Σε εφιάλτη εξελίχθηκε η εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη για μια 50χρονη από την Κρήτη και την κόρη της.
Όλα ξεκίνησαν όταν μητέρα και κόρη, και πιο συγκεκριμένα, η 50χρονη και η 22χρονη κόρη της μαζί με μια φίλη τους, την περασμένη Παρασκευή αγόραζαν μαντήλες ώστε να μπουν στην Αγία Σοφία και η γυναίκα φέρεται να έβαλε κατά λάθος στην τσάντα της το κινητό του μαγαζάτορα.
Οι γυναίκες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο κρατητήριο. Η 22χρονη πέρασε τρεις ημέρες σε hot spot μέχρι να απελαθεί, χωρίς η μητέρα της να γνωρίζει τι της έχει συμβεί. Τελικά η 50χρονη γυναίκα αφέθηκε ελεύθερη, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένη στην Τουρκία αναμένοντας τη δίκη, η οποία μπορεί να γίνει μετά από μήνες, με το σύζυγο της να ζητά κρατική παρέμβαση για να επιστρέψει ασφαλής στην Ελλάδα με εγγύηση.
Ο Τούρκος επιχειρηματίας απέσυρε τη μήνυση, ενώ σύμφωνα με τη δικογραφία θεωρεί κι ο ίδιος πως έγινε λάθος, γεγονός που φαίνεται πιθανό και από το βιντεοληπτικό υλικό.
Η 50χρονη από το Ρέθυμνο περιέγραψε στο KRHTH Tv τις δύσκολες στιγμές που περνάει στην Τουρκία τονίζοντας πως πιστεύει ότι η παραμονή της θα παραταθεί.
«Σήμερα πήγα πάλι στην Πρεσβεία, με σκοπό να καταβάλλω μία χρηματική εγγύηση και να επιστρέψω όταν οριστεί το δικαστήριό μου. Μετά από 4 ώρες ξαναπήγα αφού δε μου απάντησαν άμεσα. Μου είπαν ότι γίνεται, ωστόσο πρέπει πρώτα να οριστεί το δικαστήριο. Όταν μάθουμε ποιος δικαστής θα αναλάβει την υπόθεσή μου θα μπορούμε να υποβάλλουμε αίτημα για εγγύηση. Η δικηγόρος μου είπε ότι από βδομάδα ίσως θα γνωρίζουμε. Η παραμονή μου παρατείνεται. Εγώ έχω τρομοκρατηθεί γιατί έχω την αίσθηση ότι θα μείνω για πάρα πολύ καιρό εδώ αν δεν γίνει δεκτό το αίτημα».
Σχετικά με την εις βάρος της κατηγορία με βάση ότι ο καταστηματάρχης έχει αποσύρει την μήνυση, η 50χρονη ανέφερε ότι «ο εισαγγελέας δεν είναι σίγουρος αν έγινε εσκεμμένα ή από λάθος, ή από αφηρημάδα, το ότι πήρα το κινητό. Θα πάμε σε δικαστήριο, γιατί θεωρεί ότι ασκήθηκαν πιέσεις στον καταγγέλλοντα. Δεν μου εξήγησαν τι θα γίνει με την κόρη μου και αυτό ήταν η πιο οδυνηρή περιπέτεια της ζωής μου. Το βασικότερο πρόβλημα ήταν η επικοινωνία».