TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

«Οοοόχι, πουλάκι μου». Η Μαρινέλλα μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο






«Οοοόχι, πουλάκι μου».

«Δεν μ’ αρέσει να με ρωτάνε – και το ξέρεις!». Μια συνέντευξη που μού έδωσε η Μαρινέλλα, στη «Γυναίκα» του 1999

Tα γνωστά. Κάτι με χαλάει σε μια συνάντηση και μετά την σβήνω φουλ απ' το μυαλό μου. Έτσι με αυτή τη συνέντευξη. Δεν την είχα ξαναδιαβάσει από τον 1999 που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Γυναίκα. Χθες καθάριζα ένα δωμάτιο που είναι οιωνεί αποθήκη, βρήκα ένα χαρτοκιβώτιο με σπαρταριστό παρελθόν. Βρήκα κι αυτή. Μου φαίνεται από τις ανοιχτότερες που έχει δώσει η απίστευτη τζώρας και καπάτσα γυναίκα που ονομάζεται Μαρινέλλα― αν και παίζει διαρκώς άμυνα, ως συνήθως. Την αναδημοσιεύω ως έχει, για να βρίσκεται. 

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Facebook Twitter
Φωτ.: Αλίντα Μαυρογένη... Από το εξαντλημένο λεύκωμα «Η Μαρινέλλα όπως την οίδα», εκδ. Ωκεανίδα

Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ  μένει στη Νέα Κηφισιά – σε μια έπαυλη που έχασε στα χαρτιά η Ρένα Βλαχοπούλου. Σπίτι καλόγουστο και υπερμέγεθες. Ζει με τα σόγια της μια κλειστή οικογενειακή ζωή. Μιλάει στακάτα, με φωνή σίγουρη και αβίαστους ποιητικούς συνειρμούς, έχει το χυμώδες χιούμορ των παλιών κινηματογραφικών σταρ, κάνει πολλές θεατρικές χειρονομίες (αυτά τα χέρια!) και είναι από τις ευφυέστερες γυναίκες που έχω γνωρίσει.

Μόλις τη συνάντησα, ασυναισθήτως τη φίλησα – μου φάνηκε άν­θρωπος που μπορείς να εμπιστευτείς, άνθρωπος που κρατάει τον λόγο του. Προσπάθησε να ξεπεράσει τη φυσική της απέχθεια προς τις συνεντεύξεις με το να δείχνει απλούστερη απ’ ό,τι πραγματικά εί­ναι. Δεν έκρυψε, όμως, στιγμή την ένταση και την τόλμη της προ­σωπικότητάς της.

Ήπιαμε ουίσκι, έκανε κι έναν σεισμό – η Μαρινέλλα μού έπιασε το χέρι (ζεστό και σκληρό το δέρμα της) και με τράβηξε στον κήπο. Έλεγχε τα πάντα, συνεχώς. Το τη­λέφωνο χτύπησε λίγες φο­ρές –συνεννοήσεις για το γύρισμα της σειράς του Κουτσομύτη «Κι ύστερα ήρ­θαν οι μέλισσες» (από το βι­βλίο του Γιάννη Ξανθούλη). Η Μαρινέλλα υποδύεται τη Μαρίκα Σουέζ, μια μεγαλωμένη τραγουδίστρια που δίνει παραστάσεις ανά τα ιαματικά λουτρά της Ελ­λάδος. Την ιντριγκάρει το τόλμημα, αλλά και την αγ­χώνει. Είναι τελειομανής.

Μείναμε ως αργά και σχε­δόν ψιθυρίζαμε στη σιγαλιά του προαστίου. Αυτή η γυ­ναίκα με κέρδισε! Φεύγο­ντας, μου έδωσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο που ακόμα το ’χω και το ζω με ασπιρίνες, εγώ, που δεν έβαλα ποτέ λουλούδια σε βάζο.

— Με ποιο τρόπο κάνεις τους ανθρώπους φίλους;

—Δεν ξέρω. Με το τραγούδι. Με την επικοινωνία. Το τραγούδι δεν είναι απλώς να τραγουδάς. Είναι να επικοινωνείς. Όταν με βλέπουν να τραγουδώ, νομίζουν ότι τραγουδώ για τον καθένα χωριστά.

— Ποια διαφορά έχει η επικοινωνία μέσω του τραγουδιού από την επικοινωνία που έχουμε όταν συζητάμε;

— Εσύ ξέρεις ότι μιλάω σε σένα – δεν υπάρχουν άλλοι γύρω μας. Όταν τραγουδώ, όμως, και το μάτι μου απλώνεται στο πλήθος, είναι κάτι σαν μαγεία να νομίζει καθένας χωριστά ότι τραγουδώ για εκείνον.

— Και τι του απευθύνεις συνήθως;

— Καταρχάς τα λόγια του τραγουδιού, που φεύγουν απ’ το στόμα μου. Προσπαθώ και τα πιο απλά τραγουδάκια να τα κάνω σημαντικά. Κι εγώ, σε πληροφορώ, έχω πει πολύ ασήμαντα τραγουδάκια, στα οποία, αγα­πώντας τα και περνώντας τα μέσα απ’ την καρδιά μου, έδωσα νόημα και μεγάλη σημασία. Για να το καταπιείς, τελικά, ακόμα κι εσύ, ο δύσκολος. 

