ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ σαν τη δική μας, ακόμα και σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, όπου παραμένει το στίγμα της ψυχικής ασθένειας και της επίσκεψης στον «τρελογιατρό», όπου η ψυχοθεραπεία θεωρείται ταξικό προνόμιο ή τρόπος ένταξης σε σέκτα πολυτελείας, όπου πολλοί άνθρωποι που την έχουν έντονα ανάγκη δεν έχουν τα μέσα ή τον τρόπο να το κάνουν, είναι κάποιες φορές που νιώθει κανείς ότι είναι ο μοναδικός στην ομήγυρη που δεν περιλαμβάνει συνεδρίες στο εβδομαδιαίο του πρόγραμμα. Αν δεν συναντιέται τακτικά με έναν ή μία Ψ.
«Έχω Ψ αύριο το απόγευμα», «Μετά τον Ψ τι θα κάνεις;», «Ο δικός σου Ψ τι λέει γι’ αυτό»; «Αυτό μου λέει και η Ψ μου», «Το είπες στην Ψ αυτό;» κ.ο.κ.: φράσεις της καθημερινότητας. Όλοι έχουμε προφανώς τα θεματάκια ή τις θεματάρες μας και κανείς δεν ζήμιωσε από μια τέτοια διαδικασία, απλά, ώρες-ώρες, είναι σαν να συνοδεύεται από έναν ψυχαναγκασμό που σε κάνει να νιώθεις μειονεκτικά και ενοχικά.
Αν δεν πηγαίνεις, είναι σαν να μη θέλεις το καλό σου, σαν να μη θέλεις να είσαι σωστό άτομο. Δεν πηγαίνεις δηλαδή επειδή δεν είσαι καλά – δεν είσαι καλά επειδή δεν πηγαίνεις.
«Είμαι ευγνώμων που υπάρχει αυτός ο χώρος για να μιλήσω. Είμαι όμως επίσης ευγνώμων που μπορώ να κλάψω στην αγκαλιά της συντρόφου μου, να διασκεδάσω με φίλους, να καπνίσω ένα τσιγάρο στον φθινοπωρινό αέρα της βεράντας μου. Δεν υπάρχει μαγικό ελιξίριο για την ψυχική υγεία».
Έναν τέτοιο μικροπροβληματισμό μεταφέρει κι ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε προχθές στους «New York Times» και είχε ως τίτλο την εξής απορία: «Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ψυχοθεραπεία σε κάνει καλύτερο άτομο;» (Why do people think going to therapy makes you a good person?), Το άρθρο υπογράφει ο (36χρονος, τουτέστιν millennial) Μίκαλ Ντένζελ Σμιθ, επιφανής αρθρογράφος και συγγραφέας από το Μπρούκλιν και «ένας από τους πιο επιδραστικούς Αφροαμερικανούς» (Οι «Times» τον είχαν αποκαλέσει πριν από μερικά χρόνια «Ο διανοούμενος με τα Air Jordan»).
«Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους στον κοινωνικό μου κύκλο κάνουν ψυχοθεραπεία, κάποιοι είναι οι ίδιοι ψυχοθεραπευτές», γράφει, αφού προηγουμένως σημειώσει ότι η διαδικασία τού είχε κάνει καλό κάποτε που υπέφερε από κρίσεις πανικού.
«Τα τελευταία χρόνια όμως, ακόμα και μέσα στην πανδημία, τα είχα καταφέρει χωρίς θεραπεία. Συνεπώς, δεν βρισκόμουν στο όριο κάποιας κατάρρευσης. Υπέθεσα απλώς ότι όφειλα να την κάνω κομμάτι της ζωής μου, μαζί με κάποιες άλλες αποφάσεις. Να μάθω ισπανικά. Να γυμνάζομαι τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Να ξεκινήσω ψυχοθεραπεία…»
Παρακάτω κάνει λόγο, με έναν ελαφρύ σαρκασμό, για τις φαντασιακές διατριβές στα social media που λένε «πόσο τέλειος θα ήταν ο κόσμος αν όλοι (ειδικά όμως οι «cis-hetero» άνδρες) πήγαιναν για θεραπεία και δούλευαν τα θέματά τους – θα εξέλιπε όλη αυτή η τοξική αρρενωπότητα που δηλητηριάζει τα δοχεία της επικοινωνίας και τα μονοπάτια της γιατρειάς. Το να μην πηγαίνεις είναι σαν να προδίδεις όχι μόνο τον εαυτό σου αλλά το όραμα μιας ουτοπίας που εκπορεύεται από τον καναπέ του ψυχοθεραπευτή.
«Εξακολουθώ να βρίσκω χρήσιμες τις συνεδρίες κι ας μην υπήρξε κάποιος συντριπτικά καταλυτικός παράγοντας που με έκανε να τις ξεκινήσω», καταλήγει το άρθρο. «Είμαι ευγνώμων που υπάρχει αυτός ο χώρος για να μιλήσω. Είμαι όμως επίσης ευγνώμων που μπορώ να κλάψω στην αγκαλιά της συντρόφου μου, να διασκεδάσω με φίλους, να καπνίσω ένα τσιγάρο στον φθινοπωρινό αέρα της βεράντας μου. Δεν υπάρχει μαγικό ελιξίριο για την ψυχική υγεία. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη συνταγή που μπορεί να σε κάνει “καλό” άτομο. Οι περισσότεροι από μας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO