Γεννήθηκα στην Αθήνα, οι γονείς μου είχαν γεννηθεί κι εκείνοι στην Αθήνα. Η μητέρα μου καταγόταν από τη Λευκάδα και ο πατέρας μου, που ήταν χρυσοχόος, από την Κέρκυρα. Έχω έναν αδελφό ψυχίατρο στην Ιταλία, από τον δεύτερο γάμο του πατέρα μου, και πέντε αδέλφια από τον δεύτερο γάμο της μητέρας μου. Τα τελευταία χρόνια ζούμε σε μια οικογενειακή πολυκατοικία με τους δίδυμους αδελφούς μου και τις δυο αδελφές μου.
• Καταρχάς, με μεγάλωσε η γιαγιά μου μέχρι κάποια ηλικία, γιατί η μανούλα μου έλειπε. Τότε λέγαμε ότι έλειπε γιατί «ήταν στο κολέγιο», έτσι λέγαμε την εξορία, τη Μακρόνησο. Χρόνια αργότερα, όταν έκανα ψυχοθεραπεία, μου είπαν ότι έχω πρόβλημα λόγω έλλειψης της μητέρας μου, εγκατάλειψης. Η μητέρα μου δεν με εγκατέλειψε, την μαρτυρήσαν συγγενείς της και την πήραν όταν ήμουν επτά μηνών – γύρισε από την εξορία όταν ήμουν τεσσάρων ετών.
• Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα δυναμική που είχε μια κόρη στην εξορία και έναν γιο καταδικασμένο σε θάνατο. Όταν ήρθαν οι Αμερικάνοι και ο Ερυθρός Σταυρός να δουν πώς είναι οι πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα, ο θείος μου, που ήταν καθηγητής των Αγγλικών, σηκώθηκε και μίλησε. Δεν είχε να χάσει τίποτα και όσα είπε κυκλοφόρησαν, έτσι πήρε αναστολή και σώθηκε, αλλά καταστράφηκε: μέχρι το 1974 ήταν κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, δεν του επέτρεπαν να διδάξει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Αν μου προτείνουν κάτι ωραίο, θα ήθελα να ξανακάνω τηλεόραση. Αλλά νομίζω ότι δεν μας θυμούνται πια. Είναι ηλικιακό το ζήτημα και αρχίζει από τα πενήντα. Κι εγώ δεν κάνω ούτε σπρώξιμο, ούτε γλείψιμο, ούτε γνωριμίες, τίποτα.
• Η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε και ο πατριός μου ήταν αυτός που πήρε την οικογένεια και τη σήκωσε στην πλάτη του σε αυτά τα πολύ δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. Αυτός με μεγάλωσε, από αυτόν πήρα τις κούκλες που έπαιζα. Έκανε πέντε παιδιά με τη μητέρα μου, τρία κορίτσια και δυο αγόρια, που τα έκανε μετά τα σαράντα – ευτυχώς, αλλιώς θα γένναγε ακόμα, μέχρι να έρθει το αγόρι. Καταλαβαίνετε ότι το σπίτι μας έμοιαζε με την οικογένεια Χωραφά.
• Στην οικογένεια όλοι διάβαζαν πολύ. Και ήθελαν να μορφωθούμε όλοι, αυτό ήταν και το όνειρο και το εφόδιο, όχι τα χρήματα, όπως σήμερα. Η προγιαγιά μου ήταν δασκάλα, η γιαγιά μου είχε τελειώσει το σχολαρχείο και η μάνα μου ήταν πάνω από το κεφάλι μας, όχι μόνο το δικό μας αλλά και πάνω από το κεφάλι των παιδιών της γειτονιάς – είχε το ταλέντο της δασκάλας. Απέναντί μας έμενε μια μοδίστρα που ο γιος της δεν σκάμπαζε. Της λέει η μάνα μου «φέρ’ τον, βρε Σοφία, να τον διαβάζω», και τον έστρωσε κι έγινε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος. Όταν πέθανε η μάνα μου σπάραξε, έλεγε «δεν θα γινόμουν τίποτα χωρίς εκείνη». Ο γιος μου έκανε κάτι κολλυβογράμματα. Έρχεται μια μέρα, βλέπω ωραία καλλιγραφικά στο τετράδιο, λέω «Μάκη μου, τι έγινε;». «Μου το ’πε η γιαγιά», απαντάει. Εγώ, ό,τι κι αν έλεγα, δεν έπιανε.
