Για το Omiros Piano Restaurant στον Κορυδαλλό, έναν υπόγειο νυχτερινό «ναό» που υπήρξε για πολλά χρόνια σημείο συνάντησης καλλιτεχνών κάθε είδους και γνωστών αθλητών, μου μίλησε ο Γιάννης Οικονομίδης. Είναι ακριβώς το μαγαζί που ονειρευόταν να ανοίξει ο Μήτσος απ’ το Σπιρτόκουτο, όταν έκανε σχέδια για να πιάσει την καλή. Παρασκευή βράδυ, βγαίνω από το μετρό στην (αγνώριστη πλέον) πλατεία Ελευθερίας και κατεβαίνω την Ξενοφώντος, τον δρόμο όπου βρίσκεται το Omiros, μια γειτονιά νοικοκυραίων, ήσυχη, με καταστήματα αθλητικών ειδών, γυναικείας ένδυσης και γυμναστήρια. Στο νούμερο 21 ο άνθρωπος που αναζητώ, ο ιδιοκτήτης του, έχει βγάλει ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες στο πεζοδρόμιο και κάθεται ανάμεσα στο piano restaurant και στο νέο του μαγαζί, ένα φαγάδικο με delivery που μόλις έχει κάνει εγκαίνια. Είναι καχύποπτος, στο τηλέφωνο μού έχει κάνει κανονική ανάκριση ‒«ποιος είσαι, τι θέλεις, μήπως έχεις πονηρό σκοπό(;)»‒, με ρωτάει πώς τον βρήκα, αν έχω επισκεφτεί ποτέ το μαγαζί του. Μου ζητάει πρώτα να βρεθούμε για να με δει και μετά «θα δούμε αν μπορούμε να κάνουμε εκεί τη φωτογράφιση». Προσπαθώ να του εξηγήσω ότι είκοσι χρόνια μετά η ταινία γίνεται παράσταση και θέλουμε να φωτογραφίσουμε στον «ναό» του κάποιους από τους ηθοποιούς της, αλλά τα ακούει όλα βερεσέ. «Έλα να σε δω και θα τα πούμε την Παρασκευή», μου λέει. Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω ούτε καν το όνομά του.
Το Omiros είναι η αγάπη μου, είναι οι αναμνήσεις μου, θυμάμαι την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Κόλια, την Αλιμπέρτη –την πεθερά του Πάριου‒ να έρχονται στο μαγαζί, τον Χατζηχρήστο, τον Διονυσίου. Έχει περάσει πολύς κόσμος από τον Κορυδαλλό.
Από κοντά ο Όμηρος Τσενόγλου δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου γι’ αυτόν. Είναι ένας ήρεμος άνθρωπος εβδομήντα εννιά ετών και μιλάει τόσο σιγά που μόλις και μετά βίας ακούγεται η φωνή του. Μου ζητάει να καθίσω και να του εξηγήσω για άλλη μια φορά για ποιον λόγο πήγα μέχρι εκεί. Μόλις του φεύγει η ανασφάλεια και χαλαρώνει, ξεκινάει μόνος του να αφηγείται ιστορίες για τη ζωή του και για το μαγαζί. «Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός γιατί έχω δει να νοικιάζουν κότερα για να γυρίσουν τσόντες», μου λέει, «όταν με πήρες τηλέφωνο νόμισα ότι ήθελες το μαγαζί για να γυρίσεις κάποια πονηρή ταινία. Το Omiros Piano Restaurant το άνοιξα το 1978, μόλις γύρισα απ’ την Ελβετία. Έβγαλα εκεί μια σχολή ξενοδοχειακή, έμεινα τρία χρόνια στη Γενεύη.
Μέχρι τότε ήμουν μετρ στα καράβια, στα κρουαζιερόπλοια. Έχω γεννηθεί εδώ, στον Κορυδαλλό, από γονείς μικρασιατικής καταγωγής, και από δεκατεσσάρων χρονών είμαι στα καράβια. Ξεκίνησα να πλένω τουαλέτες, αλλά μετά έβγαλα τέσσερις σχολές και έφυγα για την Ελβετία. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα εκεί, αλλά το έβαλα πείσμα να γυρίσω με δίπλωμα και τα κατάφερα. Κάποια στιγμή, όταν γύρισα, έπιασα δουλειά στη Μεγάλη Βρετανία ως μετρ, αλλά άντεξα μόνο δεκαπέντε μέρες. Σηκώθηκα κι έφυγα γιατί μου άρεσε η θάλασσα. Έγινα καθηγητής σε πλοία εμπορικής ναυτιλίας, εκπαίδευα τους καμαρότους και για είκοσι πέντε χρόνια ήμουν στην Καραϊβική, στα μεγαλύτερα καράβια, ως μετρ. Όλη μου η ζωή είναι ένα ταξίδι.
