ΤON ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1849, ο εικοσιοχτάχρονος τότε Γκιστάβ Φλομπέρ, που δεν είχε δημοσιεύσει σχεδόν τίποτε ακόμα, κάλεσε στο οικογενειακό του κτήμα στο Κρουασέ, κοντά στη Ρουέν, δυο λόγιους φίλους του για να τους διαβάσει αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που δούλευε με πάθος από το 1847, τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου».
Τρομοκρατημένοι από τον λυρισμό και τις ισχυρές δόσεις φανταστικού του κειμένου –στο επίκεντρο του οποίου ήταν η πάλη ενός ενάρετου ανθρώπου με τους πειρασμούς του πνεύματος και της σάρκας–, οι φίλοι του Φλομπέρ του συνέστησαν να μην προχωρήσει στη δημοσίευσή του, προτείνοντάς του να στραφεί σ’ ένα θέμα πιο… οικείο. Του το πρόσφεραν μάλιστα στο πιάτο: θα μπορούσε, για παράδειγμα, να εμπνευστεί από μια τραγωδία που είχε απασχολήσει πρόσφατα τον τύπο, την ιστορία του ζεύγους Ντελαμάρ.
Γεγονός παραμένει ότι με αυτό το μυθιστόρημά του έστησε μια γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και το νατουραλισμό, ανοίγοντας τον δρόμο για το ορμητικό κύμα του ρεαλισμού που σηματοδότησε έκτοτε ένα καινούργιο λογοτεχνικό βλέμμα.
Ο κύριος Ντελαμάρ, επαρχιακός γιατρός που είχε μαθητεύσει πλάι στον πατέρα του Φλομπέρ και χήρος, είχε ξαναπαντρευτεί μια πολύ νεότερή του γυναίκα από τη Νορμανδία, η οποία γρήγορα άρχισε να διασκεδάζει την υπαρξιακή της πλήξη αναζητώντας ιδανικούς εραστές.
Η Ντελφίν Ντελαμάρ έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία της πνοή στα εικοσιεπτά της προδομένη κι εξευτελισμένη, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά αν είχε επιλέξει ή όχι να δώσει τέλος στη ζωή της. Έναν χρόνο αργότερα θα πέθαινε κι ο σύζυγός της, αφήνοντας πίσω τη μοναχοκόρη τους ορφανή.
Ο Φλομπέρ δεν δίστασε ν' αναμετρηθεί μ’ αυτό το «οικείο» θέμα. Το γυρόφερνε στο μυαλό του σ’ όλη τη διάρκεια της τρίχρονης περιπλάνησής του στη Βόρειο Αφρική, τη Συρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, συντροφιά μ’ έναν από τους παραπάνω φίλους του, τον Μαξίμ ντε Καμπ. Κι επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1851, ρίχτηκε επιτέλους στην περιπέτεια της «Μαντάμ Μποβαρί», χωρίς να υποψιάζεται ότι μια πενταετία αργότερα, όταν από έναν ωκεανό 4.500 χειρογράφων θα είχε παραδώσει 500 σελίδες για να δημοσιευτούν σε συνέχειες στην «Επιθεώρηση του Παρισιού» που διηύθυνε ο Ντε Καμπ, θα παραμπεπόταν σε δίκη με την κατηγορία της προσβολής της θρησκείας και των δημοσίων ηθών.
Η συγγραφή του μυθιστορήματος ταλάνισε πολύ τον Γάλλο συγγραφέα, κι όχι βέβαια ως προς τη συλλογή του πραγματολογικού υλικού. Τη Νορμανδία, όπου εκτυλίσσεται το δράμα της ηρωίδας του, τη γνώριζε άριστα – εκεί ζούσε. Τον τρόπο ζωής ενός επαρχιακού υγειονομικού υπαλλήλου, επίσης – σε οικογένεια γιατρού είχε μεγαλώσει. Τα ήθη της εποχής και τη μικροαστική στενοκεφαλιά στην οποία είχε κηρύξει πόλεμο ενδόμυχα, τα υφίστατο κι εκείνος καθημερινά. Ούτε η πλοκή του έργου παρουσίαζε δυσκολίες – τι πιο μπανάλ από μια ιστορία μοιχείας που έχει τραγική κατάληξη;
Άλλο ήταν το δημιουργικό στοίχημα του Φλομπέρ: να γεννήσει λέξεις που θα είναι ακριβείς χωρίς να στερούνται τη μουσικότητά τους, να σταθεί σε λεπτομέρειες που θα φωτίζουν τη σύνθεσή του συνολικά, να προσφέρει μια πρόζα που θα διαθέτει την πυκνότητα του στίχου κι επιπλέον να τυλίξει μέσα σ’ ένα πέπλο ειρωνείας τις συναισθηματικές παρεκτροπές μιας ρομαντικής ψυχής.