• Έβγαλα το δημοτικό στον Χολαργό και μετά με εξετάσεις πήρα υποτροφία και πήγα στο Pierce, που ήταν ένα πολύ καλό σχολείο. Ήμουν ένα παιδί φοβισμένο, δειλό και μαζεμένο – και τώρα έτσι είμαι, μη νομίζεις. Μου έχει μείνει ο φόβος, η μυστικοπάθεια που επικρατούσε στο σπίτι, να μη μιλήσουμε. Όταν έβλεπα στολή, έκλαιγα, μου έμεινε αυτό. Σκέψου, όταν έκανα τη Σάσα, που γινόταν χαμός, έπρεπε να παίρνω την αδελφή μου μαζί, που είναι η σταρ της οικογένειας, για να πάω σε μια δημόσια υπηρεσία να βγάλω ένα χαρτί. Εκείνη τους ψαρώνει όλους με το «καλημέρα».
• Εγώ τους ψαρώνω από άλλη πλευρά, το κάνω από άμυνα. Μου έμεινε αυτό από τότε που άκουγα να με λένε «σέξι», έβγαζα νύχια. Γιατί ήμουν αγοροκόριτσο, δεν είχα επίγνωση, ούτε επιτήδευση, με ενοχλούσε να το ακούω. Έλεγαν ότι είμαι απρόσιτη και μπλαζέ – καμία σχέση. Εγώ ήξερα μέσα μου ότι είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι όταν με γνώριζαν.
• Στο σχολείο γνώρισα μία από τις πιο παλιές μου φίλες, την Κάτια Δανδουλάκη, ήμασταν στο ίδιο σχολικό, κι εκείνη με υποτροφία. Αν και πήγαμε στο κολέγιο, κανένας τότε δεν κοκορευόταν για τον πλούτο του ούτε ήταν απρόσιτος. Φορούσαμε μια συγκεκριμένη στολή και τέλος, δεν υπήρχε επίδειξη. Με τα καλλιτεχνικά δεν είχα σχέση, είχα όμως με τον αθλητισμό, έκανα χορό, λάτρευα την κίνηση.
• Η μητέρα μου είχε ταλέντο και όταν ήταν νέα την ήθελαν στη Λυρική. Ήθελε να τη βγάλει στο θέατρο η Κοτοπούλη, που είχε κάνει μια ερασιτεχνική παράσταση με τον Μουζενίδη, τον οποίο είχα μετά καθηγητή. Ήταν ταλέντο, τραγουδούσε υπέροχα, αλλά, φυσικά, δεν την άφησαν από το σπίτι να κάνει κάτι τέτοιο. Έτσι ο θείος μου έσπρωξε εμένα στο θέατρο. Συναίνεσαν όλοι, μόνο η γιαγιά μου, που ήταν ξανθιά και γαλανομάτα και ακόμα και όταν δεν έβλεπε αρνιόταν να βάλει γυαλιά, για να φαίνονται τα όμορφα μάτια της, παραξενεύτηκε και είπε «ούτε φεγγαροπρόσωπη είσαι ούτε γαλανά μάτια έχεις, τι θα κάνεις εκεί;».
• Έτσι έδωσα στο Εθνικό και μπήκα με μια φοβερή φουρνιά: Αρζόγλου, Απέργης, Βαγενά, Χατζησάββας, Στασινοπούλου, Τριφύλλη, Σμυρναίου, Μαλτέζου. Είχαμε καταπληκτικούς καθηγητές, όπως ο Βόκοβιτς, είχαμε και τον Χορν, που δεν ήταν καλός δάσκαλος, τρεις μήνες έμεινε. Στη σχολή έκανα μόνο δράμα, μία φορά μόνο στο δεύτερο έτος με πήραν να κάνω μια που περνούσε από τη σκηνή γελώντας· ήταν από κάτω η Παξινού και είπε «ωραία γελάει αυτή». Πώς βρέθηκα μετά να κάνω κωμωδία είναι μια άλλη ιστορία.
