TO 2016 ΕΝΑΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΑΣ των κτηματομεσιτικών, τηλεοπτικός παραγωγός και πρωταγωνιστής ριάλιτι καταφέρνει να εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ. Από τότε η χοντροκοπιά, η ωμότητα, η προκλητικότητα και η αλαζονεία θα διακρίνουν κάθε δημόσια παρουσία του, ενώ μια λέξη θα επαναλαμβάνεται συχνά για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά του: «χυδαιότητα». Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει γίνει κοινός τόπος για την εποχή της νεωτερικότητας και βρίσκει τον ιδανικό εκφραστή του στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ: αυτό της χυδαιότητας.
Το δοκίμιο Νεωτερικότητα και χυδαιότητα του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν (Παρίσι, 1969) που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός σε μετάφραση Ορέστη Χρυσικόπουλου επιχειρεί μια εις βάθος ανάλυση του φαινομένου της χυδαιότητας που στην εποχή μας έχει εξαπλωθεί παντού. Διόλου τυχαία το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης κοσμεί μια ναπολεόντεια προτομή με τη μορφή του Τραμπ, υπογραμμίζοντας πως έχουμε εισέλθει οριστικά στην επικράτεια της χυδαιότητας.
Ο Μπερτράν Μπιφόν διδάσκει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, ενώ από το 1994 ως το 2007 εργάστηκε ως ειδικός μελετητής στη γαλλική Εθνοσυνέλευση και από το 2004 ως το 2007 υπήρξε λογογράφος υψηλόβαθμων κυβερνητικών αξιωματούχων.
Το φαινόμενο της χυδαιότητας, ασφαλώς, δεν είναι καινούργιο αλλά ορισμένα στοιχεία της νεωτερικότητας όπως ο ατομικισμός, ο υλισμός, ο ωφελιμισμός και ο εξισωτισμός έχουν οδηγήσει στον εκτροχιασμό του, διαπιστώνει ο Μπιφόν.
Το βιβλίο του Νεωτερικότητα και χυδαιότητα είναι μια εξαιρετικά οξυδερκής πραγματεία που παρουσιάζει με εύληπτο για τον αναγνώστη τρόπο τα αίτια της ανόδου της χυδαιότητας και γιατί αυτή αποτελεί κατεξοχήν «νεωτερικό ελάττωμα», όπως τη χαρακτηρίζει, πραγματοποιώντας μια συναρπαστική διαδρομή στις ρίζες της και διερευνώντας τις μεταμορφώσεις που υπέστη στην πορεία προς τη νεωτερικότητα. Κι αυτό το επιτυγχάνει μέσα από πληθώρα παραδειγμάτων, αποσπασμάτων και βιβλιογραφικών αναφορών από τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την τέχνη, από τον 19ο αι. –αλλά και παλιότερα– και μέχρι και σήμερα.
Στόχος του είναι, αφού ανιχνεύσει τις διαφορετικές χρήσεις του όρου στο πέρασμα των αιώνων, να εντοπίσει τις αρχές πάνω στις οποίες δομείται η χυδαιότητα, ώστε, αφού κατανοήσει την εξέλιξή της, να καταλήξει στα μέσα με τα οποία μπορεί κανείς να την αποφύγει. Μια θρυλική γυναικεία μορφή της γαλλικής λογοτεχνίας έχει την τιμητική της στις αναφορές του, η Μαντάμ ντε Σταλ, η οποία στο βιβλίο της Περί λογοτεχνίας χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη λέξη «χυδαιότητα» στα γαλλικά (vulgarité) και αναδύεται ως μια πνευματώδης και οξύνους φωνή του 19ου αι. που περιέργως εξηγεί πολλά για την εποχή μας. Όπως απρόσμενα επίκαιροι αποδεικνύονται για τον Μπιφόν και πολλοί άλλοι συγγραφείς: ο Προυστ, ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ, ο Μολιέρος, ο Θεόφιλος Γκοτιέ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Άλντους Χάξλεϊ κ.ά.
«Συμπεριφορά αγελαία, χονδροειδής, ατημέλητη, ανήθικη, μέτρια, αχαλίνωτη, κακόγουστη, υλιστική, εγωιστική, αλαζονική»: είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνιστούν τη χυδαιότητα. Τι είναι όμως αυτό που τη διαφοροποιεί σήμερα; Η ειδοποιός διαφορά όσον αφορά τον νεωτερικό άνθρωπο, συμπεραίνει ο Μπιφόν, είναι το γεγονός πως έχει πλέον συνείδηση της χυδαιότητάς του και νιώθει περήφανος γι’ αυτήν. Δεν κρύβει τα ελαττώματά του όπως οι προγενέστεροι, αντίθετα τα επιδεικνύει. Η χυδαιότητα, επιπλέον, σήμερα «έγκειται στο συναίσθημα της απόλυτης αυτάρκειας που χρωματίζει αυτή την αλαζονεία» συνεχίζει.
