Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με έναν μοναδικό τρόπο με τα μεγάλα κείμενα που κουβαλούν τα πάθη και τη σκοτεινή πλευρά του είδους των ανθρώπων. Είτε σκηνοθετεί παραστάσεις θεάτρου είτε όπερας, η προβληματική του συνδέει τα φιλοσοφικά ερωτήματα με μια γλώσσα χαρακτηριστική της εικαστικής ταυτότητας, του ήχου και της μουσικής του τρόπου που δουλεύει. Η δραματουργική ύλη κάθε έργου γίνεται ο καμβάς όπου αναπτύσσονται ο λόγος και η αισθητική του προσέγγιση.
Στις 2 και 3 Αυγούστου οι Βάκχες του Ευριπίδη ανεβαίνουν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου σε δική του σκηνοθεσία και παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Στόχος του είναι να μετουσιώσει την τραγωδία του μυστικισμού, της έκστασης αλλά και της βαρβαρότητας σε μια καλλιτεχνική εμπειρία, με ενορχηστρωτή τον ίδιο τον θεό του θεάτρου, τον Διόνυσο.
Όταν ο Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο βασιλιάς Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή των ρόλων, γίνεται από διωκόμενος διώκτης οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό, που προκαλείται από την ίδια του τη μητέρα.
Ο Διόνυσος είναι ο θεός του θεάτρου. Όπως ξεκινά το έργο, μοιάζει σαν ο Διόνυσος να χειρίζεται ακόμα και σωματικά, σαν θηριοδαμαστής, το στήσιμο μιας σκηνής όπου γίνεται μια τελετή διαδοχικού ακρωτηριασμού.
«Ο Ευριπίδης γράφει τις Βάκχες στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και της ζωής του. Εκεί ξαναφέρνει στη σκηνή τον θεό Διόνυσο, τον ιδρυτή του είδους. Ο θεός του θεάτρου, της ετερότητας, του διαμελισμού και της συγχώνευσης, της ευδαιμονίας και της καταστροφής, στήνει ένα παιχνίδι που ο Ευριπίδης θέλησε να τελειώσει με ένα διαμελισμένο σώμα που δεν θα μαζέψει κανείς», λέει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, πιστεύοντας ότι το πιο δύσκολο με τα έργα αυτού του μεγέθους είναι να βγάλεις από πάνω τους την καλώς ή κακώς εννοούμενη έννοια της «παράδοσης» που έχουμε στο κεφάλι μας.
«Μόνο κακό κάνει αυτή η πρόσληψη γιατί σε εμποδίζει να δεις τι λένε καταρχάς αυτά τα έργα ως κείμενα και να βρεις έναν τρόπο να συνδεθείς προσωπικά και να χειριστείς την πολύπλοκη διαστρωμάτωσή του. Είναι σπουδαία και μεγάλα κείμενα αυτά, έχουν αντέξει χιλιάδες χρόνια και δεν θα δικαιώσω εγώ τον Ευριπίδη.
Προσωπικά, τα θεωρώ πηγή δημιουργίας και είναι εξαιρετικό να μπαίνει κάποιος μέσα σε αυτά τα τοπία, να ψάχνει και να προτείνει κάτι. Είναι ενδιαφέρον το πώς καταλήγει το έργο με τα λόγια της Αγαύης, “ας αναλάβουν άλλες Βάκχες”, κάτι που συμβαίνει και με την τέχνη. Με το θέατρο κάνουμε αυτό που μπορούμε τη δεδομένη στιγμή, σε έναν συγκεκριμένο κόσμο. Aύριο θα έρθουν να το διαβάσουν αλλιώς κάποιοι επόμενοι και αυτό δίνει χαρά σε έναν δημιουργό».
Υπάρχει ο Διόνυσος, ο ανδρόγυνος, ο λαμπρός, που γνωρίζουμε, όμως στις Βάκχες αναβιώνει η λατρεία του και μας πάει πολύ πίσω, πολύ πριν από την απεικόνισή του στα αγγεία της κλασικής Αθήνας, που τον θέλουν πιο εξευγενισμένο. Πηγαίνουμε σε μια λατρεία άγρια, όπου έχει τη μορφή Σατύρου, ενός θεού τρομακτικού, που όσο κι αν τον λειάνεις και είναι πρόσωπο που κινεί τον μύθο.