• Έπαιξα σε μια παράσταση, την Τρισεύγενη, με την Άννα Κυριακού και μετά, επειδή δεν αντιμετώπισα καλά πράγματα, δηλαδή για να παίξω έπρεπε να κάνω «άλλα κόλπα» και να κουνήσω την ουρά μου, δεν ευδοκίμησε η πορεία μου στο θέατρο· ωστόσο έπρεπε να δουλέψω.
• Ήξερα τον Κώστα Χατζή και είχα κάνει μαζί του δυο τραγούδια για την Ελβετία στα ελληνικά και τα γαλλικά. Ζήτησα δουλειά, αλλά είχε κλείσει και με έστειλε να με δει ο Μαρίνος που ήταν τότε στον Ρήγα, στην Πλάκα, και ζητούσε μια κοπέλα. Μου δίνει τον Διαμαντή, τον κιθαρίστα του, και με τη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου καθόμαστε όλη νύχτα και ετοιμάζουμε τραγούδια. Πάω στην οντισιόν, λέω τραγούδια με την κιθάρα, με παίρνουν. Έρχεται ο Μαρίνος –ευχαριστήθηκε που με πήραν–, αλλά εγώ, με το τρακ που είχα, δεν μπορούσα να συγχρονιστώ με την κιθάρα, όχι με την ορχήστρα. Του λένε, λοιπόν, του Γιώργου «αυτό το ωραίο κορίτσι αφήστε το πάνω στη σκηνή να το βλέπουμε, αλλά μην το αφήνετε να τραγουδάει».
Γιώργος Μαρίνος - Κατιάνα Μπαλανίκα, Το Δεσποινάκι
• Τη δεύτερη χρονιά ο Γιώργος, που ήμασταν τότε ένα διάστημα μαζί, είπε «αν δεν πάρετε την Κατιάνα, δεν θα είμαι ούτε κι εγώ». Με στήριξε πολύ, ξενυχτάγαμε με τις ώρες να μάθω να λέω τη «Μαύρη φορντ». Μου έλεγε «όχι έτσι, σαν τον φαντάρο, αγάπη μου, γυναικεία το χέρι, έτσι». Τέλος πάντων, τα κατάφερε, τα κατάφερα κι εγώ και μετά τον Ρήγα μετακομίσαμε στη Μέδουσα. Ήμασταν πια πολύ φίλοι και μέχρι το 1974 ήμασταν μαζί.
• Το 1974 παντρεύτηκα κι έφυγα. Έγινε χαμός γιατί ο Γιώργος με θεωρούσε «δική του», με βασάνιζε και λίγο, δεν με άφηνε να δουλέψω το καλοκαίρι και διάφορα τέτοια. Ήταν μια κατάσταση πατριαρχική, όπως θα τη λέγαμε σήμερα. Τα καλοκαίρια δεν είχα να φάω κι ας με ζητούσαν από μαγαζιά, από θέατρα, δεν με άφηνε να πάω αλλού. Ήταν δάσκαλος, έμαθα πολλά, ζήσαμε πολλά μαζί, είναι ένας άνθρωπος της ζωής μου. Και για τα χρόνια που ήμασταν μαζί δεν μετάνιωσα ποτέ, για τίποτα, ήταν και είναι σημαντικά στην καριέρα μου. Αυτό που συνέβαινε εκεί, στη Μέδουσα, μέσα από ατέλειωτες πρόβες ήταν ανεπανάληπτο, κάτι μαγικό, παλλόμενο, γι’ αυτό δεν το ξεχνά κανείς. Και γινόταν μέσα στη δικτατορία, σκέψου το, σχεδόν απίθανο.