— Ποιους θεωρείς δύσκολους ακροατές;

— Τους πιο απλούς θεωρώ δύσκολους – όχι αυτούς με την πόζα.

— Λίγο να χαλαρώσουν χρειάζονται κι αυτοί...

— Ξέρεις, έρχονται μέσα σφιχτόκωλοι και η μεγάλη μου δυσκολία εί­ναι να τους πω: «Άσε! Ξαμολύσου!». Γιατί δεν απλώνονται ούτε μέ­σα τους. Θέλει μια πολύ ειδική μεταχείριση αυτό. Νιώθω εκείνη την ώρα ότι η ψυχή μου είναι ένας μπαχτσές ανοιξιάτικος. Δεν έχει καταχείμωνο, δεν έχει καλοκαίρι... Όλο λουλούδια, και κάνεις έτσι και βλέπεις πράσινα, κίτρινα, κόκκινα, μοβ – όλα τα λουλούδια! Την ώρα εκείνη έτσι νιώθω – το πιστεύεις; Ενώ δεν είμαι καθόλου ωραία γυ­ναίκα, ομορφαίνω πάνω εκεί.

— Μη με αναγκάζετε να σας κάνω κομπλιμέντα...

— Μα δεν δίνω μια δεκάρα... δεν με απασχολεί. Γιατί αν με απασχολού­σε, θα είχα μακιγιαριστεί τώρα, θα είχα ντυθεί στην εντέλεια, θα είχα κα­θίσει και σταυροπόδι...

— Φαντάζομαι, εννοείτε ότι η ομορφιά είναι θέμα φωτός και όχι ανατομίας.

— Αυτό σου λέω, χριστιανέ μου, τόση ώρα! Τι σου λέω; Όμορφη δεν εί­μαι, αλλά πάω εκεί μεταμορφωμένη. Είναι, ίσως, ο ηλεκτρισμός που εκ­πέμπω προσπαθώντας να στείλω τα λόγια του τραγουδιού και στον πιο δύσκολο από κάτω.

— Ποιο είναι το πιο δύσκολο κοινό που αντιμετωπίσατε ποτέ;

— Δεν ξέρω αν ήταν δύσκολο, αλλά πέρυσι στο Μέγαρο όλοι είχαν πάθει κάτι – όλοι παθαίνουν κάτι με τη λέξη Μέγαρο. Έχω πάει κι εγώ στο Μέγαρο αρκετές φορές και είδα παραστάσεις – πραγματικά είναι πολύ ω­ραίο. Όταν μου ’παν να πάω και να τραγουδήσω, ετοιμά­σαμε ένα πρόγραμμα σχετι­κά καλό, ο κύριος Λαμπράκης μού το ζήτησε, «κυρία Μαρινέλλα, να το κάνουμε για τα παιδάκια»...

— «Κυρία Μαρινέλλα» σάς προσφωνεί ο Λαμπράκης;

— Ναι.

— Μα δεν ταιριάζει – ται­ριάζει;

— Έτσι με αποκαλεί: «Κυρία Μαρινέλλα». Κι εγώ τον λέω «κύριο Λαμπράκη».

— Εννοώ ότι το μικρό όνο­μα μιας σταρ είναι ωραιό­τερο όταν το λες σκέτο.

— Μπορεί στο μέλλον, όταν ο καιρός μάς φέρει πιο κοντά...

— Κρατήσατε έκτοτε επαφή;

— Βεβαίως! Πολύ.

— Πώς σας φαίνεται ο κύριος Λαμπράκης;

— Εξαιρετικός! Καταπληκτικός! Πανέξυπνος! Κι εμένα μ’ αρέσουν οι έξυπνοι άνθρωποι. Και μπορώ να πω, με μια διορατικότητα, υποχωρητικός.

—Υποχωρητικός ως προς τι;

— Σε οτιδήποτε θέλει να κάνει. Αλλά με μια οξυδέρκεια πνεύματος καταπληκτική, αναμετράει αν πρέπει να κάνει πίσω ή όχι...

— Οι έξυπνοι άνθρωποι κάνουν ένα βήμα πίσω όταν παίρνουν φό­ρα για δύο βήματα μπροστά. Τέτοια είναι η περίπτωση του κυρίου Λαμπράκη;

— Είναι φοβερά έξυπνος. Κάθε φορά που μιλάω μαζί του, το απολαμ­βάνω πραγματικά.

— Νομίζετε ότι σας κάλεσε στο Μέγαρο επειδή σας εκτιμάει ή επειδή τον συνέφερε ως κίνηση τακτικής;

— Πρώτον, δεν ξέρω αν με κάλεσε ο Λαμπράκης. Η πρόσκληση έγινε απ’ το Χατζηκυριάκειο. Μετά έγιναν τηλεφωνήματα και κάποια στιγ­μή μού είπαν: «Θέλει να σας δει ο κύριος Λαμπράκης». Συζητήσαμε δύο λεπτά για το θέμα και μετά μιλούσαμε μία ώρα για άλλα πράγματα,

— Δεν μου απαντήσατε, όμως, στην ερώτηση.

— Απεδείχθη –και μου το λέει πάντα– ότι είναι ένθερμος θαυμα­στής μου.