Τον χώρο όπου έγινε το μαγαζί τον είχα πάρει στην αρχή για αποθήκη, για τα πράγματα που έφερνα από τα ταξίδια, και στη συνέχεια ταίριαξαν μεταξύ τους και έφτιαξα ένα piano restaurant σαν αυτό που έτρωγα στο Πουέρτο Ρίκο, ένα εστιατόριο με πιάνο που μου άρεσε πολύ. Το έκανα ολόιδιο.
Από το μαγαζί μου πέρασαν όλοι οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές, οι ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του ’80. Ο Πουλόπουλος ερχόταν μέρα παρά μέρα γιατί του άρεσε να βλέπει τον χώρο, έλεγε ότι τον ξεκούραζε. Επί Παπαθεμελή μου χτύπαγαν την πόρτα για να μπουν να θαυμάσουν το μαγαζί μου. Πιανίστα είχα τον Λίνο Κόκοτο, πέρασε από δω και ο πιανίστας του Χατζιδάκι, ο Παντελής Θαλασσινός ξεκίνησε από εδώ με μια κιθάρα, πέρασαν διάφοροι τραγουδιστές.
Ερχόντουσαν όλοι για το περιβάλλον και για το φαγητό. Την εποχή που το άνοιξα δεν υπήρχε άλλο τέτοιο μαγαζί με φαγητά, έφτιαχνα μαγειρευτά φλαμπέ, έβαζα φωτιά στα πιάτα μπροστά τους και τα θαυμάζανε, δεν τα είχαν ξαναδεί ‒ εγώ τα είχα μάθει στην Ελβετία. Έκανα εξάσκηση στο καλύτερο ξενοδοχείο της Ελβετίας, το Fairmont, το 1970.
Έχω ταξιδέψει πάρα πολύ, σχεδόν όλη μου τη ζωή ήμουν σε ένα πλοίο. Ήμουν τέσσερα χρόνια στο Βασίλισσα Άννα Μαρία, μετά στο Μήδεια, τη δεκαετία του ’60 με τον Κολοκοτρώνη κουβάλαγα τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία και με το Αυστραλίς τους Έλληνες που πήγαιναν στην Αυστραλία, κοπέλες που πήγαιναν να παντρευτούν είτε στην Αμερική είτε στην Αυστραλία με φωτογραφίες… Και τι δεν έχουν δει τα μάτια μου.
Ο κόσμος το θαύμασε πολύ το μαγαζί μου και με έφτιαξε, αλλά εγώ έριξα τα μυαλά μου σε άλλη επιχείρηση. Αγόρασα κότερα να νοικιάζω στη μαρίνα Αλίμου. Τη δουλειά της εστίασης, όμως, την αγαπάω πάρα πολύ, αγαπάω τη μαγειρική, και τώρα ανοίγω ένα delivery. Και ο κόσμος με ξέρει, περνάει από δω και μου λέει «θυμάμαι που ήμουν δεκαέξι χρονών όταν ήρθα για πρώτη φορά και τώρα είμαι εξήντα». «Omiros» λένε το piano restaurant, «Όμηρος» και το ντελιβεράδικο, «Όμηρος» είναι και τα κότερά μου ‒ Όμηρος 1, Όμηρος 2 και Όμηρος 3. Θαυμάζω το όνομά μου επειδή είχα έναν μπάρμπα που τον σκότωσαν στην Κατοχή οι Γερμανοί και από αυτόν με βάφτισαν.
Έχω πολλούς φίλους στη ζωή μου, πολλούς γνωστούς, δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν και το βράδυ κοιμάμαι με ήσυχο το κεφάλι μου. Το μόνο πρόβλημα που έχω είναι με τον εαυτό μου, γιατί δουλεύω πολύ, ποτέ δεν ησυχάζω.
