Η Έβελυν είναι μια ερμηνεύτρια με πάθος, καθηλωτική, που όσοι τη γνωρίζουν από τους Pagan, το σχήμα όπου τραγουδάει παραδοσιακά κομμάτια με έναν δικό της τρόπο, διονυσιακό και μυστηριακό, δεν εξεπλάγησαν από την Κασσάνδρα της. «Η μουσική είναι η μοναδική αόρατη τέχνη. Στοχεύει στη σφαίρα του θυμικού. Είναι μια οικουμενική γλώσσα γιατί μπορεί να συνδέσει όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως γλώσσας», λέει. «Έτσι, λοιπόν, η μουσική που διέπει τον θρήνο της Κασσάνδρας δημιουργεί μια συγκίνηση, παρόλο που οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν τι λέει, αφού είναι στα αραβικά.
Στην αρχή ο Θ. Τερζόπουλος ήθελε να πούμε την “Καρότσα”, που ως θέμα ταιριάζει πολύ, αλλά ενεργειακά και υφολογικά, έτσι όπως τη λέμε κι εμείς, κάπως μου “κλοτσούσε”. Το δοκιμάσαμε, όμως κάποια στιγμή μού είπε “δοκίμασε να τραγουδήσεις κάτι στα αραβικά, συμβολικά, κι ας μη μιλούσαν αραβικά στην Τροία, γιατί αυτή η γυναίκα έρχεται με έναν τρόπο από την Ανατολή”. Εν τέλει, κρατήσαμε αυτό. Το μοιρολόι που λέω είναι ένας αυτοσχεδιασμός, δεν είναι τραγούδι, είναι στίχοι από ποιήματα κι ένας ελεύθερος αυτοσχεδιασμός πάνω σε αυτούς τους στίχους. Βγήκε πιο μυσταγωγικό, ενώ το άλλο τραγούδι ήταν πιο προφανές».
«Σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κασσάνδρα είναι ένα σύμβολο της ετερότητας, του Άλλου, του διαφορετικού, της έμφυλης καταπίεσης ανά τους αιώνες».
Η Έβελυν προέρχεται από δύο κουλτούρες, τη συριακή από την πλευρά του πατέρα της και την ελληνική από την πλευρά της μητέρας της. «Η συνείδηση των λαών ωριμάζει στο πέρασμα του χρόνου και οι διάφοροι παράγοντες που καθορίζουν την πολιτισμική εξέλιξή τους διαμορφώνουν τα ήθη και τα έθιμα που διέπουν την ανθρώπινη ζωή», λέει.
«Το αυτονόητο για μια κοινωνία δεν είναι απαραίτητα αυτονόητο και για μία άλλη. Υπάρχουν, βέβαια, οι σταθερές, που αφορούν κυρίως την κοινωνική οργάνωση, αλλά οι διαφορές είναι που κάνουν τις κουλτούρες να ξεχωρίζουν. Ένα θετικό εφόδιο, λοιπόν, είναι πως μαθαίνεις από μικρός να σέβεσαι το συλλογικό ασυνείδητο των λαών και να μη θεωρείς παράξενο ή λάθος τον διαφορετικό τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς. Ενισχύεται η ανθρώπινη κατανόηση.
Τώρα, το σημαντικότερο μειονέκτημα για μένα αλλά και για πολλούς ανθρώπους με παρόμοια οικογενειακή συνθήκη είναι πως συνήθως ζούμε μακριά από τη μισή μας οικογένεια. Στη δική μου περίπτωση, μακριά, συγκεκριμένα στον Καναδά, είναι η οικογένεια του πατέρα μου. Δεν βίωσα, όπως θα ήθελα, τη σχέση με τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τα ξαδέλφια και τους συγγενείς μου, παρόλο που έχουμε μεγάλη αγάπη ο ένας για τον άλλο. Συγκινούμαι κάθε φορά που τους φέρνω στον νου μου και δεν μπορώ να τους κάνω μια αγκαλιά».
Τη ρωτάω πού γεννήθηκε και πώς βρέθηκε από τόσο νωρίς στον χώρο του θεάτρου – ασχολείται από παιδί. «Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου είναι Σύριος και η μητέρα μου κατάγεται από την Ήπειρο και τον Πόντο, μεγάλωσα σε αστικό περιβάλλον, παρόλο που είμαι λάτρης της φύσης. Βέβαια, τα καλοκαίρια ζούσα για τρεις μήνες με τη γιαγιά και τον παππού σε ένα σπίτι που είχαμε κοντά στη θάλασσα, σε χωριό. Οι γονείς μου δεν έχουν καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά και είχαν μεγάλες αντιρρήσεις, πιο πολύ απ’ τον φόβο τους για το πώς θα δυσκολευόμουν στο μέλλον. Φρόντισαν, πάντως, και από πολύ μικρή έκανα μαθήματα μουσικής, κιθάρα, πιάνο.