• Τότε, πριν φύγω, είχε έρθει ο Κούρκουλος με τον Ντασέν και μου πρότειναν να παίξω στην Όπερα της πεντάρας. Είπα όχι και ο Κούρκουλος τραβούσε τα μαλλιά του. Αν έχω μετανιώσει; Όχι. Έφυγα στην Αμερική με τον Στηβ, που είναι ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Ο Στηβ ήταν αυτό που ήταν, ζούσε σε ένα δικό του σύμπαν, είχε φτιάξει έναν δικό του κόσμο όπου όλα ήταν κανονικά γι’ αυτόν. Πέρασα και πολύ καλά και πολύ άσχημα. Στην Αμερική δεν έκανα τίποτα, μόνο όταν ήρθε ο Πλέσσας με τη Λιλάντα κάναμε μια συναυλία – ήμουνα και έγκυος θυμάμαι. Ήμουν στο σπίτι μου, εκεί γέννησα τον γιο μου. Tο ήθελα πολύ αυτό το παιδί –περάσαμε δυσκολίες και νοσοκομεία–, γι’ αυτό θέλησα να το προστατεύσω, να είναι μακριά από τις αναταράξεις της οικογένειας, το διεκδίκησα αυτό. Έχω την αποκλειστική ευθύνη της ανατροφής του, ήθελα να μη φοβάται, να νιώθει ασφάλεια, όπως μεγάλωσε η μάνα μου εμάς. Όταν έγινα μάνα κατάλαβα τι σημαίνει χωρίς όρια, άδολη αγάπη, να μην περιμένεις τίποτα. Ήθελα να μην είναι μέσα στα φουστάνια μου, να είναι αυτόνομος, να χειραφετηθεί και να έχει αρχές. Έτσι έγινε και είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος, με καλή πορεία, καλός πατέρας· έχω και δυο εγγόνια, την Κατιάνα και τη Ρεβέκκα.
• Όταν γυρίσαμε πίσω, το 1978, βρήκαμε μια άλλη Αθήνα. Στη Μέδουσα δούλεψα άλλη μια φορά μετά από πολύ καιρό, δούλεψα στο Νοτούρνο με τη Χριστιάνα και τον Μπιθικώτση. Δούλεψα στα κέντρα και έκανα κάτι που εκείνη την εποχή δεν έκαναν άλλες, κάτι που θύμιζε και καμπαρέ και μιούζικ χολ. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχαμε δικά μας τραγούδια, παίρναμε τα ξένα και βάζαμε στίχους, δεν υπήρχε αυτό το πρωτογενές, το να συνδυάζεις το τραγούδι με το σόου. Μετά τα κέντρα, λοιπόν, για να βγω στο θέατρο έπρεπε να περάσω από διάφορες επιθεωρήσεις όπου το βασικό στην εμφάνισή μου ήταν ότι σε ένα συγκεκριμένο τραγούδι θα γδυνόμουν, θα έμενα με το μαγιό και, τσουπ, θα έκανα κι ένα νούμερο. Μετά τον Μαρίνο με κυνηγούσε πολύ αυτό το στερεότυπο, σήμερα αυτό μπαίνει σε λέξεις και λέγεται «σεξιστικό». Έκανα αμάν, ίδρωσα να το αποτινάξω, να μην το θυμούνται κάθε φορά που με έβλεπαν.
• Κάποια στιγμή έγινε το κλικ, άρχισα στο θέατρο, με τον Καρακατσάνη, με την Παναγιωτοπούλου, με τη Ράντου. Είχα προτάσεις, αλλά ήθελα να παίζω με ανθρώπους που ήξερα και με ήξεραν, με τους οποίους είχα σχέση, ήμασταν σε έναν οικογενειακό κύκλο, αν μπορώ να το πω έτσι. Ήθελα να νιώθω ασφάλεια. Είχα αρχίσει να κάνω και τηλεόραση, στην ΕΡΤ τότε, το Θέατρο της Δευτέρας, το «Πράγματα και θάματα», ένα μουσικό επιθεωρησιακό σόου με την Πωλίνα και τη Ζαννίνου, από τα πρώτα που έγιναν σκέψου, είχαμε όλες κοστούμια από τα μαγαζιά που δουλεύαμε–, και μια σειρά, το «Κορίτσι από το ποτάμι».