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Facebook Twitter
Φωτ.: Αλίντα Μαυρογένη... Από το εξαντλημένο λεύκωμα «Η Μαρινέλλα όπως την οίδα», εκδ. Ωκεανίδα

— Για να επιστρέφουμε, λοιπόν, στο κοινό του Μεγάρου...

— Λοιπόν, ανέβηκα, δεν ήθελα να δείξω ότι έχω τρακ, περπατούσα και τους μιλούσα «άνετα» και μέσα μου έλεγα: «Μωρή, πού πας; Θα σκο­ντάψεις σε καμιά καρέκλα». Το ίδιο κοινό που σ’ ένα γήπεδο θα φερό­ταν αλλιώς, μέσα στο Μέγαρο ήταν (θα το ξαναπώ) σφιχτόκωλο. Αλλά όσο περνούσε η ώρα, λύνονταν όλοι. Στο τέλος, το κάναμε μπάχαλο. Μπουζουκάδικο το κάναμε το Μέγαρο. Τραγούδαγαν όλοι μαζί «αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη...»

— Εσείς είστε πάντα έτσι λυμένη; Δεν σφίγγεστε, δεν ψαρώνετε ποτέ;

— Να ψαρώσω; Με τι πράγμα να ψαρώσω;

— Κάθε άνθρωπος έχει κάτι να φοβάται...

— Αχ, να σου πω κάτι, αγόρι μου. Είμαι αρκετά μεγάλη. Ανέβηκα σκαλοπατάκι-σκαλοπατάκι-σκαλοπατάκι, βηματάκι-βηματάκι-βηματάκι. Κι όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι πιο σο­φός. Άρχισα ν’ ανεβαίνω τα σκαλοπατάκια κι άρχισα να νιώ­θω ότι μαθαίνω. Και μαθαίνω. Και μαθαίνω. Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται και πεθαίνουν και στο μεταξύ δεν έχουν καταλάβει αν λυπή­θηκαν ή χάρηκαν. Απλώς έζησαν και πέθαναν – έκα­ναν μια περασάδα, κι αυτό ήτανε! Εμένα δεν μ’ ενδιαφέ­ρει να περάσω σαν θεατής, έξω απ’ τη ζωή. Μ’ ένοιαξε πάντα, από μικρή, να μπω στη ζωή. Να τη διασχίσω όσο μπορώ πιο βαθιά. Και μπήκα με τα μπούνια, που λένε. Κι αυτό το πράγμα έμοιαζε με ορειβασία.

— Κι όμως, υπάρχει πάντα ένα κομμάτι που δεν το έχου­με κατακτήσει.

— Ε, δεν είπα ότι ανέβηκα και στο Έβερεστ!

— Έχουμε πάντα και απωθημένα και φοβίες και μι­κρά κόμπλεξ... Εσείς τα ξεπεράσατε όλα αυτά;

— Να σας πω κάτι. Δεν θα με πιστέψετε: δεν έχω κόμπλεξ. Ποτέ δεν εί­χα. Όταν βγήκα, θυμάμαι, με τον Καζαντζίδη, τραγουδούσε η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, η Άννα Χρυσάφη –φίρμες! διάσημες!– και τ’ όνομά μου από σπόντα έμπαινε πρώτο, πάνω απ’ τα δικά τους, ως «Καζαντζίδης-Μαρινέλλα». Κι ωστόσο, ποτέ δεν απαίτησα να πω τρα­γούδια μόνη στο πάλκο – απλώς έκανα σεκόντα.

— Που ήταν αριστουργήματα!

— Ναι! Εγώ, όμως (γιατί είχα καλούς γονείς και έξυπνους, φτωχούς, αλ­λά πολύ έξυπνους), έλεγα στον εαυτό μου: «Θα τα κατακτήσεις όλα με την αξία σου και με την πίστη σου. Αν το πιστεύεις, θα το κάνεις. Να ’σαι κυρίαρχος του πράγματος που θα κάνεις – αλλιώς θα ’ναι φλούδια. Κι αυτά τα δέκα χρόνια που καθόμουνα στην καρέκλα κι έκανα σεκόντα, μάθαινα. Μάθαινα συμπεριφορά από όλους αυτούς τους παλιούς: πώς τραγουδάνε, πώς παίζουν, τι μπορώ να κάνω.

— Ποια συγκεκριμένα γεγονότα σάς έκαναν ν' αποκτήσετε αυτή τη «σοφία της ζωής»;

— Όλα!

— Για να σάς βοηθήσω, εμένα με άλλαξε πολύ ο θάνατος τού...

—Δεν θέλω να με βοηθήσετε! Πείνασα πολύ, πήγαινα ξυπόλυτη στο χιόνι για δουλειά. Έκλαιγα πάρα πολύ – και δεν άφησα και κανένα να δει τίποτα... Αυτά με βοήθησαν. Κι είπα: «Τώρα, μόνη μου». Και θα ’πρεπε, με τα πρώτα λεφτά που θα ’πιανα, να γινόμουν ένα μικρό τερατάκι. Αντιθέτως, άνοιγα πάντα τις φτερούγες κι όποιος είχε ανά­γκη ερχόταν κοντά μου. Γιατί, έλεγα, τι είναι ο δικός μου πόνος μπρος στον δικό του; Όταν έβλεπα ότι ο άλλος δεν έχει παπούτσια, «χέσε μωρέ!», έλε­γα, «εγώ ας μην καπνίσω». Μοιραζόμουν τον πόνο... Και ξέρω ότι η ζωή δεν είναι λίγη. Εμείς την κάνουμε λίγη. Είναι πολλή η ζωή – μεγάλη! Κουβεντιάζουμε απ’ τις επτά και αυτές τις ώρες δεν θα τις ξαναζήσουμε ποτέ. Δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά 2 Οκτωβρίου 1999, εννιά το βράδυ.