Άλλαζα συνεχώς όργανα, είχα πολλές ασχολίες που μου άνοιξαν και τους πνευματικούς ορίζοντες. Ήμουν ένα υπερβολικά ντροπαλό παιδί και κάποιος τους συμβούλεψε να με πάνε να κάνω θέατρο, για να γίνω πιο κοινωνική. Έτσι με πήγαν από την προσχολική ηλικία ήδη σε ένα θεατρικό εργαστήρι και όντως με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί άλλαξα πολύ μεγαλώνοντας, παρότι σε μερικά πράγματα είμαι ακόμη εσωστρεφής. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το θέατρο. Συνέχισα να κάνω θέατρο και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, όπως και τη μουσική.
Μάλιστα στη Γ’ Λυκείου πήγαινα και κάπως κρυφά γιατί ανεβάζαμε μια παράσταση και οι γονείς μου ήθελαν να συγκεντρωθώ στις Πανελλαδικές, γιατί ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και θα μπορούσα να πάω ακόμα καλύτερα στις εξετάσεις, αλλά το είχα αποφασίσει ήδη τότε ότι θα γίνω ηθοποιός. Οι γονείς μου δεν μπορούσαν να το δεχτούν, με τα χρόνια όμως είδαν την εξέλιξη και ότι όλα κάπως μπήκαν σε μια σειρά και ήρθαν στις παραστάσεις μου.
Πέρασα Βιολογία. Ήμουν στη θετική κατεύθυνση επειδή και οι δυο γονείς μου είναι οδοντίατροι, αλλά δήλωσα Βιολογία επειδή έχει έρευνα, λιγότερη ρουτίνα, θα υπήρχε πάντα μια πρόκληση να ανακαλύψω κάτι. Την ίδια χρονιά που έδωσα εξετάσεις ήμουν και σε ένα πολύ καλό θεατρικό εργαστήρι, το Τεχνουργείο, και ο δάσκαλός μου, ο Στέργιος Καλφόπουλος, μου είπε “πρέπει να δώσεις εξετάσεις και στο Κρατικό ή στο Εθνικό”. Έτσι, αφού έδωσα Πανελλαδικές, έδωσα και στο Κρατικό και στο Εθνικό και πέρασα και στα δύο. Αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα, στο Εθνικό, γιατί θεωρούσα ότι εδώ είναι τα πράγματα, καλώς ή καλώς, και ότι μπαίνεις στο κύκλωμα λίγο πιο γρήγορα. Μετά έγιναν όλα πολύ απότομα, δεν ήμουν προετοιμασμένη να μπω αμέσως στα βαθιά.
Ο Στέργιος Καλφόπουλος μου είχε πει “μόλις τελειώσεις τη σχολή, να κυνηγήσεις τον Τερζόπουλο”. Μου μιλούσε πολύ γι’ αυτόν, οπότε, μόλις ήρθα στην Αθήνα, πήγα κατευθείαν να δω παράστασή του. Είδα το Alarme και σοκαρίστηκα, δεν είχα ξαναδεί κάτι αντίστοιχο. Μέχρι σήμερα παραμένει η αγαπημένη μου παράστασή του, απ’ όσες έχω δει. Με ενθουσίασε αυτός ο κόσμος που ξέφευγε από το καθημερινό και το ρεαλιστικό, είχε μια τρομερή ποίηση και μου άνοιγε άλλους ορίζοντες, έβλεπα κάτι που με πήγαινε σε άλλο σύμπαν. Κι ήμουν τυχερή, γιατί μόλις τελείωνα το τρίτο έτος βγήκε ανακοίνωση ότι θα έκανε το πρώτο του εργαστήρι στην Ελλάδα για έναν μήνα. Δήλωσα συμμετοχή, με πήραν και χοροπηδούσα. Έτσι γνώρισα τον Θεόδωρο και τον Σάββα Στρούμπο που δίδασκε και μετά το εργαστήρι με πήρε κατευθείαν στην ομάδα του.
Η πρώτη μου επαγγελματική επαφή με τον Τερζόπουλο ήταν οι Τρωάδες του Ευριπίδη στους Δελφούς, το 2017, όπου έπαιξα πάλι την Κασσάνδρα, τη μία από τις πέντε. Είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ήταν μια παράσταση που αφορούσε και τις διχοτομημένες πόλεις του κόσμου και είχε ποίηση απ’ όλον τον κόσμο – εγώ μιλούσα αραβικά. Κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος σε ψυχογραφεί σαν να σου κάνει ακτινογραφία, βλέπει τα πάντα σε σένα και ξέρει ακριβώς πώς να σε καθοδηγήσει για να βγάλει από μέσα σου το υλικό που φέρεις και να το αναδείξει.
