Οι μακέτες της αρχιτεκτονικής πρότασης που επελέγη για την επέκταση και την αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου παρουσιάστηκαν σήμερα επίσημα.
Σε εκδήλωση- στην οποία παρέστη ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης- παρουσιάστηκε η αρχιτεκτονική πρόταση, για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Υπενθυμίζεται ότι έπειτα από τις προτάσεις που επιβλήθηκαν, η Διεθνής Επιτροπή Αξιολόγησης είχε επιλέξει ομόφωνα εκείνη των αρχιτεκτονικών γραφείων David Chipperfield Architects και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε., για το νέο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Η πρόταση που επελέγη «συγκεντρώνει τα στοιχεία της ευρηματικής σχέσης μεταξύ του παλαιού και του νέου κτιρίου, της ποιότητας της χωρικής εμπειρίας, της ευαισθησίας προς τις προγραμματικές και μουσειολογικές- μουσειογραφικές προκλήσεις, της πολεοδομικής ένταξης στον ιστό της πόλης και της πρωτοπόρας επίλυσης θεμάτων βιωσιμότητας και περιβαλλοντικού σχεδιασμού», ανέφερε η ανακοίνωση που είχε εκδοθεί στις αρχές Ιανουαρίου.
Το αρχικό νεοκλασικό κτίριο των Λούντβιχ Λάνγκε και Ερνστ Τσίλλερ χρονολογείται από το 1866-1874 και τα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν διάφορες προσθήκες. Η πρόταση που επελέγη εμπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασμού του Λάνγκε. Χρησιμοποίησε το εμβληματικό κτίριο ως αφετηρία για το σχεδιασμό, πλαισιώνοντάς το με έναν ρομαντικών αναφορών κήπο.
Η βάση του υφιστάμενου κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου επεκτείνεται μέχρι τον δρόμο, δημιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Έτσι, δημιουργείται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.μ. και ένα πάρκο με πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιμο σε όλους.
Η επέκταση θα στεγάσει τις βασικές δημόσιες λειτουργίες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου – έκδοση εισιτηρίων, πωλητήριο, εστιατόριο, αμφιθέατρο καθώς και νέους χώρους για μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις- που οργανώνονται συμμετρικά.
Η κύρια είσοδος μεταφέρεται μπροστά, στο επίπεδο του δρόμου, ενώ ο περιβάλλοντας χώρος μελετήθηκε από το γραφείο των Βέλγων αρχιτεκτόνων τοπίου, Wirtz International. Η διάταξη των νέων χαμηλών όγκων επιτρέπει τη φύτευση εμβληματικών δένδρων στην οροφή τους. Παράλληλα, διαμορφωμένα πλατώματα και μονοπάτια στρωμένα με χαλίκι, εκτάσεις με γρασίδι, συστάδες πεύκων και κουκουναριών, αειθαλείς αριές και μορφοποιημένη θαμνοειδής βλάστηση αποτελούν αναφορές στα πάρκα του 19ου αιώνα.
Σε ό,τι αφορά τη στρατηγικής της αειφορίας, υποστηρίζεται σε δύο κατευθύνσεις. Το νέο παράρτημα του μουσείου ως αρχιτεκτονική υψηλής μάζας, χαμηλής ενέργειας, ενισχυμένο με πράσινο και δημόσιες υποδομές και ένα ιστορικό κτίριο που αναζωογονείται και αναβαθμίζεται ήπια, όσον αφορά τη χρήση ενέργειας, αξιοποιώντας το φυσικό κλίμα όπου είναι δυνατόν.
Ο εκτεταμένος κήπος στο δώμα ενισχύει το οικοσύστημα της πόλης, με τη νέα βλάστηση, τη σκιά και τη φυσική ψύξη στην ευρύτερη περιοχή. Ενισχύεται με αυτό τον τρόπο το αστικό μικροκλίμα και μειώνονται οι επιδράσεις των αστικών θερμικών νησίδων. Ο ενσωματωμένος άνθρακας μειώνεται με τη χρήση rammed earth, ενισχυμένο συμπιεσμένο χώμα (πηλός), η οποία έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα του φυσικού ελέγχου της υγρασίας στους εκθεσιακούς χώρους. Οι πυρήνες της κατασκευής που υποστηρίζουν τη δομή της οροφής δημιουργούν μεγάλα φρεάτια που επιτρέπουν στα ψηλά δέντρα να ριζώσουν και να αναπτυχθούν.
Μέσα στο μουσείο, μια νέα υποδομή ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων θα κάνει το υπάρχον κτίριο πιο αποτελεσματικό, με συνδυασμό μηχανικού και φυσικού αερισμού, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Θα αντλούν ενέργεια από ένα εναλλακτικό ηλεκτρικό σύστημα και ανανεώσιμων πηγών, επιτρέποντας μια ανάπτυξη χωρίς ορυκτά καύσιμα.