Ο πεθαμένος και η ανάσταση
Σκέψεις εις την ξένην
ΜΕΤΑ ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, σχεδόν διεκπεραιωτική, βρέθηκα σε ένα κλαμπ με νέα παιδιά. Τα περισσότερα κρατούσαν τα κινητά τους, χόρευαν αυτοθαυμαζόμενα με φιληδονία και περιφρόνηση μέχρι να τραβηχτεί ένα βίντεο και μετά έκαναν με τη παρέα τους τη διαλογή. Στη συνέχεια λούφαζαν και τσέκαραν εντατικά τα like. Μετά ξαναχόρευαν και ξανατράβαγαν. Έτσι πέρναγε η βραδιά.
Είμαι εκτός Ελλάδος. Έφυγα ξαφνικά, γιατί με φρικάρει αυτή η ατμόσφαιρα Τεχεράνης, με τις καμπάνες, τα μεγάφωνα στις εκκλησιές, το «ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου», τα σφαγμένα αρνιά, τα δημοτικά και τις οικογένειες. Όσο και να προσπάθησα στο παρελθόν, να συνδεθώ με αυτούς τους συμβολισμούς και τις τελετές, μού έπεφταν βαριά, δεδομένου ότι πιστεύω στο θάνατο (τον περιμένω έντρομος για την ακρίβεια) αλλά όχι στην ανάσταση. Δεν κάνω τον έξυπνο (μάλιστα σύμφωνα με τον Πασκάλ, εγώ πιθανόν είμαι ο χαμένος), αλλά ούτε μπορώ να υποκρίνομαι. Τα κεράκια, οι κροτίδες, τα ξυλόγλυπτα πτώματα, οι παππάδες― πολύ ωραία τα έχει τακτοποιήσει η θρησκεία, για να εκφράσει την αταξία που έχω μέσα μου, εκ γενετής.
Τέλος πάντων, ήρθα στους απίστους, αλλά η μαζοχιστική συνήθεια με έφερε στην Ανάσταση της παροικίας. Και μετά στο κλαμπ που λέγαμε. Δυο άκρα κι εγώ στο κενό ανάμεσά τους. Δεν ξέρω ποια θεατρικότητα με αποξένωσε πιο πολύ. Το θάνατον πατήσας ή οι σέλφις στην πίστα;
Εμείς οι γέροι, μιλάμε πολύ για τη νεότητα, λες κι είμαστε ειδήμονες, επειδή ήταν κάποτε δροσερό το δέρμα μας. Αλλά η νεότητα είναι κάτι αέναο, αλλάζει διαρκώς. Δεν εξαρτώνται από την κρίση μου τα νέα παιδιά, όπως ούτε κι εγώ από τη δική τους. Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει αν χορεύουν όπως χορεύουν; Γιατί θα πρέπει να με αναστατώσει αν δεν ενδιαφέρονται ποιος είμαι και τι γράφω;
Ένα αγράμματο παιδί ανεβάζει «ιστορικά» βιντεάκια στο ΥοuTube με εκατομμύρια ακολούθους. «Λατρεύεται». Και λοιπόν; Πάντα κάτι ανάλογο δεν συνέβαινε; Μείωσε αυτό την αξία της επιστήμης;
Και αντιθέτως, αν έχεις φάει τα ψωμιά σου, γιατί να λιώσεις με τη μπότα σου τη γιορτινή αφέλεια της νιότης;
Το γήρας είναι άπληστο και αντιπαθητικό εάν ζηλεύει μέχρι και τους influencers του Instagram. Kάποια στιγμή πρέπει να κλείνεται στον κύκλο των πραγμάτων που αναγνωρίζει ως συγγενή, και να το παίρνει απόφαση ότι αυτός ο κύκλος όλο και θα κλείνει. Να γιατί είναι τόσο γλυκό να μιλάς με τους παλιούς φίλους. Ξεβραστήκατε από το μεγάλο ναυάγιο στην ίδια ακτή. Ταυτόχρονα, δεν το αντέχεις. Γιατί αισθάνεσαι μαζί τους συναποθανούμενος (το αναφέρει ο μέγιστος φιλαράκος μου Μονταίνιος για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, που είχαν αποφασίσει ότι θα πεθάνουν μαζί). Και κανένας θάνατος δεν είναι καλός.
Όλοι χωράμε λοιπόν. Κι όχι ακριβώς μακριά κι αγαπημένοι. Ο κόσμος έγινε πολύπολοκος, θρυμματίστηκε, αλλά ερήμην, η ζωή μάς κάνει προξενιά, μπερδεύει τον ένα στα πόδια του άλλου. Στην ίδια πόλη που ένα αφελές παιδί ποστάρει στο τικ τοκ δημοφιλείς ανοησίες, ένα άλλο αφελές παιδί ρυθμίζει τα μελάνια σε ένα τυπογραφείο στο Ρέντη, για να τυπωθούν τα Essais του φιλαράκου μου. Κι αμέσως μετά κοιτάει το κινητό του.
Μέχρι να πλύνει τα χέρια του, μια ξένη χάρις θα μένει στ΄ ακροδάχτυλά του.
Ίσως λοιπόν δεν έχει σημασία αν πιστεύω στην ανάσταση. Υπάρχει ένα θαύμα: το θαύμα ότι ζεις και ζω. Ξένοι στην ίδια πόλη. Ωστόσο, κάποια στιγμή το βλέμα μας διασταυρώνεται.
____
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Βίσωνες πέφτουν στο κενό και «αυτοκτονούν». Η συμπεριφορά αυτή των ζώων, ήταν γνωστή τους αυτόχθονες Ινδιάνους που ζούσαν από το κυνήγι τους. Φορώντας σκαλπ λύκου (που είναι ο βασικός εχθρός του βίσωνα) μπορούσαν να ερεθίσουν την περιέργειά του και να τον κάνουν να τους πλησιάσει μέσα στην εμβέλεια των βελών τους. Ή άλλες φορές να τον καταδιώξουν μέχρι να αποκλειστεί σε λεπτό πάγο, βαθύ χιόνι, χαράδρες ή λίμνες.
Αλλά η πιό αποτελεσματική μέθοδος ήταν να οδηγήσουν ένα κοπάδι βίσωνες στο γκρεμό. Σε αυτό το κυνήγι συμμετείχε σχεδόν ολόκληρη η φυλή: ο "κυνηγός" ή "δρομέας", ο οποίος διέθετε ειδικές δεξιότητες και γνώσεις, οδηγούσε τα ζώα που είχε βρει προς τον γκρεμό, όπου άλλοι κυνηγοί, κρυμμένοι πίσω από δέντρα ή σωρούς βράχων, κουνούσαν κουβέρτες και καλούσαν τα ζώα να πέσουν στο κενό. Και εκείνα έπεφταν. Το ένα μετά το άλλο.
Όταν τράβηξε τη φωτογραφία ο David Wojnarowicz μόλις είχε μάθει ότι νοσεί από aids. Εκείνα τα χρόνια ήταν μη αντιμετωπίσιμο, απλώς περίμενε τον θάνατο, στα 37 του. Δεν μπόρεσα να μάθω αν το 1988 κυνηγούσαν ακόμη βίσωνες, ή τα ζώα έπεφταν στο κενό για κάποιο άλλο λόγο.