Στα εγκαίνια της επετειακής έκθεσης «Μικρά Ασία, Λάμψη, Καταστροφή, Ξεριζωμός, Δημιουργία», που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, παραβρέθηκε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έστειλε νέο μήνυμα στην Τουρκία.
«Τέτοιες ώρες, πριν από εκατό χρόνια, στα παράλια της Μικράς Ασίας γραφόταν η αιματηρή τελική πράξη του Οράματος της Ιωνίας. Η Σμύρνη είχε παραδοθεί, πια, στις φλόγες και οι Χριστιανοί κάτοικοί της σφαγιάζονταν. Ενώ, όσοι κατόρθωναν να γλυτώσουν από την μανία των Τούρκων, ακολουθούσαν τον ελληνικό στρατό προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, προσπαθώντας να περάσουν στα νησιά μας και από εκεί στη σωτηρία. Των ζωών τους μόνο. Γιατί οι περιουσίες τους είχαν ήδη χαθεί…» ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, κατά την εναρκτήριά δήλωσή του.
«Λίγο αργότερα, στη Λωζάννη, μετά το αίμα θα γραφόταν και με μελάνι το τέλος 25 αιώνων παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Με την ανταλλαγή πληθυσμών, ενάμιση εκατομμύριο ψυχές πήραν, τότε, τον δρόμο της μεγάλης Εξόδου. Αλλά και την απόφαση να ριζώσουν ξανά, σε καινούργιες εστίες στην μητέρα-πατρίδα» συνέχισε, αναφερόμενος στις μαύρες εκείνες μέρες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «η Μικρασιατική Καταστροφή συνιστά το μεγαλύτερο, ίσως, τραύμα του πρόσφατου παρελθόντος μας» και η «ενσωμάτωση των προσφύγων στον εθνικό κορμό αποτελεί μάλλον το κορυφαίο ειρηνικό επίτευγμα του ελληνικού κράτους».
«Η καταστροφή και η αναγέννηση, εικονοποιούνται στις διπλανές αίθουσες και στα εκθέματά τους. Θα πρότεινα να τις επισκεφτούμε όχι μόνον ως άσκηση μνήμης, όσο ως κίνητρο εθνικής αυτογνωσίας. Γιατί ασφαλώς η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ούτε διδάσκει από μόνη της. Βοηθά, όμως, στην αναζήτηση του συλλογικού μας εαυτού. Ορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το περιβάλλον όπου κινούμαστε οι σύγχρονοι. Και ενίοτε καθοδηγεί συνετά σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο» συμπέρανε, συνεχίζοντας.
Ο κ. Μητσοτάκης, αναφέρθηκε, εν συνεχεία, στη Συνθήκη της Λωζάννης η οποία «διέπει τη συνύπαρξή μας με τους γείτονες», αλλά κατήγγειλε πως η Τουρκία «την έχει παραβιάσει ξεριζώνοντας το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Αλλά και εξακολουθεί να υπονομεύει τις σαφείς ρυθμίσεις της, αμφισβητώντας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».
«Θα πρέπει να αντιληφθεί, ωστόσο, η άλλη πλευρά του Αιγαίου ότι τον σχεδόν έναν αιώνα ισχύος αυτής της Συνθήκης, θα τον διαδεχθούν πολλοί ακόμη. Έτσι απαιτούν η Ιστορία και Γεωγραφία, η νομιμότητα και η διεθνής σταθερότητα. Γι’ αυτό και την τήρησή της εγγυάται και θα εγγυάται η Ελλάδα, με την ασπίδα της διπλωματίας και των συμμαχιών της, αλλά και με το αποτρεπτικό δόρυ των Ενόπλων της Δυνάμεων. Κυρίως, όμως, με την αδιάκοπη πορεία της προς την πρόοδο».