— Πάντα έχετε αυτή την έντονη αίσθηση του χρόνου;

— Ναι, την έχω. Ξυπνάω, ας πούμε, το πρωί και πριν ανάψω το πορτατίφ να δω το ρολόι μου, ξέρω ότι είναι έξι παρά δέκα... Και ανέκαθεν δεν ήθελα να χάνεται χρόνος.

— Λέτε, λοιπόν, ότι σας ωρίμασαν τα κλάματα...

— Τα κλάματα!; Το ’δεσες κι εσύ! Κλάματα!; Γενικά μιλούσα.

— Πείτε μου ένα επεισόδιο που σάς άλλαξε μέσα σε μία νύχτα.

— Πρώτα πρώτα, ο θάνατος του πατέρα μου. Κι ο θάνατος του αδελ­φού μου. Και η γέννα τού παιδιού μου. Όταν το ’βγαλα από μέσα μου και το είχα πάνω στο στήθος μου και όσο μας ένωνε ακόμα ο ομφάλιος λώρος, ένιωθα ότι μόλις κοπεί αλλάζουμε και οι δύο – κι εκείνη είναι πια ένας μόνος, ανεξάρτητος άνθρωπος.

— Θάνατος, γέννηση – τα βασικά, λοιπόν. Από έρωτες τίποτα;

— Και από έρωτες!

— Που να σας άλλαξαν, όμως!

— Μμμ... να με άλλαξαν, όχι. Ερωτεύτηκα πάρα πολύ, αγαπήθηκα πά­ρα πολύ, έκανα έρωτα πά­ρα πολύ – όλα μπόλικα, για­τί δεν μ’ αρέσουν τα λίγα.

— Ερωτευτήκατε πολύ;!

— Πάρα πολύ! Τούβλο!

— Στον αόριστο, όμως, μι­λάτε πια για έρωτα!

— Ε, σε τι θες να σου μιλήσω;

— Στον ενεστώτα – ξέρω 'γω;

— Σώπα, μωρέ, που θα μιλή­σω στον ενεστώτα!

— Δεν ξέρω και τι γίνεται στην ηλικία σας – είμαι μι­κρός εγώ!

— Σίγουρα! Εσύ γεννήθηκες το ’59 –το είδα στο βιβλίο σου–, πάλι καλά που δεν εί­σαι του '69 που ναι και λίγο πρόστυχο! (Γέλια).

— Βρίσκω ότι μιλάτε ω­ραία ελληνικά κι έχετε χι­ούμορ. Γιατί αποφεύγετε τόσο να δίνετε συνεντεύξεις;

— Όταν έρχονται κι αρχίζουν να με ρωτάνε κάτι σαχλαμάρες: Τι τρως; Τι φοράς; Με ποιον είσαι; Πού γεννήθηκες και πώς μεγάλωσες και πώς ξεκίνησες και τι ζώδιο είσαι...

— Τι ζώδιο είστε, αλήθεια;

— Ταύρος, αγόρι μου! Με ωροσκόπο ένα Κριάρι τρελό. Γι' αυτό όλο με βλέπεις να σηκώνομαι από τη θέση μου. Πάντως εγώ δεν έχω και τι να πω. Τι τον ενδιαφέρει τον κόσμο τι έκανα σήμερα εγώ, τι φοράω, τι είμαι... Δεν θέλω να ξοδεύομαι. Γι’ αυτό γίνομαι τρελή όταν συμβαίνουν μικρά πράγματα. Μ' αρέ­σουν τα μεγάλα.

— Βέβαια, η δόξα είναι γλυκιά κι ενίοτε σε τρελαίνει.

— Δυστυχώς, αγάπη μου, πρέπει να ’χεις μεγάλα guts (!) για ν’ αντέξεις το Έβερεστ. Δεν το αντέχεις! Κατανοώ τα παιδιά που γίνονται φίρμες γρήγορα – κι απ’ τα νήπια γίνονται καθηγητές πανεπιστημίου.

— Εσάς τι σας προστάτευσε για να μην καβαλήσετε το καλάμι;

— Μα η ίδια η ζωή!

— Εννοείτε, το αργό ανέβασμα;

— Μα ναι! Πήγα προνήπια, νήπια, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πα­νεπιστήμιο...