• Μετά ήρθαν τα ιδιωτικά κανάλια και η Σάσα Παπαδήμα στην «Ντόλτσε Βίτα». Με παίρνει η Άννα (σ.σ. Παναγιωτοπούλου) και μου λέει «είναι ένα σίριαλ και υπάρχει ένας ρόλος που τα παιδιά θέλουν να παίξεις εσύ, αλλά ντρέπονται να σου το πουν. Δεν είναι μεγάλος, αλλά έχω να σου πω κάτι: είναι πολύ ωραίος ρόλος και πιστεύω ότι θα πάρεις το σίριαλ και θα φύγεις. Σε συμβουλεύω να το κάνεις». Και το ’κανα, με τη δική μου αίσθηση του πράγματος. Εγώ γι’ αυτόν τον ρόλο σκέφτηκα πως, πρώτον, η Σάσα πρέπει να είναι ντυμένη Φιλοθέη, κυρία. Δεύτερον την έπαιξα σαν γκέι. Γιατί ποια γυναίκα λέει τέτοιες ατάκες; Στον νου μου είχα πάντα τους γκέι φίλους μου. Για μένα αυτός ήταν ο ρόλος. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ο Ρήγας να κάνω κάτι με τον Αντώνη και του είπα «αυτό αν το κάνεις, πάει η Σάσα, πρέπει να φύγει από το σίριαλ», γιατί η Σάσα ήταν φίλη της Χριστίνας. Κάναμε ένα δοκιμαστικό και το κατάλαβε· η Σάσα είναι όμορφη, σέξι, αλλά δεν έχει ποτέ γκόμενο. Γιατί; Γιατί είναι τρελή και αδαής και τρέχει πίσω από τους άντρες. Δεν ξέρει την τύφλα της, αλλά είναι φίλη και τη φιλία την έχει πάνω απ’ όλα. Αυτό είναι το βασικό της χαρακτηριστικό, αν την έβαζες να κάνει κάτι με τον Αντώνη θα την κατέστρεφες. Μου έλεγαν μερικοί τότε: «Εσύ έπρεπε να κάνεις τη Χριστίνα». Όχι, αν έκανα τη Χριστίνα θα ήταν πορνό.
• Στη συνέχεια, αυτό που με ενδιέφερε ήταν να μην έχει σχέση ο ένας μου ρόλος με τον άλλο, και το πάλεψα. Έτσι, η Καίτη Τόνγκα στις «Σαββατογεννημένες» δεν είχε σχέση με τη Σάσα. Με ενδιέφερε να κάνω τους ρόλους δικούς μου κάθε φορά, να μη θυμίζουν τον παλιότερό μου εαυτό. Τα σκεφτόμουν όλα αυτά κι έστηνα τον ρόλο και την εικόνα του πριν ξεκινήσω, γιατί στην τηλεόραση δεν έχεις χρόνο, δεν είναι θέατρο που έχεις καιρό μπροστά σου και πάνω στην εικόνα μαθαίνεις. Στην τηλεόραση για έναν χαρακτήρα πρέπει να βρεις κάτι και να στηριχτείς, τρία πράγματα, και αυτά να κρατήσεις. Υπηρετείς με συνέπεια τα χαρακτηριστικά, φτιάχνεις ραχοκοκαλιά, μόνο έτσι γίνεται.
• Αν μου προτείνουν κάτι ωραίο, θα ήθελα να ξανακάνω τηλεόραση. Αλλά νομίζω ότι δεν μας θυμούνται πια. Είναι ηλικιακό το ζήτημα και αρχίζει από τα πενήντα. Κι εγώ δεν κάνω ούτε σπρώξιμο, ούτε γλείψιμο, ούτε γνωριμίες, τίποτα. Ας πούμε, παίρνουν μια γυναίκα που είναι 40 και 50 για να κάνει μια εβδομηντάρα, δεν παίρνουν εμένα που είμαι σε αυτή την ηλικία. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο εδώ. Η Μέριλ Στριπ ήταν η πρώτη που έβαλε τις φωνές πριν από χρόνια, καταγγέλλοντας μια κατάσταση που επικρατούσε στη βιομηχανία. Και τώρα τελευταία βλέπεις ότι γυναίκες ηθοποιοί μαζεύονται και κάνουν τις δικές τους παραγωγές. Εδώ δεν υπάρχει βιομηχανία και δεν υπάρχει και αυτό το σταρ-σύστεμ. Το οποίο, αν υπήρχε, λεγόταν «Αλίκη Βουγιουκλάκη» και νομίζω πως με τον θάνατό της άλλαξε οριστικά. Επειδή ο χρόνος περνάει και τις παίρνει τις ιστορίες, θα ήθελα να πω ότι σαν άνθρωπος ήταν αφάνταστα δοτική, καθόλου ανταγωνιστική, δεν είχε να ζηλέψει κανέναν, ήταν αστεία, δεν σκοτιζόταν για την υστεροφημία της, και ας ήταν η μεγαλύτερη από κάθε άλλης. Η Αλίκη ήταν ένα μικρό παιδί που ήξερε τα πάντα και έπαιζε στον κόσμο των μεγάλων. Ο θάνατό της μου στοίχισε πολύ, ένιωσα ότι έχασα ένα μεγάλο στήριγμα της ζωής μου.
