Στη φυλακή οδηγήθηκαν μετά από πολύωρη απολογία οι επτά από τους οκτώ κατηγορούμενους, οι οποίοι φέρονται ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης που εκβίαζαν ιδιοκτήτες καταστημάτων.
Στον κατηγορούμενο που αφέθηκε ελεύθερος επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της εμφάνισης στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του, δύο φορές το μήνα και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους αρνήθηκαν όσα τους αποδίδονται, ενώ κάποιοι τήρησαν το δικαίωμα της σιωπής.
Οι υπόλοιποι έξι συλληφθέντες για την ίδια υπόθεση θα απολογηθούν σήμερα, Παρασκευή, οπότε και οι δικαστικές αρχές θα αποφασίσουν για την περαιτέρω ποινική τους μεταχείριση.
Μιλώντας στο MEGA η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντία Δημογλίδου, η έρευνα των Αρχών διήρκησε μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμα 30 άτομα, σύμφωνα με την έρευνα, συνεργάστηκαν με το κύκλωμα εκβιαστών για άλλα αδικήματα, ωστόσο δεν συνελήφθησαν καθώς δεν ίσχυε γι’ αυτούς το αυτόφωρο.
«Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε κατηγορούμενους σε τέτοιο κύκλωμα να συνδέονται και με οπαδικά επεισόδια. Μέσα σε όλες τους τις δράσεις υπήρχαν εμπρηστικοί μηχανισμοί που μπορεί να μην τραυματίστηκαν πολίτες, αλλά υπήρχε κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή», είπε.
Το Modus Operandi της εγκληματικής οργάνωσης
Το κύκλωμα των εκβιαστών δρούσε με συγκεκριμένες μεθόδους και τρόπο λειτουργίας. Οι δύο επικεφαλής, η Νάνσυ και ο 64χρονος έδιναν τις εντολές και είχαν την απαιτούμενη πληροφόρηση. Αρχικά, «έστελναν» τους δωροδοκημένους υπαλλήλους να ελέγξουν την επιχείρηση στην οποία στόχευσαν και να βεβαιώσουν παραβάσεις. Αφού είχαν βεβαιωθεί πράγματι παραβάσεις, η Νάνσυ ήταν εκείνη που προσέγγιζε τους επιχειρηματίες, πείθοντάς τους ότι μπορούσε, χάριν των γνωριμιών της, να τους «βοηθήσει» - με το αζημίωτο, φυσικά. Στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας αρνούνταν τον εκβιασμό, τότε η επιχείρηση δεχόταν άμεσα νέο έλεγχο με αποτέλεσμα το κατάστημα να κινδυνεύει με σφράγισμα.
Υπήρξαν δε και περιπτώσεις κατά τις οποίες ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και εν γένει κτιρίων (ολοκληρωμένων ή και υπό κατασκευή), γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης και τις δυνατότητες της, επιδίωκαν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν τις «υπηρεσίες» της, προκειμένου είτε να αποφύγουν τη βεβαίωση παραβάσεων, είτε να διευθετήσουν έτερα θέματα που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα δημοσιών υπηρεσιών και αφορούσαν στις επιχειρήσεις τους.
Προκειμένου να παρέχουν πράγματι στους επιχειρηματίες που εκβίαζαν, τις υπηρεσίες που τους υπόσχονταν, τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών που ελέγχουν καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχεία και οικοδομικές εργασίες (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.). Οι υπάλληλοι αυτοί είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθόσον ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους - και για τον λόγο αυτό, πληρώνονταν αδρά.
Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι, λόγω της θέσης που κατείχαν στον δημόσιο τομέα, γνώριζαν και παρείχαν πληροφορίες που αφορούσαν σε επικείμενους ελέγχους καταστημάτων και ακολούθως αυτοί ενημέρωναν τους καταστηματάρχες – πελάτες τους, ώστε να είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για τον έλεγχο διορθώνοντας τυχόν συνήθεις παραβάσεις τους (τραπεζοκαθίσματα, κάπνισμα, μουσική κ.λπ.).
Επίσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά προκειμένου να μην βεβαιώνουν παραβάσεις ή να τις θέτουν στο αρχείο ή να βεβαιώνουν ελαφρύτερες παραβάσεις από τις πραγματικές. Μεταξύ των «αρμοδιοτήτων» τους ως μελών της οργάνωσης ήταν και το να βεβαιώνουν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, προβαίνοντας καθ’ αυτό τον τρόπο στην παράνομη έκδοση αδειών και λοιπών εγγράφων που αφορούν στη λειτουργία των καταστημάτων.
Πολλές φορές, για να εξυπηρετήσουν την οργάνωση, οι υπάλληλοι δεν μετέβαιναν για την διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ενώ στη συνέχεια συνέτασσαν ψευδώς εκθέσεις ότι πραγματοποίησαν κανονικά τους σχετικούς ελέγχους.
Αντίθετα, όποτε οι επικεφαλής της οργάνωσης το έκριναν απαραίτητο, οι υπάλληλοι διενεργούσαν ελέγχους με βάση τις οδηγίες τους, που αφορούσαν όχι μόνο το πού θα γίνει ο έλεγχος αλλά και το ποιες ακριβώς παραβάσεις θα βεβαιώσει. Στόχος τους ήταν να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους καταστηματάρχες να απευθυνθούν στην οργάνωση, καταβάλλοντας χρηματικά ποσά για την προστασία τους και τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και για την αποπληρωμή τυχόν χρωστούμενων ποσών στην οργάνωση.
Σε περιπτώσεις που οι καταστηματάρχες δεν δέχονταν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους απειλούσαν ότι θα διενεργηθούν εκ νέου έλεγχοι στις επιχειρήσεις τους και θα τους βεβαιωθούν παραβάσεις, ενώ εάν και πάλι δεν ενέδιδαν στην απειλή, έδιναν τότε εντολή στους αρμόδιος υπαλλήλους - μέλη να προβούν, όπως προαναφέρθηκε, στους σχετικούς ελέγχους.
Εάν πάλι, υπάλληλοι που δεν συμμετείχαν στο κύκλωμα, έκαναν ελέγχους σε καταστήματα που πλήρωναν την εγκληματική οργάνωση, τότε τα διευθυντικά στελέχη της συζητούσαν ακόμα και το να αλλάξουν θέση στους υπαλλήλους αυτούς