Μπορεί να φάνηκε ότι η Lila έσκασε ξαφνικά ένα πρωί στο Spotify με το «Xitana» (προφέρεται «χιτάνα»), ένα από τα πιο όμορφα «θηλυκά» μίνι άλμπουμ που εμφανίστηκαν φέτος, αλλά η Lila δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενη στην ελληνική μουσική. Ασχολείται με το τραγούδι χρόνια, έχει σπουδάσει μουσική, έχει περιοδεύσει με τον Δάντη (τον «μουσικό πατέρα της», όπως τον αποκαλεί), έχει τραγουδήσει με τις Μέλισσες, έχει οργώσει την Ελλάδα τραγουδώντας έντεχνα και λαϊκά σε μικρά μαγαζιά, έχει περάσει και από το «X Factor», όπου ξεχώρισε για τη φωνή της και τη σκηνική παρουσία της.
Η Lila έκανε μόλις τη μεγάλη έκπληξη, γιατί κυκλοφόρησε την πρώτη της δουλειά από την ομάδα των BCC (Barcode Crew) – είναι η πρώτη γυναίκα που κυκλοφορεί από τη ραπ Barcode Entertainment, και μάλιστα ένα άλμπουμ που δεν είναι ραπ αλλά ποπ, με τους λατινορυθμούς της Rosalia, αλλά και ρεγκετόν με πολλά «δραματικά» στοιχεία. Σε αυτό έχει γράψει τις μελωδίες και τους στίχους μόνη της.
«Ποτέ δεν είδα το κομμάτι της ραπ ως ευκαιρία, επειδή αυτήν τη στιγμή είναι mainstream, δεν σκέφτηκα ότι μπαίνω στην ομάδα των ράπερ», λέει. «Ήθελα να μπω με τη δική μου ταυτότητα και ως τραγουδίστρια, γιατί αυτό είμαι τελικά, ο σκοπός μου είναι να ερμηνεύω. Γιατί πλέον έχει χαθεί λίγο αυτό, ανεβαίνεις σε μια σκηνή και πρέπει να κάνεις πενήντα άλλα πράγματα, εκτός από ερμηνεία, και για μένα το βασικό στη μουσική είναι αυτό. Μπορεί να μην είσαι ο καλύτερος τραγουδιστής, αλλά η μουσική είναι συναισθήματα και αν ερμηνεύεις με την ψυχή σου, μπορείς να τα περάσεις σε όποιον σε ακούει.
Ο σεξισμός στους στίχους υπάρχει και πολλές φορές με ενοχλεί, αν και τα νέα παιδιά έχουν απενοχοποιήσει κάποιες λέξεις, δεν τους δίνουν τόσο μεγάλο βάρος, αυτά εμείς τα κοιτάμε εμείς πιο πολύ. Είναι και ρόλος όλο αυτό, σε μεγάλο βαθμό.
Είμαι παιδί των ’90s, άκουγα Βανδή, Βίσση, Ρουβά, Britney Spears, αλλά μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ακουγόταν πολύ καλή μουσική, το κλασικό ροκ της μάνας μου αλλά και το έντεχνο και παλιό λαϊκό του πατέρα μου: Νταλάρας, Παπάζογλου, Αλεξίου. Σε όλες τις μουσικές κάτι έβρισκα και με όλες ταυτιζόμουν με κάποιον τρόπο. Ο Νταλάρας είναι ο Νο1 ένα αγαπημένος μου καλλιτέχνης ever, αλλά, από την άλλη, η Beyonce ήταν μεγάλη έμπνευση. Όλα κάτι με έκαναν να νιώσω.
