Έχεις κλάση, εργατική κλάση».
Εκείνη τη χρονιά απέκτησε και stalkers. Με τη βοήθεια γειτόνων της, έδιωξε τέσσερις διαφορετικούς άνδρες που εισέβαλαν στο διαμέρισμά της. Το σπίτι της στο Μαϊάμι τα τελευταία 15 χρόνια έχει σύστημα ασφαλείας και άθραυστα τζάμια.
Σε ερώτηση αν υπήρξαν άλλες τραυματικές εμπειρίες με άντρες στη μουσική βιομηχανία, στη διάρκεια της 30 ετών καριέρας της, απαντά καταφατικά. «Περισσότερες από όσες μπορώ να θυμηθώ. Εκτός από φόνο; Όλα τα υπόλοιπα», λέει χωρίς να δώσει πολλές λεπτομέρειες. Το μόνο που λέει είναι πως αν αυτό που της συνέβη στα 25, γινόταν τώρα «θα ήταν νεκρός κι εγώ στη φυλακή».
Το 2022, η ζωή είναι σχεδόν σταθερή παρά την διαρκή οικονομική αστάθεια. «Είναι πολύ δύσκολο», λέει, «γι' αυτό κάνω περιοδεία». Ζει με τον εξάχρονο γιο της, Boaz, στο Μαϊάμι (δεν έχει κατονομάσει ποτέ τον πατέρα) και λέει ότι οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της σήμερα είναι «απλώς να παίζω με τον γιο μου, είναι τόσο αστείος».
Είναι single, ανοιχτή στο φλερτ και πριν πέντε μήνες είχε «επανασύνδεση» με τον πρώτο της έρωτα, ένα αγόρι με το οποίο «κρατηθήκαμε από το χέρι μια φορά όταν ήμουν 14 ετών για τρία δευτερόλεπτα».
«Δεν είχα πάει με άντρα εδώ και επτά χρόνια», λέει. «Ήταν τόσο γλυκό. Αυτό πραγματικά χρειαζόμουν, τρυφερότητα. Όλοι την χρειαζόμαστε».