Δεν έχω συναντήσει άλλη τέτοια περίπτωση. Οι Δελφοί είναι ένα μαγικό μέρος, μιλάς και “αντιλαλούν τα βουνά”. Γύρισα κάποια στιγμή προς το τοπίο και ξέχασα ότι έπαιζα σε παράσταση – παίζαμε μέρα, είδα τη θέα και δεν πίστευα πού βρισκόμουν. Ένιωσα ευγνώμων. Έχει κάτι πιο αρχέγονο το θέατρο των Δελφών από της Επιδαύρου, είναι και πιο παρθένο. Η Επίδαυρος σίγουρα φέρει αυτήν τη μνήμη από το παρελθόν και κουβαλάει έντονη ενέργεια, αλλά έχει και κόσμο περαστικό που πάει από απλή περιέργεια.
Σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Κασσάνδρα είναι ένα σύμβολο της ετερότητας, του Άλλου, του διαφορετικού, της έμφυλης καταπίεσης ανά τους αιώνες. Δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή της επιστημονικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής κορύφωσης, ο Αισχύλος παραμένει εξαιρετικά επίκαιρος, γιατί υπάρχουν χιλιάδες, για να μην πω εκατομμύρια, σύγχρονες Κασσάνδρες. Κάποιες κρυμμένες στις δυτικές κοινωνίες, θύματα του trafficking, ακόμα και της ίδιας της της οικογένειάς τους, κάποιες που ζουν σε χώρες όπου θεσμοθετημένα είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, με ελάχιστες ελευθερίες και δικαιώματα. Στην αρχαιότητα ήταν γενικό το φαινόμενο. Σήμερα επικρατεί πολλές φορές η υποκρισία σε κάποιες θεωρητικά ανεπτυγμένες κοινωνίες, γιατί ενώ φαινομενικά η γυναίκα είναι ισάξια με τον άντρα, στην πραγματικότητα συνεχίζουν και υφίστανται τα πατριαρχικά πρότυπα που τις κρατούν ανελεύθερες.
Η Ορέστεια είναι η μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος, αυτό και μόνο την κάνει πολύ ελκυστική για έναν δημιουργό. Όπως λέει και ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, η τραγωδία είναι το πιο δύσκολο είδος, το πιο συναρπαστικό. Θίγει πολύ βαθιά ανθρωπιστικά και πολιτικά ζητήματα που υφίστανται ακόμη και σήμερα, γεγονός που την καθιστά διαχρονική και επίκαιρη. Μέσα από τα τρία έργα, των οποίων η ύπαρξη δεν είναι τυχαία, ο θεατής περνάει από διάφορα στάδια πολιτικής, ιστορικής, μυθολογικής και οντολογικής μύησης, μέχρι να έρθει αντιμέτωπος με μια υπό αμφισβήτηση δημοκρατία.
Η παράστασή μας είναι σίγουρα πολιτική, όπως πολιτικό είναι και το ίδιο το έργο του Αισχύλου, όπως πολιτική είναι και κάθε πράξη, ακόμα και η αδιαφορία. Αυτό που ιδιοφυώς έκανε ο σκηνοθέτης Τερζόπουλος δεν είναι απλώς μια “ανάγνωση” του έργου αλλά μια ανατομία του. Έσκαψε στον πυρήνα του υλικού, ανέδειξε και υπερθεμάτισε σε σημαντικά πολιτικά ζητήματα που θίγει ο ίδιος ο Αισχύλος, βρίσκοντας παράλληλα συνδέσεις με το σήμερα και φλέγοντα θέματα που απασχολούν την καθημερινότητά μας.
Ο ρόλος της γυναίκας κατά τον περίφημο 5ο αιώνα ήταν σαφώς πιο υποτιμημένος σε σύγκριση με τους μυκηναϊκούς χρόνους οπότε εκτυλίσσεται το έργο και αυτή την οπτική χρησιμοποιεί ο Αισχύλος, προκειμένου να εγείρει ποικίλους στοχασμούς πάνω στο ζήτημα, γιατί ως ποιητής δεν στέκεται στην ακριβή ιστορική αποτύπωση καταστάσεων και κοινωνικών ρόλων, όπως π.χ. ο Θουκυδίδης που ήταν ιστορικός, αλλά τα χρησιμοποιεί ως υλικά, ως αφορμές. Συγκεκριμένα, ο ρόλος της γυναίκας παρουσιάζεται κυρίως μέσα από την αντιπαράθεση των δύο φύλων.
