ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΙΔΕΧΘΗΣ ΚΑΙ προαναγγελθείσα γυναικοκτονία δίπλα μας και ο αυτόματος κορέκτορας εξακολουθεί να βγάζει αδόκιμη και «λάθος» τη λέξη, σα να περιμένει κι αυτός με σταυρωμένα τα χέρια τη νομική κατοχύρωση του όρου που θα έπρεπε να έχει ήδη συμβεί από τη στιγμή που γίνεται κάθε τόσο οδυνηρά φανερό ότι πρόκειται για διακριτό αδίκημα, που εξακολουθεί ακόμα και στην εποχή μας να ξεπλένεται με όρους σεξιστικής τρομοκρατίας όπως «έγκλημα πάθους» ή «έγκλημα τιμής».
Αυτό ακριβώς δηλαδή που επικαλέστηκε ο γυναικοκτόνος της Σαλαμίνας, ο οποίος μετά τη σύλληψή του απέδωσε τη δολοφονία της συζύγου του –μετά από την ατιμώρητη εκστρατεία ωμής βίας που είχε ασκήσει εναντίον της– σε «ερωτική αντιζηλία».
Ούτε το ότι «έσπασε τη σιωπή», ούτε το ότι «έφυγε», ούτε το panic button έσωσαν την άμοιρη γυναίκα από το δολοφονικό μένος του συζύγου-δυνάστη και, όπως αγωνιωδώς ζητούν για άλλη μια φορά διάφοροι φορείς, πρέπει επιτέλους να εκπονηθεί και να εφαρμοστεί ένα υποχρεωτικό πρωτόκολλο δράσης για τέτοιες περιπτώσεις, με δομές στήριξης και προστασίας για τα θύματα πριν συμβεί το μοιραίο.
«Τη σκότωσα γιατί την έπιασα με άλλον και τρελάθηκα», φέρεται να είπε στους αστυνομικούς σα να εξομολογούταν ένα τυπικό ατόπημα για το οποίο είχε ένα σωρό ελαφρυντικά. Και κυρίως, το ότι είναι άνδρας και τέλος πάντων θόλωσε, τι να κάνει. «Πουτάνες όλες, καταλαβαίνετε», θα μπορούσε να προσθέσει, αναμένοντας την κατανόηση των ομόφυλών του.
Αυτό ακριβώς είναι η γυναικοκτονία, σύμφωνα με τον επαναπροσδιορισμό του όρου από την κοινωνιολόγο και συγγραφέα Νταϊάνα Ράσελ από την δεκαετία του ’70 ήδη: «Γυναικοκτονία είναι η δολοφονία γυναικών από άνδρες (σε συντριπτικό αλλά όχι απόλυτο βαθμό) επειδή είναι γυναίκες» – δηλαδή πουτάνες, καριόλες, άπιστες, συχνά εκ φύσεως και εξ ορισμού.
Ούτε το ότι «έσπασε τη σιωπή», ούτε το ότι «έφυγε», ούτε το panic button έσωσαν την άμοιρη γυναίκα από το δολοφονικό μένος του συζύγου-δυνάστη και, όπως αγωνιωδώς ζητούν για άλλη μια φορά διάφοροι φορείς, πρέπει επιτέλους να εκπονηθεί και να εφαρμοστεί ένα υποχρεωτικό πρωτόκολλο δράσης για τέτοιες περιπτώσεις, με δομές στήριξης και προστασίας για τα θύματα πριν συμβεί το μοιραίο.
Ακόμα πιο σημαντικό θα ήταν να υπονομευθεί όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται το πατριαρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας (και δη της ελληνικής) και των μηχανισμών που τη συντηρούν και την αναπαράγουν, αλλά αυτά είναι «ψιλά γράμματα» και κάνουν το κοινό (αλλά και κάποιους εγχώριους νεοσυντηρητικούς ινστρούχτορες που καταπιέζονται βάναυσα από «woke» όρους όπως πατριαρχία και γυναικοκτονία) να πλήττει – όπως ίσως έχει φτάσει ήδη να πλήττει με άλλη μία γυναικοκτονία σαν αυτή στη Σαλαμίνα, που στριμώχνεται στο τηλεοπτικό δελτίο πριν λησμονηθεί, ειδικά αν δεν διαθέτει ως αφήγημα τις συναρπαστικές true crime ιδιότητες που είχε η υπόθεση στα Γλυκά Νερά.