Ή αλλιώς: «χυδαίο είναι το άτομο του οποίου η προσωπικότητα, οι τρόποι ή οι ιδέες έχουν χαρακτηριστικά μετριότητας, έλλειψης λεπτότητας ή ποταπότητας, και που παρ’ όλα αυτά φανερώνει δείγματα αλαζονείας ή επιδειξιομανίας γιατί, όντας νομιμοποιημένο ως προς την ύπαρξή του και τα κίνητρά του, θεωρεί τον εαυτό του αυτάρκη και κύριο του εαυτού του». Η υπεροψία, η «επιτηδευμένη αυτοπεποίθηση» και η ανερυθρίαστη επίδειξη των αδυναμιών μας είναι οι αδιαμφισβήτητοι βασιλείς της νεωτερικότητας.
Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με αυτή την επισήμανση όταν η αγένεια, η χοντροκοπιά, οι άξεστοι τρόποι, η αλαζονεία, φαίνεται να ευδοκιμούν παντού γύρω μας; Από σελέμπριτι και σταρ της σόου μπιζ που κάνουν λάβαρο τη χυδαιότητά τους μέχρι ανθρώπους της διπλανής πόρτας που σκόπιμα εκτίθενται και εξευτελίζονται σε βιντεάκια στο TikTok, καθώς και στην τηλεόραση, στη διαφήμιση, σε ριάλιτι, στα ΜΜΕ, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο διαδίκτυο. Ποιος θα περίμενε, ωστόσο, πως έργα του 19ου και του 20ού αι. θα μπορούσαν να προσφέρουν ερμηνείες για σύγχρονους slang όρους όπως το «φλεξάρισμα» ή το «brat» και το «demure», trend που κατέκλυσαν φέτος το Instagram. Τα κακομαθημένα παιδιά της νεωτερικότητας επιδεικνύουν αυτάρεσκα τους κακούς τρόπους τους, σε αντίθεση με τη σεμνότητα και την ταπεινότητα που λοιδορούνται και θυμίζουν παρωχημένες ηθικές αξίες περασμένων εποχών. Ο αναγνώστης του βιβλίου αρκετά συχνά θα μπει στον πειρασμό να παραλληλίσει και να συγκρίνει συμπεριφορές αριστοκρατών ή αστών του παρελθόντος με σύγχρονα brat «παλιόπαιδα» της ποπ κουλτούρας.
Το φαινόμενο της χυδαιότητας, ασφαλώς, δεν είναι καινούργιο αλλά ορισμένα στοιχεία της νεωτερικότητας όπως ο ατομικισμός, ο υλισμός, ο ωφελιμισμός και ο εξισωτισμός έχουν οδηγήσει στον εκτροχιασμό του, διαπιστώνει ο Μπιφόν. Όσο η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και η χειραφέτησή του, σύμφωνα με τη νεωτερική αντίληψη, η εξειδίκευση, η εμμονή με την αποδοτικότητα αλλά και η τυποποίηση και η ομοιομορφία γνώριζαν μεγαλύτερη διάδοση, τόσο η χυδαιότητα κέρδιζε έδαφος. Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της χυδαιότητας θα παίξει το νέο δημοκρατικό καθεστώς που ευνοεί την ατομικιστική φιλοσοφία και η άνοδος της αστικής τάξης, με τη χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση των εκπροσώπων της που θα τη συνοδέψει.
Το κρίσιμο σημείο για τον αναγνώστη, διαβάζοντας το συγκεκριμένο δοκίμιο, είναι να κατανοήσει πόσο πολλές εκφάνσεις του σύγχρονου βίου σχετίζονται με τη χυδαιότητα, αν και ίσως δεν τις είχε αντιληφθεί μέχρι τώρα υπό αυτό το πρίσμα. Συνειδητοποιούμε πλέον πως η χυδαιότητα είναι παντού, με όλη της τη σφοδρότητα, σε όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις, στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά, στη γλώσσα, στα κίνητρα, στην ιδιωτική αλλά και στη δημόσια σφαίρα και μας επηρεάζει όλους. Αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις, τόσο τις μάζες όσο και τις ελίτ. Η νέα χυδαιότητα είναι πολύ πιο επιθετική, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν νιώθει ντροπή, αντίθετα έχει αποθρασυνθεί.
Συνεπώς, ο αγώνας ενάντια στη χυδαιότητα είναι σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ. Υπάρχει, όμως, τελικά αντίδοτο για τη χυδαιότητα, και ποιο είναι αυτό; Ο Μπιφόν τονίζει πως το γεγονός ότι η χυδαιότητα εξακολουθεί να προκαλεί απέχθεια και να στηλιτεύεται σημαίνει πως αντιβαίνει σε κάτι σημαντικό για μας. Και ίσως εκεί να βρίσκεται και η λύση. Οι αρχές που διέπουν τη νεωτερικότητα και ευνοούν τη χυδαιότητα, όπως η ισότητα και η ελευθερία, μπορούν να μας προστατεύσουν από αυτήν αν χρησιμοποιηθούν με άλλο πνεύμα. Και επικαλείται το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχρονης αλαζονείας απέναντι στη φύση: την κλιματική κρίση. Η σχέση μας με τον κόσμο αλλάζει και αν δεν επιβραδύνουμε την αχαλίνωτη ροπή μας προς τη χυδαιότητα, οδηγούμαστε στην καταστροφή. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεράσει την υποκειμενικότητά του, δίνοντας προσοχή στη φύση, και να προκρίνει την ταπεινότητα και την αυτοσυγκράτηση ως μια επιτακτική ανάγκη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.