Ο Αισχύλος επιλέγει τη σύγκρουση άνδρα - γυναίκας για να τονίσει τη διαφορετική οπτική τους απέναντι στα πράγματα αλλά και την υποτιμητική στάση της κοινωνίας απέναντι στη γυναίκα. Αυτό φαίνεται κυρίως στον Αγαμέμνονα, όπου ο Χορός αμφισβητεί διαρκώς τα λεγόμενα της Κλυταιμνήστρας ακριβώς γιατί είναι γυναίκα, κάτι που η ίδια η βασίλισσα υιοθετεί («τέτοια από μένα, που γυναίκα είμαι, θα ακούς») προκειμένου να ασκήσει κριτική και να σαρκάσει εκ των έσω την αντιμετώπιση που υφίσταται.
Επίσης, πολλές φορές ο Χορός, προκειμένου να προσβάλει τον Αίγισθο, τον αποκαλεί “γυναίκα”. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Αλλά και στα επόμενα δύο μέρη, τις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες, ας μην ξεχνάμε ότι ο Χορός αποτελείται στη μία περίπτωση από γυναίκες σκλάβες-λάφυρα πολέμου και στην άλλη από θηλυκές χθόνιες θεότητες που εξαπατώνται και εξορίζονται στα έγκατα της γης. Οι συμβολισμοί είναι αδιανόητοι, μας δίνουν πολύ υλικό για σκέψη.
Κατά τη γνώμη μου, οι τραγικοί ρόλοι δεν προσεγγίζονται ρεαλιστικά. Ανήκουν στη σφαίρα μιας φιλοσοφικής μυθολογικής ποίησης που έχει σκοπό να θίξει κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα. Οι ρόλοι αυτοί έχουν άλλο μέγεθος που υπερβαίνει οτιδήποτε καθημερινό, ανήκουν στη σφαίρα του υπερβατικού, γίνονται σύμβολα. Αν προσπαθήσουμε να τους δούμε μέσα από ένα ρεαλιστικό πρίσμα για να τους κατανοήσουμε, θα μείνουμε στην επιφάνεια, ενώ αυτοί οι ρόλοι επιζητούν το βάθος που φτάνει ως την οντολογία και τον μύθο. Ανοίγουμε προς ένα τοπίο που δεν απευθύνεται πάντα στον εγκέφαλο αλλά ριζώνει πιο βαθιά, πιο σκοτεινά, πιο ακατανόητα, πιο ανοίκεια και φτάνει στο τοπίο της ποίησης για να δημιουργήσουμε το μέγεθος. Το μέγεθος της τραγωδίας.
Το τραγούδι και το θέατρο αλληλεπιδρούν. Ξεκίνησα ως ηθοποιός, οπότε το θέατρο και η μύηση με βοήθησαν στην τελετουργική περφόρμανς των Pagan, ώστε να δημιουργήσουμε κι αυτόν τον κόσμο, αλλά, επειδή όλα συνδέονται, μπορώ να πω ότι μετά τη δουλειά που έκανα με τον Σταύρο Τσουμάνη (σ.σ. η ψυχή των Pagan) ανακάλυψα χροιές που είχα αλλά δεν γνώριζα, και αυτό σιγά σιγά άρχισε να επηρεάζει και την παρουσία μου τη θεατρική. Το προνόμιο είναι ότι στους Pagan υπάρχει πολύς αυτοσχεδιασμός, μέσω του οποίου κάθε φορά μπορούν να γεννιούνται καινούργια πράγματα και να διατηρούνται. Και στο θέατρο υπάρχει αυτό, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο».
— Και στους Pagan και στην Κασσάνδρα η μνήμη είναι κάτι καθοριστικό. Γιατί είναι σημαντική η μνήμη τελικά;
Η μνήμη κουβαλάει μέλλον. Μας συνδέει με τις ρίζες μας. Αν ξεχάσουμε το παρελθόν, το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστεί να το ξαναζήσουμε. Και επειδή η ανθρώπινη ιστορία στο σύνολό της είναι γραμμένη με πολέμους και αίμα, καλό θα ήταν να μην το αφήνουμε στη λήθη, αλλά να το ανακαλούμε. Ίσως έτσι να υπάρχει ελπίδα.
Info
«Ορέστεια»
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 4&5 / 9, 21:00
Σχολείον της Αθήνας «Ειρήνη Παπά» 8, 11, 13 & 14 / 9, 21:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.