Όπως έγραφε ο ίδιος στον ντε Καμπ το 1856, λίγο πριν ολοκληρώσει το βιβλίο: «Δεν μ' ενδιαφέρει να γίνω γνωστός. Αποσκοπώ σε κάτι καλύτερο: ν' αρέσω, κι αυτό έχει μεγαλύτερες δυσκολίες (...) Η επιτυχία είναι το αποτέλεσμα, όχι ο σκοπός (... )΄Εχω στο νου μου έναν συγκεκριμένο τρόπο γραφής και μια ευγένεια της γλώσσας που θέλω να κατακτήσω. Δεν θέλω να κοροϊδέψω το κοινό, αυτό είναι όλο (...) Δεν ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο. Εγώ, αντί για το λιμάνι, αναζητώ την ανοιχτή θάλασσα. Κι αν ναυαγήσω, σε απαλλάσσω από τα έξοδα της κηδείας...». Την ίδια ακριβώς στάση κράτησε ως τον θάνατό του, που τον βρήκε εν ώρα εργασίας στα πενηνταεννιά του, τον Μάιο του 1880.
Είχε, άραγε, συνείδηση ο Φλομπέρ ότι η «Μαντάμ Μποβαρί» θ' αποτελούσε έργο-τομή στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Γεγονός παραμένει ότι με αυτό το μυθιστόρημά του έστησε μια γέφυρα ανάμεσα στον ρομαντισμό και το νατουραλισμό, ανοίγοντας τον δρόμο για το ορμητικό κύμα του ρεαλισμού που σηματοδότησε έκτοτε ένα καινούργιο λογοτεχνικό βλέμμα.
Τι κι αν το βιβλίο του είχε ως έναυσμα ένα πραγματικό περιστατικό. Όταν τον ρωτούσαν ποιο ήταν το μοντέλο της ηρωίδας του, εκείνος απαντούσε: «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ!», υπογραμμίζοντας την απόλυτη ταύτιση του συγγραφέα με το δημιούργημά του: «Η καημένη η Μποβαρί μου, αυτή την ώρα υποφέρει και κλαίει σε είκοσι χωριά της Γαλλίας... Ό,τι επινοούμε είναι αληθινό».
Μέσα από την ιστορία της Έμα Μποβαρί, μιας γυναίκας μεγαλωμένης σε μοναστήρι και γαλουχημένης με μυθιστορήματα του συρμού, σε δυσαρμονία με τον μίζερο επαρχιακό περίγυρό της, εγκλωβισμένης σ' έναν τρόπο ζωής πολύ κατώτερο των προσδοκιών της και παγιδευμένης στα όνειρά της, μιας γυναίκας που κυνηγά εις μάτην τον ιδανικό έρωτα και τα πλούτη, φτάνοντας να πληρώσει με το ακριβότερο αντίτιμο –την ίδια της τη ζωή– τις χίμαιρές και την διαφορετικότητά της, ο Φλομπέρ πρόσφερε μια κοινωνική τοιχογραφία της εποχής του σοκάροντας πολύ τους συγχρόνους του.
Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1857, ο αυτοκρατορικός επίτροπος αναφερόταν στην «ιστορία των μοιχειών μιας επαρχιώτισσας», στηλίτευε τα «χρώματα της λαγνείας» που είχε επιστρατεύσει ο Φλομπέρ και τις «ηδονικές εικόνες» που αναμείγνυε «με τα ιερά πράγματα», καταγγέλλοντας την «ανηθικότητα» του κειμένου.
Σε αντίθεση με τον Μποντλέρ, που την ίδια περίπου περίοδο, καταδικάστηκε για τα «Άνθη του κακού» σε βαρύ πρόστιμο, ο Φλομπέρ –ίσως κι επειδή μετά τη συμμετοχή του στην εξέγερση του 1848 είχε αποκτήσει την εύνοια του Ναπολέοντας Γ'– κέρδισε τελικά τη δίκη, αν και η πίκρα του από την όλη περιπέτεια διήρκεσε πολύ. Αμέσως μετά, η «Μαντάμ Μποβαρί» τυπώθηκε σε βιβλίο που έγινε ανάρπαστο. Και μαζί με το «Σαλαμπό» και την «Αισθηματική αγωγή» που ακολούθησαν, καταγράφηκε στη συλλογική συνείδηση ως ένα από τ' αριστουργήματά του.
Η «Μαντάμ Μποβαρί» κυκλοφορεί στα ελληνικά σε διάφορες εκδόσεις. Ανάμεσά τους, αυτή του «Πατάκη» στην κλασική, αν και ανολοκλήρωτη μετάφραση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του «Εξάντα» σε μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη και του «Μίνωα» σε μετάφραση Βασιλικής Κοκκίνου.