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Facebook Twitter
Εξώφυλλο του βραχύβιου περιοδικού Χόμπυ

— Περιπτώσεις παλιά που γινόσουν φίρμα σε μια νύχτα δεν υπήρχαν;

— Όχι, μωρέ! Ενώ σήμερα... θες να γίνεις φίρμα γρήγορα; Σε μια μέ­ρα γίνεσαι! Δηλαδή χτυπάς ένα δισκάκι, λες ένα τραγουδάκι, πας σ’ όλα αυτά τα πρωινάδικα της τηλεόρασης, λες και τον πόνο σου άμα λάχει και καθάρισες. Είσαι και λίγο μπάνικος, είσαι και μια χαρά γυναίκα που βγαίνει με τα μίνι, τα κωλαράκια, τα χεράκια, τα μπρατσάκια, τα μουτράκια – καθάρισε το κορίτσι. Πού να μάθουν όμως την παιδεία αυτήν που λέω; Η παιδεία –άμα δεν κλάψεις, δεν υποφέρεις και δεν πονέσεις από κάτι στη ζωή σου– δεν είναι κάτι που μαθαίνεται. Με το που βγαίνουν τα παιδιά, παίρνουν κάτι κουρσάρες... Κι αρχίζουν να ρωτούν, πού θα μπει τ’ όνομά τους; Τι τρα­γούδια θα πουν; Και μετά έρχεται ο επόμενος.

— Εγώ νομίζω ότι όλοι αυτοί είναι για λύπηση.

— Από τη μια τους λυπάμαι, από την άλλη βλέπω ότι δεν έχουν να διαλέ­ξουν τίποτα άλλο. Αντιμετωπίζουν το τραγούδι σαν κάτι πολύ εύκολο.

—Τελικά, εσείς είστε ευχαριστημένη που διαλέξατε τα δύσκολα;

— Είμαι πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή μου. Έχουμε όλοι την υγεία μας. Κάθε τόσο λέω «δόξα τω Θεώ!» Είναι απλά όλα. Μην ψάχνεις να βρεις πιο δύσκολα πράγματα στη Μαρινέλλα – δεν θα βρεις. Απλά είναι όλα, απλή είναι η ζωή, απλή είμαι κι εγώ. Τι σταρ μου λέ­τε; Ακούω: «Είσαι η μεγαλύτερη φωνή! Είσαι ντίβα! Είσαι βεντέ­τα!» –βαρύγδουπες λέξεις που μ’ ενοχλούν αφάνταστα. Κανείς δεν είπε: «Τι ωραίος άνθρωπος που είσαι!» Κανένας. «Είσαι σταρ!» Χέστηκα! Μα, στην κυριολεξία, χέστηκα, αγόρι μου! Είμαι σταρ μόνο όταν τραγουδάω. Εγώ δεν ήμουν για ’κεί ψηλά. Εί­μαι για κάτω.

— Ανεβήκατε, όμως, τη σκά­λα ολόκληρη.

— Σου το ορκίζομαι, εγώ ήθελα μόνο να κάνω καλά τη δουλειά μου. Απλώς. Κι ακόμα θέλω. Αλλιώς δεν θα καθόμουν εδώ όλο το καλο­καίρι ολομόναχη με ένα γουόκμαν να μαθαίνω τα τρα­γούδια τής Ροντρίγκεζ, χω­ρίς να έχω και κανέναν να μου δείξει πώς λένε τα πορτογαλέζικα, γαμώτο! Άρα, σημαίνει ότι έχω φλόγα, ακόμα. Όλη μου τη ζωή τρα­γουδούσα – δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω. Η ζωή μου εί­ναι αυτή –το τραγούδι– κι η οικογένειά μου. Όσο αντέχει ακόμα ο λαιμός μου, θα τραγουδώ. Μία φορά τον χρόνο, δύο φορές τον χρόνο. Αν δεν ενοχλώ και κανέναν...

— Ελάτε τώρα!

— Μη νομίζεις – μπορεί να ενοχλώ κιόλας!

— Ποιους;

— Δεν ξέρω...

— Κάτι ξέρετε και δεν το λέτε;

— Καθόλου! Και σταμάτα πια να είσαι ο ντετέκτιβ της ψυχής μου! Για όνομα της Παναγίας κι εσύ, αδερφέ!

— Πολύ τιμητικός χαρακτηρισμός... Το να μεγαλώνεις πώς είναι;

— Πολύ ωραίο!

— Ακόμα κι όταν είσαι γυναίκα;

— Βεβαίως! Εκεί μπαίνει η σοφία. Μ’ αρέσει να μεγαλώνω με την κάθε ηλικία. Και τώρα που μεγαλώνω, γίνομαι ακόμα πιο τσιγκούνα με τον χρόνο. Λέω «ωραία θα περάσει και αύριο η μέρα». Γιατί όταν είσαι εί­κοσι χρόνων, δεν εκτιμάς τον χρόνο.

— Η νύχτα σάς λείπει;

— Αντιθέτως! Τραγούδησα τελευταία φορά το ’91 με τον Πάριο στη Νεράιδα. Ήταν η τελευταία μου δουλειά. Μετά, αυτό εδώ, το μυαλό μου, δούλεψε έξυπνα. Μυρίστηκα την παρακμή, όπως έχω τη διαίσθηση να προαισθάνομαι τον σεισμό. Έφυγα, κάθισα μόνη μου πολλούς, πολλούς μήνες, μίλησα με τον εαυτό μου, στο τζάκι μου. Αποφάσισα να φύγω πρώτη απ’ τα κέντρα. Έρχονταν με βαλίτσες λεφτά και χρειαζόταν δύ­ναμη για να τους διώξω. Κι όσο τους έδιωχνα, τόσο μεγαλύτερη γύριζε η βαλίτσα. «Βρε, φύγετε, δεν θέλω. Έχω αρκετά για να ζήσω κι εγώ κι η οικογένειά μου». Έτσι, έφυγε από πάνω μου ο μάγκας των κέντρων, κι έκανα πολλή υπομονή ώσπου να 'ρθει μια μέρα να γίνουν οι νέες προ­τάσεις, το Ηρώδειο, το Μέγαρο, τώρα το σίριαλ του Κουτσομύτη. Δεν βγήκα ποτέ σε τηλεοράσεις να μιλήσω, δεν βγήκα ποτέ σε συνεντεύξεις – δεν το 'κανα από σκοπό, έτσι ήταν ο χαρακτήρας μου.

