«H ΘΕΡΑΠΕΙΑ μού άλλαξε τη ζωή. Και ελπίζω, μέσω αυτής της ταινίας που έκανα, να αλλάξει και τις ζωές άλλων ανθρώπων».
Αυτό λέει στον εαυτό του, στην κάμερα, σε εμάς τους θεατές, ο ηθοποιός Τζόνα Χιλ για αυτό το ιδιοσυγκρασιακό, υβριδικό φιλμ που αποτελεί συγχρόνως βιογραφικό ντοκιμαντέρ, συνεδρία και φόρο τιμής (και αγάπης) στον γνωστό για την αμεσότητα των μεθόδων του, Αμερικανό ψυχίατρο Φιλ Στατζ.
Παρά τη φήμη και την καταξίωση που απέκτησε ο Χιλ, είχε πάντα έντονα ζητήματα με την εικόνα του ως παχύσαρκου (που «κανείς δεν τον ήθελε»), ενώ πριν από μερικά χρόνια και ενώ είχε μόλις ξεκινήσει τη σωτήρια και λυτρωτική για τον ίδιον θεραπεία στο πλευρό του Στατζ, έχασε τον μεγαλύτερο αδελφό του, που πέθανε ξαφνικά από πνευμονική εμβολή.
Βοηθά σημαντικά το να ακούς τον ίδιο να περιγράφει τη μέθοδό του στην ταινία όπως και το γεγονός ότι είναι συμπαθητικός και φιλικός στην κάμερα τύπος (παρά το τρέμουλο από τη νόσο του Πάρκινσον που τον ταλαιπωρεί από νεαρή ηλικία), που μιλά απλά και πασπαλίζει τον λόγο του με διάφορα νόστιμα μπινελίκια της καθομιλουμένης.
Η ταινία ξεκινά με τον ηθοποιό να κάθεται απέναντι από τον Στατζ στο γραφείο του δεύτερου στο Λος Άντζελες με την προοπτική να παρακολουθήσουμε κι εμείς μια πρότυπη συνεδρία του 75χρονου ψυχοθεραπευτή για τα «Εργαλεία» που παρέχει στους ασθενείς του γιατρού, προκειμένου εκείνοι να ξορκίσουν τις «Σκιές» που τους καταδυναστεύουν, να βρουν την έξοδο από τον «Λαβύρινθο» και να τα «μετατρέψουν τα προβλήματά τους σε όπλα», όπως λέει και ο υπότιτλος του βιβλίου του «Τα Εργαλεία της Ψυχής», που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά.
Ο Στατζ έγινε διάσημος για την ταχεία λειτουργία της προσέγγισής του σε αντίθεση με το χρονοβόρο παραδοσιακό μοντέλο θεραπείας που εστιάζει στο παρελθόν. Παρότι όμως κάποια από τα εργαλεία ή τα στάδια που συνθέτουν τη μέθοδό του μοιάζουν με κεφάλαια από εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης («ενεργή αγάπη», «εσωτερική αυθεντία», «ροή ευγνωμοσύνης»), ο άνθρωπος παραμένει γιατρός. Και καθιστά σαφές εξαρχής ότι δεν πουλά μαγικές λύσεις.
Η διαδικασία ξεκινά με τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν τρία πράγματα που θα σε ακολουθούν για πάντα (για το καλό σου): «Πόνος, Αβεβαιότητα. Συνεχής δουλειά. Κανείς δεν είναι ποτέ ελεύθερος από αυτά. Κανείς».
Βοηθά επίσης σημαντικά το να ακούς τον ίδιο να περιγράφει τη μέθοδό του στην ταινία όπως και το γεγονός ότι είναι συμπαθητικός και φιλικός στην κάμερα τύπος (παρά το τρέμουλο από τη νόσο του Πάρκινσον που τον ταλαιπωρεί από νεαρή ηλικία), που μιλά απλά και πασπαλίζει τον λόγο του με διάφορα νόστιμα μπινελίκια της καθομιλουμένης.
Η διαδικασία όμως –όπως και η ταινία η ίδια– είναι πιο πολύπλοκη απ’ όσο αρχικά φαίνεται. Δεν έχουν περάσει δεκαπέντε λεπτά από την αρχή της ταινίας όταν ο Χιλ ρωτάει τον Στατζ: «Τελικά ήταν φριχτή ιδέα να γυρίσει ένας ασθενής μια ταινία για τον ψυχοθεραπευτή του;».
Όχι απαραίτητα. Δέκα λεπτά αργότερα συμβαίνει μια θεαματική αποδόμηση της αρχικής ιδέας που ήταν η καταγραφή μιας συνεδρίας στον φυσικό της χώρο, αλλά και του σκηνικού που αποκαλύπτεται ότι ήταν fake και το πολύμηνο γύρισμα έχει γίνει σε στούντιο μπροστά από μια πράσινη οθόνη.
Ακολουθεί ένας ιδιότυπος και εντόνως συναισθηματικός κύκλος «ανταλλαγών» ανάμεσα σε γιατρό και ασθενή με σποραδικές ματιές στο παρελθόν των δύο (αλλά και με την εμφάνιση της μαμάς του Χιλ) ώσπου τελικά ο ευγνώμων ηθοποιός δηλώνει ανακουφισμένος στον Στατζ: «Δεν έχει σημασία η άποψη που θα έχει ο κόσμος για την ταινία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι την ολοκληρώσαμε μαζί».