ΣΤΙΣ 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Αστυνομία, σχηματίστηκαν 141 δικογραφίες σε όλη τη χώρα και πραγματοποιήθηκαν 73 συλλήψεις.
Δηλαδή είχαμε έξι γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας κάθε μία ώρα, ενώ κάθε 45 λεπτά χτυπούσε το τηλέφωνο στα αστυνομικά τμήματα της χώρας και στην άλλη πλευρά της γραμμής βρισκόταν κάποια γυναίκα/θηλυκότητα που ήθελε να καταγγείλει κάποιο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, διερωτώμενη ταυτόχρονα εάν θα την πάρουν στα σοβαρά· εάν θα τηρηθούν τα σχετικά, θεσμικά καθιερωμένα πρωτόκολλα/ενέργειες ώστε να την προστατέψουν ή εάν θα την αγνοήσουν· και θα την ειρωνευτούν· φυσικά, τι συνέπειες θα έχει για την ίδια ή και τα παιδιά της, αργότερα, αυτό το τηλεφώνημα· εάν σύντομα θα γραφτεί και το δικό της όνομα με κόκκινη μπογιά στους τοίχους, στους δρόμους και εάν θα γίνει σύνθημα σε πανό διαμαρτυρίας μέχρι να το αντικαταστήσει το επόμενο όνομα, που είμαστε βέβαιοι πως θα ακολουθήσει.
Τα παραπάνω είναι μονάχα τα νούμερα που φτάνουν σ’ εμάς. Πρόκειται απλώς για την κορυφή του παγόβουνου, τις λίγες γυναίκες που βρίσκουν το θάρρος μέσα στο αδιέξοδο και κάνουν αυτό το τηλεφώνημα. Ας γίνει σαφές πως το «θάρρος» είναι μια λέξη αμηχανίας και όχι η κατάλληλη: γιατί τα θύματα δεν χωρίζονται σε γενναία και δειλά. Αυτό είναι απλώς το γλωσσικό καθρέφτισμα της αποτυχίας μιας οργανωμένης κοινωνίας να προστατέψει τις γυναίκες, τις θηλυκότητες και τα παιδιά ενός κόσμου που βασίζεται στον ανδρικό τρόπο σκέψης και ενώ αντιμετωπίζει σορούς γυναικών κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα, δεν δέχεται τον όρο γυναικοκτονία.
Οι γυναικοκτονίες δεν είναι μια φήμη, η κακιά στιγμή, το πάθος ή ένα σοκαριστικό ταμπού για το οποίο δεν μιλάμε, λες και είναι κολλητικό. Είναι ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί, έχει ονομαστεί, αναλύεται στατιστικά και πρέπει να αντιμετωπιστεί συστημικά.
Αυτή η κοινωνική και πολιτική αποτυχία είναι τόσο «οργανωμένη», εμπεδωμένη και παλιά, που καταλήγει να είναι μια τελείως αναμενόμενη καθημερινότητα· οποιοσδήποτε διαφορετικός χειρισμός εκ μέρους του επαγγελματία που θα απαντήσει στην κλήση του θύματος κάνει τόση εντύπωση ώστε θα χαρακτηριστεί «σωστός», «με ενσυναίσθηση», λες και η προστασία των γυναικών και των θηλυκοτήτων είναι μια προαιρετική ενέργεια.
Τη Δευτέρα 1/4 η Κυριακή Γρίβα βγήκε από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων και κάλεσε την Άμεση Δράση ζητώντας βοήθεια, την όποια δεν έλαβε. Άφησε την τελευταία της πνοή όχι απλά στην καρδιά μιας πόλης που όφειλε να την προστατέψει αλλά στην είσοδο του τμήματος όπου ζήτησε βοήθεια. Μία από τις τελευταίες φράσεις που άκουσε ήταν πως «το περιπολικό δεν είναι ταξί».