— Μήπως είχατε αλαζονική συναίσθηση του μεγέθους σας;

— Όχι. Θέλω να το καταλάβετε. Δεν μ’ αρέσει! Ούτε αυτό που κάνω αυτήν τη στιγμή. Δεν μ’ αρέσουν οι συνεντεύξεις, δεν μ’ αρέσουν οι τηλεοράσεις, δεν μ’ αρέσει να μιλάω – δεν μ’ αρέσει τίποτα. Και πρέπει εγώ να τα κάνω!

— Από υποχρέωση μου μιλάτε;

— Μα δεν μ’ αφήσατε... Υπάρχουν πραγματικά εξαιρέσεις, που αξίζει ο κόπος. Δεν υπήρξε ούτε ένας άνθρωπος που να ρώτησα, ούτε ένας, και να μην μου πει τα καλύτερα για εσάς.

— Στην παραλιακή έχετε πάει τελευταία;

— Όχι, δεν πάω σ’ αυτά τα κέντρα. Πήγα και είδα την Πρωτοψάλτη, τη Γαλάνη, πήγα και είδα και τον Ρουβά, στη Θεσσαλονίκη.

— Πώς σας φάνηκε;

— Πάρα πολύ καλός. Καταπληκτικός. Πρώτα πρώτα, έχει πολύ ταλέ­ντο το παιδί.

— Άλλον κανένα;

— Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια είδα τη Βίσση.

— Πώς σας φάνηκε;

— Εντάξει! Ωραία κοπέλα!

— Ω! Αυτό μοιάζει με θάψιμο!

— Μα είναι ωραία γυναίκα, έτσι όπως ντύνεται...

— Κι εσείς ωραία γυναίκα είστε πάνω στη σκηνή.

— Άντε καλέ!

— Αλήθεια λέω... Είναι ο αέ­ρας που έχετε...

— Αυτό το ’χω!... Αλλά δεν θέλω να πω ότι είναι κακή τραγουδίστρια η Άννα Βίσ­ση, καλή είναι – τα λέει ω­ραία. Τα τραγούδια που λέ­ει δεν μ’ αρέσουνε. Θα μου πεις, τώρα, τα δικά σου εί­ναι καλύτερα; Έχω πει κι εγώ κατά καιρούς φριχτά τραγούδια.

— Είναι φίλος μου ο Πάνος Γεραμάνης, κι ένα βράδυ μου 'λεγε στο Galaxy, όλο έξαψη, πώς κατάφερε να σας ξαναφέρει σε επαφή με τον Καζαντζίδη.

— Θες να με ρωτήσεις, πουλάκι μου, για τον Καζαντζίδη; Γιατί δεν τρα­γουδάμε; Γιατί δεν βλεπόμαστε;

— Θα το 'χετε σιχαθεί το θέμα, αλλά κομμάτι της ζωής σας είναι...

— Έτσι λένε όλοι. Ακριβώς το ίδιο.

— Το παρελθόν δεν σβήνει.

— Δεν είπα να το σβήσω.

— Ε, τι υπάρχει απ' τους παλιούς; Καζαντζίδης, Βοσκόπουλος...

— Κανένας δεν με ρώτησε για τον Βοσκόπουλο. Ποτέ. Κανένας. Μόνο για τον Καζαντζίδη μού λένε συνέχεια.

— Να σας ρωτήσω, λοιπόν, εγώ για τον Βοσκόπουλο.

— Όχι, δεν θέλω. Οοοόχι, πουλάκι μου.

— Αν το καλοκαίρι το αυτοκίνητό σας σάς έβγαζε έξω απ' το Ribas και βλέπατε σε όλες αυτές τις αφίσες το πρόσωπό του, τι θα νιώθατε;

— Μη χειρότερα! Μια χαρά είναι ο άνθρωπος εκεί που είναι και καλά να είναι. Πάμε παρακάτω.

— Ενοχλημένη σάς βλέπω.

— Δεν μ’ αρέσει να με ρωτάνε – και το ξέρεις!

— Δεν σας αρέσει να μιλάτε για τα παλιά;

— Ψυχανάλυση μου κάνεις, ε; Θες να ’σαι ντετέκτιβ, ε;

— Ρωτάω!

— Οοόχι, δεν ρωτάς. Τρυπώνεις! Και δεν είναι ωραίο. Σ’ αφήνω εγώ και τρυπώνεις – δεν θα τρύπωνες, έχε υπόψη σου.

— Είστε λίγο προκατειλημμένη με τους δημοσιογράφους.