• Αυτόν τον χειμώνα κάνουμε το έργο του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ Ζουρνέτ, Δυο γυναίκες χορεύουν, με την Ιωάννα Ασημακοπούλου, σε σκηνοθεσία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Παραγωγός είναι η Ελένη Ράντου που είναι ένα χρυσό, ταλαντούχο παιδί απ’ όλες τις απόψεις. Δεν είναι μόνο καλή ηθοποιός, είναι γνώστρια του θεάτρου, γράφει, ψάχνεται, έχει αντίληψη. Είναι μια πολύ καλή φίλη και όταν κάνει κάτι, το κάνει με όλη της την καρδιά. Έχουμε δουλέψει πολλές σεζόν μαζί, ταιριάζαμε στη σκηνή. Σε αυτό το έργο κολλάγαμε στην παραγωγή και είπε «θα το κάνω». Η ιστορία είναι πολύ ρεαλιστική, μας αφορά σχεδόν όλους σήμερα, αν σκεφτείς ότι όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν έναν βοηθό στο σπίτι, συνήθως μια γυναίκα, που τους προσέχει. Επίσης, ξέρουμε όλοι οι άνθρωποι που είμαστε σε μεγαλύτερη ηλικία ότι είμαστε μακριά από τα παιδιά μας ή ότι δεν μας δίνουν σημασία, υπάρχει ο φόβος των γηρατειών και του γηροκομείου, η δυσκολία τού να βάλουμε μια ξένη γυναίκα στη ζωή μας. Η μεγαλύτερη γυναίκα που υποδύομαι θέλει να ρουφήξει από τη ζωή της άλλης και σε όλο αυτό το πλέγμα συναισθημάτων με πολλές ανατροπές βλέπεις πόσο δύσκολες είναι οι προσεγγίσεις, πόσο θέλουμε τη μοναξιά μας, αλλά θέλουμε και την επαφή. Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο πράγμα και η σύνδεση και η οικειότητα και η εμπιστοσύνη. Καθένας μας φέρνει εμπειρίες, τραύματα, βιώματα σε μια σχέση που δεν είναι απόλυτα οικειοθελής. Εδώ συναντιούνται δυο γενιές, με συγκρούσεις και αντιστάσεις, με διαφορετική οπτική, με άλλες επιθυμίες για το πώς θα πάρουν πίσω τη ζωή τους, παλεύοντας και μεταξύ τους μέχρι να φτάσουν σε ένα «μαζί» που σήμερα μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο. Είναι ένα έργο που, όπως και να είσαι, σε όποια ηλικία, ταυτίζεσαι, έχεις σκεφτεί ή έχεις πει και νιώσει όλα αυτά τα τόσο αντιφατικά πολλές φορές συναισθήματα για έναν άλλο, μεγαλύτερο ή νεότερο.
• Αν κοιτάξω σήμερα το εαυτό μου στον καθρέφτη είμαι ευγνώμων, βλέπω έναν άνθρωπο χορτάτο. Έχω ζήσει τη ζωή μου, δεν έχω μετανιώσει ούτε για τα «όχι» ούτε για τα «ναι», δεν αξίζει τον κόπο. Οι εποχές ήταν αλλιώς, οι παρέες άλλες, μεγαλώσαμε και μαζευτήκαμε και βαρεθήκαμε κιόλας. Μην είμαστε αγνώμονες και γκρινιάρηδες, περάσαμε ωραία. Σημασία έχει να έχεις φίλους, οικογένεια και να μπορείς να είσαι αυτάρκης. Και να γελάς με την καρδιά σου.
Ευχαριστούμε θερμά το ξενοδοχείο Villa Brown Ermou (Πετράκη 26, Αθήνα, 210 3314782) για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Δυο γυναίκες χορεύουν» εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.