Ήμουν από μικρή ψώνιο. Τραγουδούσα από τριών χρονών, ήμουν η βασική φωνή στη χορωδία του σχολείου. Είχα γενικότερα μια κλίση καλλιτεχνική, ζωγράφιζα, έγραφα ποιήματα, χόρευα ‒έκανα κλασικό μπαλέτο από τεσσάρων, ρυθμική, αργότερα μοντέρνο χορό‒, τραγουδούσα. Ερχόμενη στην Αθήνα από τα Φάρσαλα για να σπουδάσω, στα δεκαοκτώ, είχα βάλει στο μυαλό μου ότι παράλληλα με τις σπουδές μου θα πήγαινα σε μια πολύ καλή σχολή χορού και σε οντισιόν για τραγούδι και μιούζικαλ.
Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, πέρασα Παιδαγωγικό, το οποίο το τελείωσα, και μπήκα και στη σχολή χορού, απ’ όπου με πήρε αμέσως ένας δάσκαλος και με έβαλε σε επαγγελματικούς αγώνες χιπ-χοπ. Πηγαίναμε σε διαγωνισμούς, και παράλληλα έκανα οντισιόν για μιούζικαλ. Ασχολήθηκα χρόνια με το τραγούδι και εξοικειώθηκα με μικρές και μεγάλες σκηνές, αλλά δεν το είχα επαγγελματικά στο μυαλό μου, το έκανα ως χόμπι. Κι επειδή το ζούσα ως έναν βαθμό, δεν σκόπευα να κάνω κάτι μεγαλύτερο.
Όταν πήγα στο “X Factor”, συνειδητοποίησα ότι όσο καλή περφόρμερ κι αν έλεγαν ότι είμαι, ερμήνευα μόνο κομμάτια άλλων, δεν είχα την ταυτότητά μου. Τότε σκάει η καραντίνα και κλεινόμαστε μέσα, παθαίνουμε τα ψυχολογικά μας και κάνουμε μια βουτιά μέσα μας. Βούτηξα κι εγώ πολύ βαθιά και έψαξα να βρω γιατί το κάνω όλο αυτό. Έτσι αποφάσισα να βγάλω αυτό το άλμπουμ.
Όσο δούλευα στο στούντιο με τον Barrice από τους Beyond και έγραφα κομμάτια, έγραψα και μια μελωδία και στίχους για κάποια άλλη καλλιτέχνιδα, στα οποία έβαλε beat ο Barrice. Τότε έγραφε και ο Rack το άλμπουμ του, άκουσε το κομμάτι, το “Prestige”, του άρεσε και το πήρε να το δουλέψει. Μετά ζήτησε να μπω κι εγώ σε αυτό.
Έτσι έγινε η γνωριμία μου με τον Rack, εξίσου αβίαστα συνεχίστηκε. Τον ενδιέφερε να μπει μια γυναίκα σε όλο αυτό που κάνουν και του δίνω φουλ respect γι’ αυτό, επειδή αυτά που λέω αφορούν το θέμα της γυναικείας ενδυνάμωσης σε μεγάλο ποσοστό. Έτσι μπήκα στο BCC. Και αυτό αποδεικνύει ότι δεν είναι δεν είναι όλοι σεξιστές, όπως ακούγεται. Γενικότερα, ο σεξισμός υπάρχει παντού, σε όλα τα επίπεδα, σε όλες τις δουλειές, και στη μουσική, σε όλες τις σκηνές.
Υπάρχει όμως και μια μερίδα των ράπερ που είναι πραγματικά σεξιστές κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Το κακό είναι ότι δυστυχώς τους βάζουμε όλους στο ίδιο τσουβάλι. Υπάρχουν οι σεξιστές, όμως υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν τα πράγματα με πολύ διαφορετικό μάτι. Ο σεξισμός στους στίχους υπάρχει και πολλές φορές με ενοχλεί, αν και τα νέα παιδιά έχουν απενοχοποιήσει κάποιες λέξεις, δεν τους δίνουν τόσο μεγάλο βάρος, αυτά εμείς τα κοιτάμε εμείς πιο πολύ.