Ξημέρωσε άλλη μια μέρα που κάνουμε τον γνωστό, τετριμμένο χορό μας. Πριν πιω την πρώτη γουλιά από το τσάι μου, θα δω τα «καμία μόνη» και θα πετρώσει το στομάχι μου. Μία ακόμα γυναίκα μέσα σε μια κοινωνία με νόμους και δομές και όλα όσα μας χωρίζουν από το να τρέχουμε στα δάση για να σωθούμε (αυτά που θα υπήρχαν εάν δεν καίγονταν οι «πνεύμονες» της χώρας τους μισούς μήνες του έτους) θα έχει δολοφονηθεί κι εμείς, οι ζωντανές, θα έχουμε μείνει πίσω, να διαφωνούμε με την κοινωνική μέγγενη για γλωσσικούς όρους και κοινωνικά φαινόμενα.
Μάλιστα, η καθημερινότητα μιας γυναίκας που διαβάζει για μία ακόμα γυναικοκτονία έχει αποκτήσει μια φριχτή μορφή ρουτίνας: κάποιες κατεβαίνουν στις πορείες και έρχονται αντιμέτωπες με την αστυνομική βία. Κάποιες απαντάνε σε ερωτήσεις/σχόλια: «γιατί δεν μίλησε;», «τον τρέλανε τον άνθρωπο», «ποιος ξέρει τι του είπε», «το 2014 σε ένα χωριό κοντά στην Ήπειρο μια φίλη της θείας της κουμπάρας μου μού είπε πως μια δηλητηρίασε τον άντρα της», «δεν μιλάτε για τη βία που ασκούν οι γυναίκες», «κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς», «θες το ξύλο σου, μου φαίνεται», «πού τον βρήκε αυτόν, στο ίντερνετ;», «υπάρχουν μια χαρά παλικάρια, αλλά αυτούς θέλετε, σας αξίζουν», «αφού φοβόταν, γιατί δεν έφευγε;», «αφού την κακοποιούσε, γιατί δεν ζήτησε βοήθεια;».
Κάποιες αντιμετωπίζουν αυτούς που «αγαπάνε τις γυναίκες» και η λύση που προτείνουν είναι να κρεμάσουμε τους γυναικοκτόνους λες και πρόκειται για δυο ή τρία χαλασμένα φρούτα.
Κάποιες αντιμετωπίζουν τους σοκαρισμένους. Αυτούς που «δεν μπορούν να το πιστέψουν», που «πέφτουν από τα σύννεφα» και αυτούς που «δεν το χωράει το μυαλό τους». Κάποιες άλλες αποθαρρύνονται ακόμα περισσότερο και δεν ζητούν βοήθεια.
Έτσι ορίζεται η πραγματικότητα όταν το θύμα παραγκωνίζεται, υποτιμάται και διακωμωδείται, μέχρι μια μέρα να βρεθεί νεκρό και να επαναλάβουμε τα παραπάνω.
Η ανατομία αυτής της θλίψης έχει στο κέντρο της αυτό ακριβώς: το βάρος που σου μένει όταν δεν δικαιολογείς τον δράστη και την πατριαρχία· τον βουβό πανικό από τα γκροτέσκ πρωτοσέλιδα και περιγραφές του αιματηρού ρεπορτάζ· το άγχος τού να προστατέψεις τον εαυτό σου και τις άλλες· τον φόβο, όταν το πέπλο της ασφάλειας σηκώνεται και βλέπεις καθαρά, έστω και για λίγο· Την περιφρόνηση και την οργή για τη θεσμική μηχανή και τους υποστηρικτές της που δεν επιτρέπουν περιθώρια διορθωτικών κινήσεων στις δικηγόρους που προτείνουν συγκεκριμένα βήματα και την υλοποίηση αυτών· το μούδιασμα, γιατί το να πέφτεις από τα σύννεφα είναι ένα προνόμιο που ποτέ δεν είχες.
Οι γυναικοκτονίες δεν είναι μια φήμη, η κακιά στιγμή, το πάθος ή ένα σοκαριστικό ταμπού για το οποίο δεν μιλάμε, λες και είναι κολλητικό. Είναι ένα φαινόμενο που έχει καταγραφεί, έχει ονομαστεί, αναλύεται στατιστικά και πρέπει να αντιμετωπιστεί συστημικά.