Τα πλοία μου είναι καταμαράν, μεγάλα, φέτος τα πήγαμε πολύ καλά. Όταν ξεκίνησα με τα κότερα δεν ήξερα πώς δουλεύουν, για δεκαπέντε χρόνια ήμουν στον Αγούδημο αρχικαμαρότος και αργότερα διευθυντής στα πληρώματα. Κάποια στιγμή, που ήμασταν στη Ρόδο, βγήκα να κάνω τζόκινγκ και περνώντας απ’ το καρνάγιο είδα ένα μικρό σκάφος, σαν γκαρσονιέρα. Το αγόρασα και στη συνέχεια γνώρισα κόσμο που με προέτρεψε να αγοράσω κάτι μεγαλύτερο. Ε, από το μεγαλύτερο έφτασα να είμαι από το 1992 με κότερα. Έχω αλλάξει καμιά δεκαριά.
Το μαγαζί τα τελευταία δέκα χρόνια το είχα κλειστό και όπως το άφησα έτσι είναι, δεν θέλω να το χαλάσω, ούτε να το δώσω σε κανέναν. Όποιος το κληρονομήσει ας το κάνει ό,τι θέλει. Το Omiros είναι η αγάπη μου, είναι οι αναμνήσεις μου, θυμάμαι την Πίτσα Παπαδοπούλου, τον Κόλια, την Αλιμπέρτη –την πεθερά του Πάριου‒ να έρχονται στο μαγαζί, τον Χατζηχρήστο, τον Διονυσίου. Έχει περάσει πολύς κόσμος από τον Κορυδαλλό.
Όταν έφτιαχνα το μαγαζί ερχόταν ο κόσμος, έβλεπε τις καμάρες και ρωτούσε «τι θα το κάνεις, μοναστήρι;», κι όταν το τελείωσα τρελάθηκαν, τους άρεσε πάρα πολύ. Ήταν σαν κι αυτές που είχα δει στο Πουέρτο Ρίκο. Με καθήλωσε κι εμένα για χρόνια το μαγαζί, έκανα και την εξάσκησή μου στη μαγειρική. Μου άρεσε πάρα πολύ να μαγειρεύω, πάντα έπαιρνα τον πιο μεγάλο βαθμό στη σχολή στη μαγειρική, αλλά τώρα δεν μαγειρεύω, γιατί μεγάλωσα. Κάποτε το έκανα, το μαγαζί είχε πολύ φαγητό και ποτό μαζί με τραγούδι και γλέντι».
Μπαίνοντας, στο υπόγειο σε υποδέχεται ένα οριεντάλ σκηνικό με μπορντό μοκέτα και φλοκάτες σε εκτυφλωτικό κόκκινο και μόλις κοιτάξεις γύρω σου ζαλίζεσαι από τα αξεσουάρ. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι από αντικείμενα που έχει φέρει από τα ταξίδια του στον κόσμο, για τα οποία μπορεί να αφηγείται για ώρες ιστορίες. Μου δείχνει το τομάρι μιας αρκούδας που πήρε στην Αλάσκα, έναν ταριχευμένο αλιγάτορα, ένα γεράκι, πράγματα από το Μεξικό και την Αργεντινή, το Μαϊάμι και την Ευρώπη. «Έχω κάνει τρεις φορές τον γύρο της Γης ολόκληρο. Τα μεγάλα καράβια πάνε σε όλο τον κόσμο, κι εγώ έκανα κρουαζιέρες στα μεγάλα καράβια» λέει. «Και είχα πολλές επιτυχίες στη ζωή μου».
«Εννοείτε ερωτικές;».
«Ναι, σαν νέος που ήμουν με ερωτευτήκανε πολλές γυναίκες, τις ερωτεύτηκα κι εγώ, ωραίες γυναίκες. Αγόρασα τον έρωτα, τα έκανα σχεδόν όλα, ήταν μια ωραία εμπειρία, ένα γλέντι. Όταν έλεγες ότι είσαι Έλληνας δεν ήταν ανάγκη να παρακαλέσεις. Θυμάμαι, όταν είχε βγει ο Ζορμπάς, νόμιζαν ότι όλοι οι Έλληνες είμαστε ζορμπάδες. Σε καζίνο στις Μπαχάμες και στην Καραϊβική πέρναγες καλά, παρόλο που δούλευες σκληρά, είχες τη διασκέδασή σου. Πήγαινα και άκουγα τον Φρανκ Σινάτρα, τον Τομ Τζόουνς… Ήταν νέο παλικάρι τότε που πήγα και είδα τον Τομ Τζόουνς στο Copacabana, φωνάρα. Όλα αυτά τα έχω κλείσει σε αναμνήσεις σε ένα στενό μιας γειτονιάς στην Κοκκινιά…»
Το Omiros Piano Restaurant είναι ανοιχτό κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ και τα απογεύματα της Κυριακής. Ξενοφώντος 21, Κορυδαλλός, 210 4953189
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.