Είναι και ρόλος όλο αυτό, σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχουν μόνο τα δύο άκρα όμως, υπάρχει και το μέσον, υπάρχει κι αυτός που το κάνει επειδή το αγαπάει. Μην ξεχνάμε ότι στην ουσία πρόκειται για μουσική. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι η τοξική αρρενωπότητα, ότι αυτό πρέπει να είναι ο άντρας, να κάνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Αυτή είναι η πηγή όλων των κακών».
Τα κομμάτια του «Xitana» είναι εξαιρετικές παραγωγές, ρυθμικά και προορισμένα να χιτάρουν, όμως δεν είναι καθόλου τα ανώδυνα τραγουδάκια που φαίνονται στην αρχή, γιατί οι στίχοι έχουν κρυμμένα στοιχεία που δίνουν στο άλμπουμ άλλη διάσταση.
«Το “Κατηφόρα”, το δεύτερο κομμάτι, είναι η συνειδητοποίηση μιας τοξικής, κακοποιητικής σχέσης. Συνειδητοποιείς πόσο έχει παρακμάσει αυτή η σχέση, ότι δεν τη σώζει τίποτα, οπότε πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι και απλώς να φύγεις», λέει η Lila.
«Το έγραψα την εποχή που οι γυναικοκτονίες ήταν ξανά πρώτη είδηση κι αυτό με είχε επηρεάσει πολύ, έτσι μου βγήκε αβίαστα αυτό το κομμάτι στο στούντιο. Όταν το ολοκλήρωσα, συνειδητοποίησα ότι έχει μέσα του φόβο και δεν ήθελα να μείνω σε αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να δείξω ότι όταν τον αντιμετωπίζεις, φεύγεις απ’ αυτόν και πας παρακάτω.
Γι’ αυτό έγραψα το “Άμε!”, όπου η γυναίκα καταλαβαίνει ότι με τον φόβο δεν θα πάει πουθενά, ότι πρέπει να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Η σχέση που είχε δεν ήταν προϊόν αγάπης, ήταν τέρμα τοξική, γι’ αυτό πρέπει να ζήσει τη ζωή της με τα άτομα που την αγαπούν, απεγκλωβισμένη από οποιοδήποτε καλούπι, από οποιοδήποτε σχήμα πατριαρχίας κουβαλάει από παιδί και πια τη σκοτώσει. Αυτό είναι η συνέχεια του δεύτερου κομματιού, κι ας είναι πρώτο στο άλμπουμ.
Το “Όχι» είναι μια αντίδραση, μια λέξη που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας και ιστορικά, και μας προκαλεί έντονο συναίσθημα. Προσωπικά, έχω πετύχει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου λέγοντας “όχι”, γιατί τότε έχεις επιλογές. Είσαι κυρίαρχος του εαυτού σου, μπορείς να διαλέξεις τι θες να κάνεις. Και δεν αφορά μόνο το ερωτικό κομμάτι, λέω “όχι” στον ρατσισμό, στον σεξισμό, στα καλούπια γενικά.
Το “Dame”, που έγραψα με τον Sigma, αφορά την τελευταία ερωτική συνεύρεση ενός ζευγαριού, αυτό που κρατάς από μια σχέση αφού έχει χαθεί. Το “Χάσε” είναι ένα κομμάτι πολύ εσωτερικό, που έχει συναισθηματική αξία για μένα, στο οποίο ακούγομαι βραχνιασμένη γιατί έκλαιγα όταν το ηχογραφούσα ‒ κρατήσαμε αυτό το demo κι ας μην ήταν τεχνικά τόσο άρτιο. Ήταν μια μέρα κατά τη διάρκεια της καραντίνας που όλα μού φαίνονταν μάταια. Το έβαλα κάποια στιγμή στη μαμά μου, που δεν την βλέπω και πολύ συχνά, και δάκρυσε. Συγκινήθηκα που κατάφερα από το πουθενά να γράψω μουσική που άγγιξε έναν άνθρωπο. Μακάρι να καταφέρω να αγγίξω όλους όσοι με ακούνε. Το έβαλα στο τέλος, ως ατόφια ενέργεια δική μου...».
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ εδώ.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.