Οι εξετάσεις είναι αγχωτικές, ειδικά για εκείνους που έχουν γενικά μια αγχωτική προδιάθεση. Η απόκοσμη σιωπή της αίθουσας. Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος του ρολογιού. Το επίμονο βλέμμα του επιτηρητή. Η αυτάρεσκη έκφραση του ατόμου που κάθεται στο διπλανό θρανίο και ο οποίος έχει τελειώσει 15 λεπτά νωρίτερα.
Πώς να προκαλέσει λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι όσοι ανησυχούν για τις εξετάσεις τα πάνε συστηματικά χειρότερα από όσους δεν ανησυχούν; Αυτό που προκαλεί, ίσως, έκπληξη, σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Psychological Science από τη Maria Theobald και τους συναδέλφους της του Ινστιτούτου Leibniz για την Έρευνα και την Πληροφόρηση στην Εκπαίδευση, είναι ότι δεν είναι η πίεση της αίθουσας των εξετάσεων που προκαλεί το πρόβλημα. Είναι η πίεση της επανάληψης.
Η Δρ Theobald διατύπωσε τη θεωρία ότι αν όντως το άγχος παρεμποδίζει την ικανότητα ενός μαθητή να μεταφέρει γνωστές πληροφορίες από τον εγκέφαλο στο χαρτί διαμέσου του στυλό, τότε όσοι έχουν υψηλά επίπεδα άγχους θα είχαν χειρότερες επιδόσεις σε μια πραγματική εξέταση, όταν δηλαδή πραγματικά θα είχε σημασία, παρά σε μια προσομοίωση ή κατά τη διάρκεια διαδικτυακών συνεδριών εξάσκησης. Επιπλέον, ανέμενε ότι αυτή η πτώση των επιδόσεων θα συσχετιζόταν με τα επίπεδα του προαναφερόμενου άγχους στις εξετάσεις.
Ως εκ τούτου, εργάστηκε με 309 Γερμανούς φοιτητές ιατρικής που προετοιμάζονταν για τις τελικές κρατικές εξετάσεις, τις πιο σημαντικές στη ζωή τους. Το τεστ αυτό αποτελείται από 230 ερωτήσεις που μοιράζονται σε τρεις πεντάωρες εξετάσεις μέσα σε τρεις ημέρες.
Κατά τη διάρκεια 100 ημερών πριν από την τελική εξέταση, όλοι οι εθελοντές της χρησιμοποίησαν μια πλατφόρμα ψηφιακής μάθησης, η οποία τους παρουσίαζε παλιές ερωτήσεις των εξετάσεων και κατέγραφε τις επιδόσεις τους. Επίσης, συμμετείχαν σε μια εικονική εξέταση, η οποία τους είχε διευκρινιστεί ως όντως τέτοια, 40 ημέρες πριν από την πραγματική.
Για να εκτιμήσουν τα επίπεδα άγχους τους, τους ζητήθηκε, κάθε μέρα για 40 ημέρες πριν από τις πραγματικές εξετάσεις, αλλά και την ημέρα των εξετάσεων, να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο με φράσεις όπως: «Νιώθω ένταση και άγχος». Την ημέρα της εικονικής εξέτασης τους ζητήθηκε ομοίως να βαθμολογήσουν δηλώσεις όπως «Ανησυχώ αν έχω μελετήσει αρκετά».
Η κα Theobald διαπίστωσε κάτι άλλο από αυτό που περίμενε. Το άγχος την ημέρα της δοκιμασίας δεν προεικόνιζε καθόλου τις επιδόσεις στις εξετάσεις. Αυτό που προέβλεπε τις επιδόσεις ήταν το επίπεδο γνώσεων που εμφάνιζε ένας μαθητής στις εικονικές εξετάσεις και στις προηγούμενες δραστηριότητες ψηφιακής μάθησης. Όσοι είχαν καλές επιδόσεις σε αυτές, τα πήγαν καλά και στις πραγματικές εξετάσεις, ανεξάρτητα από το πόσο αγχωμένοι ήταν την ημέρα των εξετάσεων.
Αυτό που στην πραγματικότητα παρεμπόδιζε τους μαθητές στην επίτευξη καλών επιδόσεων, όπως αποδείχθηκε, ήταν τα υψηλά επίπεδα άγχους κατά τη διάρκεια των εβδομάδων πριν από τις εξετάσεις. Όσο μεγαλύτερο ήταν το άγχος ενός μαθητή τις ημέρες πριν από τις εξετάσεις, τόσο λιγότερες ήταν οι κατακτημένες γνώσεις του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με αποτέλεσμα ο μαθητής να έχει λιγότερη πληροφορία για να μπορέσει να την ανασυνθέσει κατά τη διάρκεια των εξετάσεων.
Και αυτό, παραδόξως, είναι μια θετική ανακάλυψη, διότι υποδηλώνει ότι μια αλλαγή της προσέγγισης της επανάληψης από τους αγχώδεις μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση των αποτελεσμάτων τους. H Δρ Theobald σημειώνει ότι το άγχος των εξετάσεων είναι πιο έντονο όταν οι μαθητές έχουν χαμηλές προσδοκίες επιτυχίας και ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιτυχία στις εξετάσεις είναι εξαιρετικά σημαντική.
Για να μειωθεί αυτό το άγχος, προτείνει μια διττή στρατηγική που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι μαθητές κατά την επανάληψη. Πρώτον, μπορούν να αυξήσουν την πίστη τους στις ικανότητές τους υπενθυμίζοντας στον εαυτό τους πόσα πολλά ήδη γνωρίζουν. Δεύτερον, μπορούν να μειώσουν τη σημασία της εξέτασης υπενθυμίζοντας στον εαυτό τους ότι, αν και είναι σημαντική, δεν είναι μια κατάσταση ζωής ή θανάτου. Πραγματικά δεν είναι. Πραγματικά...
Από τον Economist