— Δεν τα πάνε καλά οι δημοσιογράφοι με μένα, ούτε εγώ μ’ αυτούς. Μπορεί και να μην είμαι αρεστή σ’ αυτούς. Ψάχνουν πάντα να τρυπώ­σουν στο πετσί, στην καρδιά και στα κόκαλα εκείνου που μιλάνε. Και δεν είναι σωστό να βγάζουν έξω τις αδυναμίες ενός ανθρώπου.

― Έχετε δίκιο. Αλλά σημασία έχεις πώς παρουσιάζεις την εξο­μολόγηση του άλλου. Μπορεί να την παρουσιάσεις σαν κά­τι χυδαίο, αλλά μπορεί και να κάνεις κάτι συγκλονιστικό.

— Τώρα εσείς έχετε πιο πολύ δίκιο.

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ Facebook Twitter
Φωτ.: Αλίντα Μαυρογένη... Από το εξαντλημένο λεύκωμα «Η Μαρινέλλα όπως την οίδα», εκδ. Ωκεανίδα

— Με τι ανθρώπους κάνετε παρέα;

— Δεν μπορώ να κάνω παρέα με ανθρώπους της ηλικίας μου. Γιατί είναι ξενέρωτοι. Παναγία μου! Μπορεί να με ρίξουνε στον βούρκο. Μούχλες! Θέλω να κάνω παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Γιατί είναι αυτό το στοιχείο μου. Τι να τους κάνω τους με­γάλους; Να μου πουν τι; Λιμνάζοντα ύδατα. Άσε που ξέρουν τα πάντα! Να γιατί μ’ αρέσει να τολμώ – και στη ζωή και στην καριέρα μου. Δεν θέλω να πεθάνω από τώρα – θέλω να είμαι ζωντανή. Δεν θέλω να εί­μαι σαν εκείνους που ζουν τη ζωή σαν ένα πασάζ και τζους! Πού πάτε, καλέ; Περάστε κι εσείς στον λάκκο, ελάτε στον ληνό κι εσείς να πατήσετε τα σταφύ­λια – μην πηγαίνετε κατευ­θείαν να πιείτε το κρασί!

— Είστε πανέξυπνη!

— Δεν είμαι κουτή! Και εί­μαι καλός άνθρωπος.

— Στις μπίζνες τα πηγαίνε­τε καλά;

— Δεν είμαι πολύ καλή.

— Άκουσα ότι παίζετε στο χρηματιστήριο.

— Δεν έχω ιδέα. Ούτε έχω παίξει ούτε έχω δώσει λεφτά. Είμαι πολύ καλλιτέχνιδα για να διαπρέπω στις μπίζνες.

— Σας αρέσουν τα ταξίδια;

— Πάρα πολύ. Έχω μια βαρ­κούλα τόση δα. Κάθομαι και ψαρεύω με καθετή. Ώρες. Και την ώρα που βουλιάζει ο ήλος, κατακόκκινος, λέω: «Θεέ μου, σ’ ευ­χαριστώ που έχω μάτια και βλέπω τόση ομορφιά. Πώς μας έκανες αυτήν τη χάρη και μας έδωσες τη δυνατότητα να δούμε την ομορφιά της πλάσης σου;» Δεν ξέρω πώς το λένε...

— Έτσι το λένε!

— Αν το λένε έτσι, τότε το λέω σωστά!... Με ρώτησες πριν τι ποθώ πιο πο­λύ. Πέρα απ’ την υγεία, θα ήθελα πολύ, αν γινόταν, με ένα κλικ, μ’ ένα μαγικό ραβδί, να μπορέσω να μιλάω πάρα πολλές γλώσσες. Να ξέρω γλώσσες για να μπορώ να ταξιδεύω μέσα στις φυλές των ανθρώπων. Να καταλαβαίνω τους τρόπους της ζωής τους.

— Πού θα θέλατε να ταξιδέψετε;

— Έχω πάει σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Αλλά θα ’θελα να πάω ψηλά, στον Βόρειο Πόλο. Έχω πάει Αλάσκα, αλλά περαστική...

— Και το πιο μαγικό ταξίδι σας, πού ήταν;

— Στο Μπαλί. Απ’ το αεροδρόμιο κιόλας βλέπεις μια χώρα τελείως ξε­χωριστή. Όλα εκεί είναι αλλιώτικα – δεν θυμίζουν τίποτε άλλο... Και στη Βραζιλία και στη Νέα Ζηλανδία είδα τους πιο μεγάλους ήλιους της ζω­ής μου. Ένα τεράστιο πορφυρό πιάτο. Ταξιδεύαμε τότε με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Με το που φτάνουμε στη Νέα Ζηλανδία, μας παίρνουν αμέσως με ένα αυτοκίνητο και μας πηγαίνουν σ’ έναν λόφο επάνω. Λένε: «Πρέπει, παιδιά, να δείτε το ηλιοβασίλεμα». Ανατρίχιασα. Τότε κατάλαβα πρώτη φορά τη στρογγυλάδα της Γης. Αφού πέρασαν τόσα χρόνια και νιώθω ακόμα τη συγκίνηση. Έβλεπα μπροστά μου τον γιγαντιαίο ήλιο να βυθίζεται στο πορτοκαλί τόξο του Ειρηνικού – κι άρχισα να κλαίω. «Ευχαριστούμε, αδέλφια, που μας φέρατε εδώ», τους είπε ο Ξανθόπουλος. Ήταν ο πιο μεγάλος ήλιος που έχω δει.