«Μιλάμε για έναν θεό που στον πυρήνα του είναι ο μεγάλος καταστροφέας, αυτός που καταλύει τα όρια, ανακατεύει τα πάντα, είναι ένας ίλιγγος, μια μαύρη τρύπα η ύπαρξή του. Όποια βεβαιότητα, σταθερά έχεις, όποια τακτοποίηση έχεις κάνει στη ζωή σου και στον κόσμο, έρχεται αυτός και σου λέει “ξέχνα τα όλα”, στην ίδια σκηνή τυχαίνει να είναι ο γλυκύτερος και ο χειρότερος. Με απασχόλησε και ένας άλλος ισχυρός άξονας που φέρνω στην παράσταση: ο Διόνυσος είναι ο θεός του θεάτρου.
Όπως ξεκινά το έργο, μοιάζει σαν ο Διόνυσος να χειρίζεται ακόμα και σωματικά, σαν θηριοδαμαστής, το στήσιμο μιας σκηνής όπου γίνεται μια διαδοχική τελετή ακρωτηριασμού. Για μένα η μανία και η βακχεία βρίσκονται σε έναν ευθύ διάλογο και μετατρέπουν τη σκηνή σε έναν άλλο Κιθαιρώνα, όπου επιτρέπονται τα πάντα. Μπαίνει ο θεός και τους χειρίζεται όλους, μπαίνει μαζί και το ζήτημα του δημιουργού και του τρόπου που χειρίζεται αυτό τον μίτο».
Τον Θάνο Παπακωνσταντίνου τον απασχολεί πολύ λιγότερο το θεολογικό κομμάτι του έργου. Προσηλώνεται στην ανθρώπινη διάσταση, στην ικανότητα ενός ανθρώπου να είναι το καλύτερο και το χειρότερο την ίδια στιγμή, και για το εαυτό του και για τους άλλους». Όλα υπάρχουν μέσα μας και πολλές φορές δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
«Όταν είναι κάτι έξω από εμάς μπορούμε να του δώσουμε όνομα. Αλλά το πιο δύσκολο είναι να καταλάβουμε τα κομμάτια του εαυτού μας που δεν μπορούμε να δούμε και δεν αντέχουμε». Ο Γιώργος Χειμωνάς, που έχει κάνει τη μετάφραση, με την ιδιότητά του του ψυχιάτρου δίνει στη λειτουργία του λόγου τη διάσταση μιας μεγάλης παραίσθησης.
«Κάτι που με ενδιαφέρει να φανεί στη παράσταση είναι πώς ο Πενθέας αυτό το κομμάτι της λατρείας του Διονύσου που αρνείται το έχει μέσα του. Βλέπεις ό,τι μπορείς και αντέχεις από αυτόν τον θεό, αν έχεις χώρο μέσα σου βλέπεις και τον τιμωρό και την πηγή της χαράς, της ευφροσύνης. Είναι ένα καθρέφτης και ό,τι είσαι, αυτό θα δεις. Αυτό εκθέτουμε, το πόσο δύσκολα ανοιγόμαστε στον άλλον και πόσο μπορούμε να διασταλούμε και να ανοίξουμε τελικά ώστε να έχουμε χώρο μέσα μας».
Οι γυναίκες, οι Βάκχες, αυτά τα απελευθερωμένα πλάσματα είναι ένας υπέροχος χορός, ο πιο επιδραστικός από τους σωζόμενους, ισάξιος των προσώπων που παρεμβαίνουν, ζητούν, καθοδηγούν· είναι αυτές που προχωρούν τη δράση.
«Πηγαινοέρχονται και γλιστράνε σε περιοχές ψυχικές και σωματικές με μια ελευθερία, ισχύ και ανάταση γιατί δεν ενδιαφέρονται πώς φαίνονται στους άλλους. Μοιάζει με ευχή για τις ζωές μας να μπορούμε να ακούμε την επιθυμία μας και να λειτουργούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει πώς φαινόμαστε. Εδώ ο θεός σού λέει “επιτρέπονται όλα”, αλλά την ίδια στιγμή αυτή η απελευθέρωση είναι και κάτι τρομακτικό. Δεν μπορείς να χειριστείς εύκολα το “επιτρέπονται όλα”. Πόση ελευθερία μπορούμε να αντέξουμε χωρίς να διαλυθούμε; Γιατί και ο θεατής αυτό που θέλει και μπορεί να αντέξει θα δει τελικά».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.