Με τα ελληνοτουρκικά και την ένταση που κλιμακώνεται ασχολείται η Le Figaro, δημοσιεύοντας άρθρο με τίτλο «Αιγαίο Πέλαγος: Το φιτίλι καίγεται ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα».
«Μετά από μια ηρεμία μερικών μηνών, η ένταση στο Αιγαίο βρίσκεται και πάλι στο υψηλότερο σημείο της με την Τουρκία και την Ελλάδα να αλληλοκατηγορούνται ότι παραβιάζουν διεθνείς συνθήκες και απειλούν την ειρήνη», γράφει η «Le Figaro», σε ανταπόκρισή της από την Κωνσταντινούπολη.
«Ενώ οι προβολείς του ΝΑΤΟ είναι στραμμένοι στον ουκρανικό πόλεμο, Τουρκία και Ελλάδα, αμφότερες μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας, ενίσχυσαν πρόσφατα τις στρατιωτικές τους ασκήσεις, κατηγορώντας η μία την άλλη ότι δεν σέβονται τις διεθνείς συνθήκες», προσθέτει.
Στη συνέχεια, το γαλλικό δημοσίευμα σημειώνει ότι «στις αρχές Ιουνίου, η ένταση κλιμακώθηκε όταν ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατηγόρησε ανοιχτά τις ελληνικές αρχές ότι εξοπλίζουν τα νησιά του Αιγαίου. Σε ένα εμπρηστικό tweet με ημερομηνία 9 Ιουνίου, ο Ερντογάν κάνει έκκληση αναφερόμενος στα «δικαιώματα» (της Τουρκίας) και τις «διεθνείς συμφωνίες για την αποστρατικοποίηση των νησιών», δηλώνοντας με απειλητικό ύφος:
«Προειδοποιούμε για άλλη μια φορά την Ελλάδα να προσέχει, να μείνει μακριά από όνειρα, ρητορική και πράξεις που θα την οδηγήσουν σε αποτελέσματα που θα μετανιώσει, όπως συνέβη πριν από έναν αιώνα».
Όπως τονίζει η Le Figaro, αυτή η αναφορά στον Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας δεν έπεσε στο κενό. Για πολλούς Έλληνες, ανοίγει εκ νέου μια οδυνηρή πληγή: αυτή της «καταστροφής της Σμύρνης» όταν το 1922, με φόντο την ελληνοτουρκική σύγκρουση, μια καταστροφική πυρκαγιά που ξέσπασε σε αρκετές συνοικίες της πόλης, οδήγησε στον θάνατο χιλιάδων κατοίκων -κυρίως Χριστιανών- ωθώντας δεκάδες χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν την πόλη.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1923, η Συνθήκη της Λωζάνης οδήγησε σε μαζική ανταλλαγή πληθυσμών. Μέσα σε μερικούς μήνες, 1,5 εκατομμύριο Έλληνες έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου ή στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ 500.000 μουσουλμάνοι επέστρεψαν στην Τουρκία.
«Από τουρκικής πλευράς, η Ελλάδα παραβιάζει επί του παρόντος τις συνθήκες ειρήνης με την Τουρκία, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, υπενθυμίζοντας «τον όρο που είχε τεθεί να μην εξοπλιστούν» (τα νησιά του Αιγαίου) στη Διάσκεψη της Λωζάνης». Αλλά η Αθήνα ακούει διαφορετικά τις δηλώσεις Τσαβούσογλου.
«Η Άγκυρα αποτελεί απειλή για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια», ανέφερε ο Έλληνας ομόλογός του, Νίκος Δένδιας, στο Twitter, ενώ ο εκπρόσωπος της ελληνικής διπλωματίας περιέγραψε τους ισχυρισμούς της Άγκυρας ως «αβάσιμους μύθους που δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ή να υποκαταστήσουν το διεθνές δίκαιο».
Η Le Figaro αναφέρεται σε δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος. «Η ελληνική εφημερίδα διερωτάται για το χρονοδιάγραμμα αυτής της νέας κλιμάκωσης, ένα χρόνο πριν από τις τουρκικές εκλογές:
«Για να ξεφύγει από τις δυσκολίες που πιθανό να απομονώσουν τη χώρα στην εσωτερική και διεθνή σκηνή και την προοπτική των επόμενων εκλογών, δεν θα σκεφτεί ο Ερντογάν να εμπλακεί σε νέα στρατιωτική πρόκληση στο Αιγαίο;
Αυτή η κλιμάκωση των εντάσεων έχει σκοπό να αποκαταστήσει την εικόνα του στην πατρίδα του ή είναι μέρος μιας μεγαλύτερης επίδειξης δύναμης;. Δεν λείπουν οι διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών: για τα θαλάσσια και εναέρια σύνορα, για το καθεστώς των νησιών, για το Κυπριακό. Για να μην αναφέρουμε τη διαμάχη για τις γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο ή το ζήτημα των προσφύγων».
Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, την περασμένη Παρασκευή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανέλαβε τις κατηγορίες κατά της Ελλάδας, αποφασίζοντας αυτή τη φορά την διακοπή των διμερών συνομιλιών με την Αθήνα.
Ήταν ο τρόπος του να «τιμωρήσει» μια παρέμβαση, που έκανε τον Μάιο ο Έλληνας πρωθυπουργός ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου, όταν η ομιλία του είχε ερμηνευτεί από την Άγκυρα ως επιθυμία να αποτρέψει την Ουάσιγκτον από την προμήθεια μαχητικών F-16 στην Τουρκία.
«Είπαμε ότι δεν θα τους ξανασυναντήσουμε μέχρι να έχουμε έναν έντιμο πολιτικό απέναντί μας», δήλωσε από πλευράς του ο Σουλτάνος του Βοσπόρου. Πέρα από τις προκλήσεις, «οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ωστόσο ανοιχτοί» υποστήριξε από την πλευρά του ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. «Θα επιστρέψουμε γρήγορα σε ήρεμα νερά», συμπλήρωσε