— Μαρινέλλα, στις σκοτεινές σου περιόδους τι κάνεις;

— Κάθομαι μόνη μου. Έτσι γουστάρω. Για μια βδομάδα να μη δω κανέναν. Δεν μου λείπει τίποτα. Έχω τη βροχή, το χιόνι. Σηκώνομαι το πρωί, πριν από τις εφτά, βάζω τις κληματσίδες ν’ ανάψω τον φούρνο, κα­θαρίζω πατάτες, ετοιμάζω φαΐ.

— Τα γηρατειά τα φοβάστε;

— Όχι. Σας λέω πολλά όχι – και θα φαίνονται απίστευτα.

— Ούτε την ανημπόρια των γηρατειών;

— Άλλο η ανημπόρια. Λέω καμιά φορά: «Αύριο δεν θα στέκομαι στα πόδια μου. Τι θα γίνει;». Αλλά δεν θέλω να πιστεύω ότι θα ’μαι κάπου πε­ταμένη. Όχι, δεν θέλω – δεν διανοούμαι ότι θα ’μαι, γι’ αυτό και δεν το σκέφτομαι ποτέ. Βεβαίως, το ξέρω ότι σήμερα είμαι εξήντα κι αύριο θα ’μαι ογδόντα κι ότι όλα πέφτουν, όλα πέφτουν, όλα πέφτουν... Και κατε­δαφίζεσαι και ισοπεδώνεσαι και γίνεσαι σκόνη και χαλί. Από την άλλη, δεν φοβάμαι τον θάνατο. Αλλά να σας πω κάτι. Όπου κι αν με παραπετάξεις, θα επιβιώσω. Ακόμα και σε μια τρύπα. Είμαι δυνατή κι έχω πίστη.

— Το βράδυ, όταν κλείνεις την πόρτα σου και ξαπλώνεις και σκέ­φτεσαι αυτό το πανδαιμόνιο από ανθρώπους, στιγμές και δόξες που ήταν η ζωή σου, αν ένωνες με μια γραμμή όλα τα τραγούδια σου, αυ­τή η γραμμή τι είπε στους ανθρώπους;

— Τι τους είπα; Δεν τους είπα τίποτα, γιατί δεν είναι γραμ­μή τηλεφώνου...Ίσως θα ’ταν μια γραμμή διακεκομμένη, γιατί τα τραγούδια μου είναι ετερόκλητα – δεν λένε κάτι... Αλλά δεν χρειάζεται να κλείσω την πόρτα του δωματίου μου για να σκεφτώ αυτό που με ρωτήσατε. Όταν κλείνω την πόρτα του δωματίου μου και πέφτω, θα πάρω το σταυρόλεξό μου, το αγαπώ πολύ το σταυρόλεξο, είναι το μόνο που εδώ και τριάντα χρόνια κάνω, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μακάρι να ’μαι ένα πτώμα, τρεις λέξεις θα τις βάλω οπωσδήποτε. Οπότε, δεν θυμάμαι τίποτα, αγαπητέ μου. Άλλοι θα σου ’καναν τους σπουδαίους σε τέτοια ερώτηση. Μαλακίες! Εγώ δεν σκέφτομαι τίποτα! Εκείνη την ώρα θέλω να είμαι καθαρή, να ξεβαφτώ ωραία ωραία...

— La Prairie χρησιμοποιείτε;

— Όχι. Παλιά χρησιμοποιούσα La Prairie, Clinique, τώρα χρησιμοποιώ μόνο σαπούνι Clinique δύο φορές τη μέρα, πρωί και βράδυ.

— Μ' αρέσει που ύστερα από μια ενδοσκοπική ερώτηση απα­ντάτε με άνεση και στην πιο φαιδρή.

— Ε, ναι, ρίχνουμε κι ένα καλλυντικό για να σφίγγουν οι κώλοι!

— Από πάθη, Μαρινέλλα;

— Πάθη μηδέν. Ούτε καπνίζω, ούτε χαρτιά παίζω, ούτε κό­κα παίρνω. Θα μου πεις, πώς βγαίνω και τραγουδάω; Είναι απλό. Ένας άνθρωπος για να καυλώσει δεν χρειάζεται ου­σίες – χρειάζεται καλό σύντροφο. Κι εγώ έχω καλό σύντροφο: το τραγούδι. Άρα, η χημεία συντελείται εκείνη την ώρα. Να σου εξομολογηθώ κάτι: την ώρα που τραγουδώ, μου «φεύγουν» όλα, χύνονται, κάνω έρωτα με το τραγούδι, παλεύω κι αγκαλιάζομαι σώμα με σώμα – γίνονται όλα μια περικοκλάδα, γι’ αυτό και φτάνουν κάτω στον κόσμο. Πώς να μείνουν απαθείς με κάποιον που κάνει έρωτα μπρο­στά τους; Την ώρα της δουλειάς θεωρώ μαγγανεία να βγω μεθυσμένη, θεωρώ βρομιά να βγω μαστουρωμένη, θεωρώ προστυχιά να μη σεβα­στώ την τέχνη μου. Θέλω να βγω καθαρή στον κόσμο και να υπηρετή­σω την καλλιτεχνία, που της αφιέρωσα ολόκληρη τη ζωή μου.

Ημερολόγιο

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